Συμπληρώνει 20 χρόνια στην εξουσία ως Πρωθυπουργός και έπειτα ως Πρόεδρος με συνταγματικά κατοχυρωμένες αυξημένες αρμοδιότητες, έχει ταυτιστεί με την εκδήλωση του νεοοθωμανισμού υπό την έννοια της άρθρωσης αναθεωρητικών αξιώσεων βάσει αναφορών στο αυτοκρατορικό παρελθόν και στην ισλαμιστική – και όχι απλώς ισλαμική – παράδοση.
Είναι βαθιά πεπεισμένος ότι η Τουρκία οφείλει να ολοκληρώσει το όραμα της «γαλάζιας πατρίδας» επιβάλλοντας την προκείμενη ατζέντα στην Ελλάδα και στην Κύπρο και με άξονα τις ηγεμονικές σκοπιμότητές του έχει εξοπλίσει στο έπακρο την Τουρκία και έχει «τραυματίσει» τις σχέσεις του με σημαντικούς πόλους του διεθνούς συστήματος.
Θεωρεί κανείς, έχοντας επίγνωση των ως άνω δεδομένων και της μεγαλομανίας του ανδρός, ότι ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θα δεχθεί απλώς τη μοίρα της αποχώρησης μέσω εκλογών δίχως να επιχειρήσει θεαματικές κινήσεις;
Έχοντας το βλέμμα του στραμμένο είτε στην υστεροφημία του είτε στο εσωτερικό μέτωπο και την απόπειρα ανατροπής της εις βάρος του εικόνας, είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο Ερντογάν και οι συν αυτώ θα επιχειρήσουν να εντείνουν, έως τις εκλογές, την επιθετική ρητορική και πρακτική τους κατά της Ελλάδας.
Η σκοπιμότητα της εκλογικής συσπείρωσης του ισλαμιστικού-εθνικιστικού κοινού, αλλά και η απόπειρα επίτευξης όσων δεν έχει ήδη καταφέρει στο πεδίο, συνεπικουρούνται από τη διάσταση της εσωτερικής πίεσης από τον εταίρο του Ντεβλέτ Μπαχτσελί του Εθνικιστικού Κόμματος και τη διαφαινόμενη πεποίθηση ότι το χάσμα ισχύος Τουρκίας-Ελλάδας έχει φθάσει στο μέγιστο σημείο, μετά από 12 περίπου έτη εξοπλιστικής στασιμότητας της δεύτερης και αντίστοιχης ενδυνάμωσης της πρώτης.
Προφανώς ο τουρκικός αναθεωρητισμός είναι εγγενής και ερμηνεύεται σε επίπεδο κατανομής ισχύος. Η Τουρκία, δηλαδή, εκτιμά ότι η ίδια έχει ισχυροποιηθεί σε τέτοιο βαθμό και οι βασικοί αντίπαλοι-στόχοι της έχουν αποδυναμωθεί αντίστοιχα τα τελευταία έτη (Ελλάδα, Συρία, Ιράκ, Αρμενία), ώστε να θεωρεί ότι αυτό της επιτρέπει την υλοποίηση επιθετικών κινήσεων, πέραν της δεδηλωμένης ρητορικής, η οποία χρονολογείται ήδη εδώ και αρκετές δεκαετίες.
Η εν λόγω προσέγγιση πραγματοποιείται σε συστημικό και άρα, μακροπρόθεσμο επίπεδο και υποστηρίζει κατ’ επέκταση τη θέση ότι ουδεμία μεταβολή θα επέλθει στη στρατηγική συμπεριφορά της Τουρκίας από μια αλλαγή των εσωτερικών συσχετισμών, καθώς αφ’ ενός η κατανομή ισχύος είναι δεδομένη και παράγει κρατικούς ορθολογικούς υπολογισμούς και αφ’ ετέρου ο νεοοθωμανισμός συστήνει μια πρόταση στρατηγικής αποδεκτή από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα της Τουρκίας, όπως μαρτυρείται από τις από καιρού εις καιρόν δηλώσεις άπασας της πολιτικής ελίτ.
Ωστόσο, τούτο δε σημαίνει ότι υπάρχουν διακριτές διαφορές στο επίπεδο της τακτικής μέσω της οποίας θα επιτευχθεί ο στρατηγικός στόχος της Τουρκίας συνυφαινόμενος με την εξουθένωση (και) της Ελλάδας. Επί του συγκεκριμένου έγκειται η αρχική ανάλυση, η οποία θέτει στο επίκεντρο το ορθολογικό κριτήριο του Ερντογάν και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η κλιμάκωση τους επόμενους μήνες πρέπει να είναι αναμενόμενη. Τονίζεται ότι η εντατικοποίηση των προκλήσεων θεωρείται δεδομένη, όπως και η απόπειρα εύρεσης «παραθύρου ευκαιρίας» για την αποτύπωση των στρατηγικών στόχων της Τουρκίας στο πεδίο.
Η πραγμάτωση των εν λόγω προθέσεων ή το τελικό αποτέλεσμα της τουρκικής προσπάθειας θα καθοριστεί από τη στάση της Ελλάδας, ήτοι από την επίδειξη βούλησης ενεργητικής υπεράσπισης της κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων όπως περιγράφονται μέχρι κεραίας από το διεθνές δίκαιο, την εξασφάλιση αυτοβοήθειας μέσω επί παραδείγματι της εύρεσης άμεσης λύσης για την αντιμετώπιση των «φθηνών παραβιάσεων» από τα τουρκικά UAVs, την επιτυχή κινητοποίηση των στρατηγικά ευθυγραμμισμένων με την Ελλάδα εταίρων (όχι γενικόλογα «συμμάχων»).
Σε αυτά, θα δύναντο να προστεθούν το οριστικό κλείσιμο του «εσωτερικού μετώπου», η εδραίωση του οποίου στέλνει σαφώς λανθασμένα μηνύματα, καθώς και η εθνική και φυσικά διακομματική σύμπνοια τουλάχιστον ως προς τα στοιχειώδη, που αφορούν την αμυντική θωράκιση της χώρας.
Η εξασφάλιση των ανωτέρω συνάδει συνολικότερα με το στόχο της επιτυχούς αποτρεπτικής στρατηγικής, ήτοι τη διασφάλιση των εθνικών συμφερόντων μέσω της καλλιέργειας της πεποίθησης, σε εκείνον ο οποίος τα επιβουλεύεται, ότι το στρατηγικό κόστος, που θα αναλάβει, θα είναι μετά βεβαιότητας δυσβάστακτο εν σχέσει με το οιοδήποτε ενδεχόμενο όφελος.