Δυστυχώς τον παππού μου δε πρόλαβα να τον γνωρίσω και να μάθω ολοκληρωμένα την ιστορία του που τόσο πολύ θα ήθελα. Ούτε ο πατέρας μου τον γνώρισε αφού έφυγε πολύ νέος, μόλις το ίδιο έτος γέννησής του. Προσπαθώντας να μάθω περισσότερα για αυτόν έπεσα πολλές φορές σε κλειστές πόρτες. Η δίψα μου όμως με οδήγησε σε αναζητήσεις ιστοσελίδων για τους μετανάστες και τις μετακινήσεις τους και έτσι ξεκίνησαν όλα… Άρχισα να ψάχνω για 40 χρόνια πιθανούς συγγενείς μου που να ήξεραν περισσότερα και έτσι έμαθα τις περισσότερες πληροφορίες συγκεντρώνοντας τες λέξη λέξη μιας και ο πατέρας μου για κάποιον ανεξήγητο λόγο δεν μιλούσε και συνεχίζει να μη μιλά ποτέ, ακόμη και σήμερα για τον πατέρα του. Έτσι αφού ξετύλιξα το κουβάρι της ιστορικής του διαδρομής με πολύ προσπάθεια και σεβασμό θεωρώ ότι ήρθε πια ο καιρός να τον τιμήσω 91 χρόνια μετά, με τον τρόπο που εγώ το ονειρεύτηκα.
Ηταν το 1897 όταν πρωτοαντίκρυσα το φως του ήλιου στην αρχαία Ελίμεια κοιτίδα των πρώτων Δωριέων.
Σαν Υπέρμαχος της ισότητας του ελληνικού με το τουρκικό στοιχείο που είχα την τύχη να μεγαλώσω μαζί του, μπόρεσα να ζήσω και να δω τις ελπίδες του να ναυαγούν στην ατμόσφαιρα φανατισμού της Νεοτουρκικής μεταρρύθμισης. Μετά το 1910, η προσπάθεια των Τούρκων να καταπνίξουν την εξέγερση κορυφώνεται με δολοφονίες υποστηρικτών της ένωσης με την Ελλάδα, ανάμεσα στους οποίους και του μητροπολίτη της περιοχής μου.
Το 1910, φθινόπωρο σε ένα υπαίθριο παζάρι της περιοχής αντίκρισα έναν έμπορο που πουλούσε πραμάτειες τσουβάλια με κάθε λογής προϊόντα, ένα τσουβάλι με φασόλια Αμερικής όμως μου τράβηξε την προσοχή, καθώς έγραφε «American Beans-American Dreams». Από τότε άρχισα να έχω το ανήσυχο πνεύμα μετανάστευσης και μια τάση φυγής προς την Αμερική. Το 1917 αποφάσισα χωρίς πολύ σκέψη να ξενιτευτώ. Σηκώθηκα μιαν αυγή παρέα με άλλους δύο νέους της ηλικίας μου, στις 17 Μαρτίου, ημέρα Παρασκευή, αφού μάζεψα 600 δραχμές ρεγάλο/πενητάδα περασμένες στη φόδρα του σακακιού μου που το έραψε η δόλια μάνα μου και αξημέρωτα πέρναγα από τα βουνά της Πίνδου προς την περιοχή του Δομοκού. Πέρασα έτσι από μια διαδρομή 2 ημερών φορτωμένος πανωσάμαρα σε ένα μουλάρι που ανήκε σε ένα καραβάνι από αγωγιάτες/κυρατζήδες της περιοχης. Το κόστος για το ζώο και τον οδηγό (αγωγιάτης), που συνόδευε πεζός, ήταν 10 δραχμές την ημέρα για τον καθένα μας και η τροφή του ζώου (κριθάρι,άχυρο) στοίχιζε επιπλέον 2 δραχμές την ημέρα. Ξημερώματα της τρίτης μέρας με αλλαγή και άλλων μεταφορικών μέσων της εποχής φτάνω με πολλές ανησυχίες και γεμάτος φοβίες στο λιμάνι της Πάτρας. Στο παιδιάστικο μυαλό μου ήταν καρφωμένη πάντα η φράση «American Beans-American Dreams».
Σημεία αναχώρησης για εμάς τους μετανάστες, ήταν επίσημα τα λιµάνια του Πειραιά και της Πάτρας. Ανάμεσά τους χιλιάδες Έλληνες που έφευγαν κατά κύριο λόγο από τα λιμάνια της Ιταλίας, στην οποία περνούσαν μέσω Πάτρας, για να επιβιβαστούν στα πλοία που θα έφταναν μετά από μερικές μαρτυρικές εβδομάδες στην Αμερική, γνωστή από τότε σαν «Γη της επαγγελίας». Το καράβι ήταν φορτωμένο µόνο με άντρες και έτσι άδειαζε ο τόπος από το πιο ζωντανό και παραγωγικό κομμάτι του πληθυσμού.
