Αυτά που διαδραματίζονται τις τελευταίες ημέρες στη Συρία είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να αντιληφθούμε τη σημασία που έχει μια χώρα σαν τη Τουρκία, για τις ΗΠΑ και τα ευρύτερα συμφέροντα τους στην περιοχή αυτή. Δεν είναι μόνο η «ξιφολόγχη», που ομολογουμένως η Τουρκία αποδεικνύει πως εργαλειοποιεί περίτεχνα για να εξυπηρετήσει τους σκοπούς της. Αυτό που εκμεταλλεύεται επίσης περίτεχνα είναι η γεωπολιτική σημασία που έχει η θέση της για τα Αμερικανικά συμφέροντα.
Τα «χατίρια» τα οποία εισπράττει και η εξοργιστική «ασυλία» με την οποία την περιβάλλουν όχι μόνο οι ΗΠΑ αλλά και η ίδια η Ευρώπη, δεν προκύπτει μόνο από την ικανότητα της Τουρκικής ηγεσίας να κατασκευάζει διπλωματικά χαρτιά τα οποία στη συνέχεια χρησιμοποιεί την κατάλληλη στιγμή, ούτε από τις παλινωδίες του Αμερικανού προέδρου, αλλά από τη συνειδητοποίηση αυτής της σημαντικής θέσης την οποία κατέχει, συν τοις άλλοις. Η εντύπωση που αφήνει η αντιμετώπιση της παραβατικής συμπεριφοράς της σε όλα τα ανοιχτά γι αυτή μέτωπα, είναι πως σε όποιο άκρο και να φτάσει, πάντα θα εισπράττει απαντήσεις που θα μοιάζουν με «χάδια», μπροστά στις ενέργειες της. Αυτή ακριβώς η συνειδητοποίηση της σημασίας της είναι που την κάνει να λειτουργεί παράτολμα πετυχαίνοντας συνήθως αυτό που προσδοκά, συνδυάζοντας διπλωματία και επιθετικότητα όπου είναι εφικτό.
Παρά λοιπόν τη διεθνή «κατακραυγή» σε επίπεδο πολιτικό και τις ανούσιες όπως αποδεικνύονται κυρώσεις που μένουν στα χαρτιά, η Τουρκία έχει χαράξει ενιαία, ένα δρόμο από τον οποίο δεν παρεκκλίνει εύκολα και όταν το κάνει, είναι πιο πολύ ένας υπολογισμένος μάλλον εκ των προτέρων ελιγμός, παρά μια υποχώρηση μπροστά στις επιπτώσεις. Καλό είναι κατά τη γνώμη μου να μην συγχέουμε βέβαια την κατάσταση στην Συρία με την περίπτωση μας, καθώς εμείς δεν είμαστε μια πλήρως αποσταθεροποιημένη χώρα που ενδείκνυται για επεμβάσεις πολεμικού τύπου υπό τη μορφή εκδούλευσης, με σκοπό την ευκαιριακή αποκόμιση οφέλους. Η Τουρκία γνωρίζει καλά τη διαφορά αυτή γι αυτό και αρκείται σε βρυχηθμούς και «ασφαλείς» μέχρι στιγμής κινήσεις όσον αφορά τα ενεργειακά, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή, την ευκαιρία της «ασφαλούς επέμβασης».
Μπορεί η προσπάθεια μας να κατευνάζουμε το «θηρίο» και να προσέχουμε εξαντλητικά αυτά που λέμε και πράττουμε σε ότι έχει να κάνει με τη σχέση μας μαζί του, να φαίνεται ή και να εισπράττεται από την άλλη πλευρά ως κίνηση ηττοπάθειας, αλλά δεν είναι. Πιο πολύ ρεαλισμός είναι, παρά φόβος και δειλία μπροστά στην προοπτική μιας σύγκρουσης που σίγουρα δεν θα ξεκινούσε με τις ευνοϊκότερες των συνθηκών για τη χώρα μας σε όποια περίοδο και αν συνέβαινε.
Ότι και να λέμε δεν βρισκόμαστε στο ίδιο γκρουπ δυναμικότητας με την Τουρκία για να μπορούμε να ρισκάρουμε με μια πιο επιθετική εξωτερική πολιτική προάσπισης των συμφερόντων μας, ειδικά όταν έχουμε να κάνουμε με αντίπαλο που εκμεταλλεύεται στο έπακρο τις αφορμές. Ούτε μπορούμε να θυσιάζουμε έτσι εύκολα πιθανούς συμμάχους στο βωμό ανούσιων εθνικών παροξυσμών, που μπορεί να τους χρησιμοποιήσει στη πορεία ως μέσο πίεσης εναντίον μας.
Η Τουρκία αυτό κυνηγά, μια ευκαιρία για να εμπλακεί, την οποία θα δώσουμε εμείς οι ίδιοι, ως αφορμή. Το χειρότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να υπερεκτιμήσουμε τις δυνάμεις μας και να υποεκτιμήσουμε τη βαρύτητα σε όλα τα επίπεδα, του αντιπάλου που «η γεωγραφία μας χάρισε».
Αυτό που κατά την άποψη μου πάντα θα ήταν καταστροφικό, είναι να φτάσουμε σε ένα σημείο όπου θα βάλουμε τις ΗΠΑ και την Ευρώπη να διαλέξουν ανάμεσα στον ένα ή τον άλλο ενεργά. Κάτι τέτοιο υπό τις υπάρχουσες συνθήκες, πιστεύω πως θα οδηγούσε σε μία έκβαση που δεν θα μας άφηνε ιδιαίτερα ικανοποιημένους, παρά τη φαινομενικά άριστη σχέση που έχουμε με τις ΗΠΑ αυτή την περίοδο. Τα αποτελέσματα ενός τέτοιου διλήμματος θα μας εξέπλητταν δυσάρεστα. Η Τουρκία πρέπει κάποια στιγμή να συνετιστεί, δυστυχώς δεν είμαστε εμείς αυτοί που μπορούμε να τη συνετίσουμε με τα υπάρχοντα δεδομένα πάντα.