«Παρακολουθούμε, το τελευταίο χρονικό διάστημα, τον Τούρκο Πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και την τουρκική πολιτική τάξη γενικότερα να θέτουν σταθερά θέμα αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάννης και όχι μόνον.Oι θέσεις τους συνιστούν αμφισβήτηση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, όπως αυτά διαμορφώθηκαν από τις υφιστάμενες Συνθήκες και το διεθνές δίκαιο.
Το γεγονός ότι η αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάννης ενδέχεται να αφορά επίσης στην Συρία και στο Ιράκ, όπως κάποιοι ισχυρίζονται, παρά τις ξεκάθαρες τουρκικές αναφορές στα ελληνικά νησιά δεν μπορεί να συνιστά λόγο εφησυχασμού για την Ελλάδα. Τοσούτω μάλλον που η Τουρκία δεν μας έχει συνηθίσει σε αναντιστοιχία λόγων και έργων...»Από το βιβλίο του πρέσβη επί τιμή, κ. Αλέξανδρου Μαλλιά: «Στον αστερισμό του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ: Η Νέα Τουρκία και Εμείς, Εθνική Στρατηγική, Πολιτική Συνοχή και Αποτροπή» (2017, Εκδόσεις Ι. Σιδέρης)
Οι Έλληνες διπλωμάτες διακρίνονται ανέκαθεν για την επιστημονική τους συγκρότηση και τον επαγγελματισμό τους στην προώθηση των συμφερόντων της χώρας. Έχοντας, λόγω ακαδημαϊκής ιδιότητας την τιμή και την ευκαιρία να έχω συνεργαστεί και να συνεργάζομαι μαζί τους, κυρίαρχη μένει η διαπίστωση για την ικανότητα του συνόλου της εθνικής διπλωματικής μας υπηρεσίας. Λίγοι, ωστόσο, από αυτούς, πέρα από τον διπλωματικό σάκο, πιάνουν την πένα της συγγραφής και της αποτύπωσης της πραγματικά μοναδικής τους εμπειρίας και δεινότητας.
Ο πρέσβης, επί τιμή, κύριος Αλέξανδρος Μαλλιάς ανήκει σ’ όλους αυτούς τους λίγους που όχι μόνο αντικρίζουν την εξωτερική μας πολιτική, αλλά επιχειρούν να την εμποτίσουν με ένα πρίσμα ευθυκρισίας και εθνικής εγρήγορσης. Με το έργο και την παρουσία του δείχνει ότι το εθνικό είναι αυτό που οιστρηλάτησε και οιστρηλατεί τη σκέψη του. Εντάσσεται στη χορεία των διπλωματών της χώρας μας που με τη νόηση τους, μακριά από συνθήκες εργαστηρίου, αλλά στη ζώσα διακρατική διαπάλη επιχειρούν να δώσουν προστιθέμενη αξία στην εθνική μας μοίρα και πραξεολογία.
Το πρόσφατο, ευσύνοπτο, βιβλίο του για την αμερικανική πολιτική, την Τουρκία και την Ελλάδα (με πρόλογο του Μιχάλη Ιγνατίου και αφιερωμένο στον πρώην υπουργό Εξωτερικών, πρέσβη κ. Πέτρο Μολυβιάτη) εστιάζει με μοναδικό τρόπο στο γεωπολιτικό αυτό τρίγωνο. Το ύφος είναι λιτό, αλλά σφριγηλό, χωρίς επιτηδεύσεις και βερμπαλισμούς. Αντί εισαγωγής, ο συγγραφέας επιλέγει να θέσει αποσπάσματα από την ομιλία του Κωνσταντίνου Καραμανλή (ενώπιον της Ελληνικής Βουλής στις 20/5/1977). Σ’ αυτήν την ομιλία, εμφαίνονται οι πάγιες ελληνικές θέσεις για φιλία και συνεργασία, παραπομπή στο Δικαστήριο της Χάγης και σεβασμό του διεθνούς δικαίου. Η παρακαταθήκη αυτή του Κωνσταντίνου Καραμανλή αποτελεί (παρά τις όποιες χρονικές, ελαστικές ή ανελαστικές διαφοροποιήσεις) την πυξίδα στα ελληνοτουρκικά, η οποία, ωστόσο, προσκρούει στον βράχο των τουρκικών αναθεωρητικών διεκδικήσεων. Πολύ περισσότερο, καθώς ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν αμφισβητεί ξεκάθαρα την Συνθήκη της Λοζάνης, ενώ στο Κυπριακό η Τουρκία εμμένει στις απαιτήσεις της (όπως πρόσφατα φάνηκε και από το ναυάγιο των συνομιλιών στη Γενεύη).