Οι συνθήκες διαβίωσης κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ήταν δύσκολες για μας τους μετανάστες. Σε ένα πλοίο 6 χιλιάδων τόνων, ήμασταν στριμωγμένοι 1.200-1.300 επιβάτες, σε ένα ταξίδι που έφτανε τις 22 ημέρες. Η πείνα και η απλυσιά μας τυραννούσαν και εκτός αυτού πέφταμε πολλές φορές και θύματα οικονομικής εκμετάλλευσης από τις εταιρείες που αναλάμβαναν το ταξίδι, αφού μας νοίκιαζαν για πολλά χρόνια στους εν δυνάμει εργοδότες μας μέχρι να ξεχρεώσουμε. Στη διάρκεια της διαδρομής λίγο έλειψε να πέσω θύμα ενός πονηρού Ιταλού λοστρόμου που ενώ κοιμόμουν προσπαθούσε να μου τραβήξει το σακάκι για να μου πάρει τα χρήματα. Από τότε τα χρήματα τα έβαζα μέσα στις κάλτσες και τα παπούτσια πλέον ήταν για μένα η πόρτα του χρηματοκιβωτίου μου. Μερικά χρόνια αργότερα με τα λίγα χρήματα που μου περίσσευαν αγόραζα συνεχώς παπούτσια, αφού πίστευα ότι μου έσωσαν το μοναδικό μου κομπόδεμα που με οδήγησε στον προορισμό μου.
Ellis Island
Η Νήσος Έλις ήταν ένα μικρό νησάκι στ’ ανοιχτά του Μανχάταν, τόπος ελπίδας για εκατομμύρια ανθρώπους που αναζητούσαν μία νέα ζωή, από το 1852 υποδεχόταν τους μετανάστες, όπου υποβάλλονταν σε ιατρικές εξετάσεις προκειμένου να εγκριθεί η άδεια εισόδου τους στις Ηνωμένες Πολιτείες. Λειτούργησε ως μία κολυμπήθρα, αφού πολλοί νεοφερμένοι άλλαξαν τα ονόματά τους εκεί, προσαρμόζοντάς τα στη γλώσσα της νέας τους πατρίδας. Έτσι αργότερα το νέο μου Αμερικάνικο όνομα έγινε Giovanni!
Πλεύρισε το καράβι στο λιμάνι, το τελωνείο ήταν πλωτό πάνω στα νερά κοντά σε εξέδρα στο λιμάνι. Ήρθε μια αράδα γιατρών κι άρχισε να μας εξετάζει έναν - έναν. Όποιος ήταν υγιής του ’δινε μια κάρτα με μπλε μολύβι και έγραφε επάνω οράϊτ στα αμερικάνικα. Όποιος δεν ήταν καλός του΄δινε κάρτα με κόκκινο μολύβι. Από κάθε έναν γιατρό που περνούσαμε για εξέταση μας έβαζαν και μια γραμμή με κιμωλία στο σακάκι. Εμένα μου έγραψαν στο πέτο τα γράμματα CT (τράχωμα).
Τελικά, μου έδωσε κόκκινο ο τελευταίος γιατρός που ήταν επικεφαλής των υπολοίπων γιατρών και οι άλλοι φίλοι μου πήραν μπλε. Την επαύριο ήρθε πάλι η επιτροπή, με ξανακοίταξαν, με έκριναν δεύτερη φορά σκάρτο. Σημάδια για τράχωμα μου έλεγαν τότε και μου γύριζαν τα βλέφαρα κάθε 3 ώρες με μια λαβίδα για να ανακαλύψουν κοκκινίλες. Σε τρεις μέρες καινούργια επιτροπή ανώτερη. Με όρκισαν ότι ποτέ η κυβέρνηση δεν επιτρέπει σε άρρωστους, κλέφτες και εγκληματίες να πατήσουν αμερικανικό έδαφος...Τελικά στην τρίτη επιτροπή πήρα επιτέλους πράσινη κάρτα (η χαρά μου δεν περιγράφεται έγραφα αργότερα στη μάνα μου στο πρώτο γράμμα από Αμέρικα) και τράβηξα στις 18 Ιουνίου για Νέα Υόρκη σε συγγενικό μου πρόσωπο που υποχρεωτικά το είχα δηλώσει από την ώρα που μπήκα στο καράβι .Στην τσέπη μου είχα μόλις 30 δολάρια, έπρεπε να έχω 25 το ελάχιστο για να συνεχίσω το ταξίδι μου και τα είχα μετατρέψει αφού πέρασα τις εξετάσεις επιτυχώς. Το «American Beans-American dreams» όλο και πιο κοντά στο στόχο μου…
Αμερική-Νεα Υόρκη:
Η Νέα Υόρκη το 1910 είχε πάνω από 12.000 Έλληνες. Καθώς πηγαίναμε στην Αμερική με πρόθεση να μείνουμε προσωρινά, πολλοί αρνιόντουσαν να μάθουν την αγγλική γλώσσα, εγώ την έμαθα από την αρχή εύκολα, καθώς είχα έφεση στις ξένες γλώσσες.
Στην αρχή κουβαλούσα καροτσάκι-χειράμαξα πουλώντας λαχανικά ή φρούτα στους δρόμους σαν πέντουλας (pendlar) ανταγωνιζόμενος τους Ιρλανδούς που ήξεραν τη γλώσσα καλύτερα από εμένα και με τον φόβο των κλητήρων που μας κυνηγούσαν συνεχώς. Στη συνέχεια έπιασα δουλειά σαν σερβιτόρος σε καλό μαγαζί, όπου ο ιδιοκτήτης του ο O’Sullivan ήταν ενας πανύψηλος Ιρλανδός πρώτης γενιάς μετανάστης. Ήμουν τόσο σβέλτος και καλός κουβαλητής (κουβαλούσα 18 πιάτα σε ένα χέρι) που με τον καιρό άρχισαν να με αποκαλούν Giovanni 18 και το αφεντικό με είχε ιδιαίτερη αδυναμία
Στην Αμερική του 1917 υπήρχε εχθρικό περιβάλλον με φυλετικές διακρίσεις και οι μετανάστες ήμασταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Μας υποδέχτηκαν με μια είδους ρατσιστική διάθεση αφού η κυριαρχία των Αγγλοσαξώνων ήταν αυτή που έδινε μια είδους ανώτερη τάξη για τους ίδιους. «No Greeks no Rats» ήταν η πιο συχνή έκφραση της εποχής στην περιοχή.
Για ανεξήγητο λόγο πάντα με τραβούσαν τα απαγορευμένα και έτσι άρχισα να καλοβλέπω την κόρη του αφεντικού μια 17χρονη κοκκινομάλλα Ιρλανδή την Morna, ώσπου κάναμε τελικά σχέση για 2 χρόνια, με φόβο μη μας ανακαλύψει ο πατέρας της. Στο μυαλό μου ερχόταν η ιστορία του Έλληνα μετανάστη Γιάννη Μασουρίδη (που βρισκόταν από το 1906 στις ΗΠΑ) και τον συνέλαβαν έπειτα από καταγγελία ότι «είχε σχέσεις» με 17χρονη Αμερικανίδα και ηχούσε στα αφτιά μας σαν προειδοποιητική λυχνία…
Ήμουν από τους πρώτους μετανάστες που δούλευε μαζί με μαύρους σε ξένο εστιατόριο. Τα γράμματα τα έστελνα από ένα ελληνικό καφενείο και τα έπαιρνα εκεί. Πολύ αργότερα ανοίξανε τα ποστόφια (post office). Δεν θα ξεχάσω το πρωτο γράμμα που πήρα από τη μάνα μου (άλλος της τα έγραφε) και με σημάδεψε ένα πράγμα που μου έγραψε «Γιάννη στείλε μας κανένα δολάριο από τα ξένα». Από τότε όλα μου τα χρήματα τους τα έστελνα χωρίς να κρατάω για εμένα σχεδόν τίποτε. Λέγεται ότι οι Έλληνες μετανάστες Έστειλαν στην Ελλάδα μεταξύ 1900-1930 περίπου 330 εκ δολάρια. Βέβαια αυτό γεννούσε και μια αντιπάθεια των ντόπιων προς τους μετανάστες αφου πίστευαν ότι τα χρήματα δεν επενδύονταν στην Αμερική με αυτό τον τρόπο.
Η ώρα της μεγάλης επιστροφής για μένα πλησίασε απότομα 9 χρόνια μετά. Αποκόμισα καλά λεφτά (όλα τα ειχα στείλει στην πατρίδα) αλλά και έναν βήχα που δεν έλεγε να φύγει. Στο παραπάνω βοήθησε και το φριχτό κλίμα της Ν.Υόρκης κατά τους χειμερινούς μήνες και τελικά οι γιατροί μου σύστησαν αλλαγή κλίματος. Τα Μπιλορίζια (below zero) της Ν. Υόρκης είχαν κάνει τη δουλειά τους. Με αποτέλεσμα να νοσηλευτώ μερικές μέρες πριν φύγω στο Χοσπιτάλι (hospital) της πόλης πληρωμένο με λεφτά του αφεντικού.
Χωρίς να το ξέρω άθελά μου με τα λεφτά που έστελνα στην οικογένειά μου όλα αυτά τα χρόνια, κατάφερα τελικά και νοικοκύρεψα κοντινούς μου συγγενείς που προίκισαν κόρες κλπ.με τα δικά μου λεφτά της ξενιτειάς.Ευτυχώς μέρος των χρημάτων μου μπήκε σε ένα λογαριασμό της Mπανκας (bank)) Τράπεζας Ελλάδας το 1928 για να μπορέσει στη συνέχεια να συντηρηθει η οικογένεια που έφτιαξα στην Ελλάδα.
Όλα πήγαν τελικά καλά… Το «American Beans-American Dreams» διήρκεσε μέχρι που έφυγα μόλις 31 ετών αφού εκπλήρωσα το όραμά μου…
Giovanni Litos, 1928.