Ο συγγραφέας, με ξεκάθαρο τρόπο, τονίζει ότι η επίκληση του διεθνούς δικαίου δεν πρέπει να γίνεται υπό μονόδοξο και μονοδιάστατο (ίσως και δοκησίσοφο) πρίσμα, αλλά με πραγματισμό και αντίληψη της διεθνούς πολιτικής. Ήτοι με ρεαλισμό και οξυγόνωση του raison d’ etat της χώρας μας. Και τούτο διότι η γείτων και δύστροπος Τουρκία έχοντας στρατιωτικοποιήσει τις αμφισβητήσεις σας επιδεικνύει, μέσω του προέδρου της μια μωρόδοξη ή μακιαβελική ευελιξία. Όπως όμως υποστηρίζει ο κ. Μαλλιάς η τελική επιλογή των ΗΠΑ και δη του προέδρου τους «θα παίξει καταλυτικό ρόλο για τις επιλογές του κ. Ερντογάν και στο Αιγαίο. Αν δηλαδή η Ουάσινγκτον τελικά προτιμήσει να δώσει τη μάχη της Ράκκας μαζί με τους Κούρδους της Συρίας, που αποτελούν ανάθεμα για την Τουρκία, αντί της συμμάχου στο ΝΑΤΟ Τουρκίας. Αυτό ακριβώς είναι σήμερα το μεγάλο διακύβευμα στις σχέσεις Άγκυρας-Ουάσινγκτων» (σ.27).
Ακριβώς για τον συγγραφέα η γεωπολιτική αυτή διελκυστίνδα θα επηρεάσει και τις στρατιωτικές ενέργειες της Άγκυρας στο Αιγαίο. Σύστοιχο ή απόρροια αυτού καθίσταται η αναγκαιότητα για «επαναδιατύπωση και συμπλήρωση του αμυντικού δόγματος της χώρας» (σ.29), υπό το τρίπτυχο της άμυνας (ως αποτροπή, περιορισμό, ανάσχεση και ανταπόδοση), της διπλωματίας και της ευρωπαϊκής διάστασης. Προς επίρρωση της πρότασης του συγγραφέα, συναρτώ το εθνικό δόγμα με τη «γεωπολιτική ανθρωπολογία» (μια εννοιολογική συγκρότηση που λαμβάνει υπόψη τη θέση της χώρας, αλλά και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του έθνους και τον ψυχισμό του, καθώς αυτός σε όλες τις κρίσιμες στιγμές αποτέλεσε τη «Λυδία Λίθο» για την πραγμάτωση ή μη των εθνικών συμφερόντων).
Κατά κύριο λόγο, ο συγγραφέας στερεώνει το νοητικό του οικοδόμημα, δίνοντας έμφαση στον εκσυγχρονισμό των εξοπλιστικών προγραμμάτων και στην επιστροφή στο δόγμα ισχύος. Και αυτό συνιστά sine qua non προϋπόθεση, καθώς στα ελληνοτουρκικά έχει επέλθει ανατροπή της ισορροπίας στους εξοπλισμούς (μεταξύ των δύο χωρών) σε βάρος της Ελλάδας. Στο σημείο αυτό, είναι πολύ ενδιαφέρουσα η πρόταση του κυρίου Μαλλιά για τη δυνατότητα «έκδοσης ενός ειδικού Ομολόγου στην Νέα Υόρκη, με στόχο τη χρηματοδότησή του από τον Ομογενειακό Ελληνισμό» [(ύστερα από την επιστροφή της χώρας στην κανονικότητα (σ.38))].
Στον πυρήνα της σκέψης του κυρίου Μαλλιά, ο τουρκικός κίνδυνος είναι πάντα εκεί, υφέρποντας, καραδοκώντας, καιροφυλακτώντας, οπότε για τον συγγραφέα η αξιοπιστία του αμυντικού μας σχεδιασμού, κατά σώφρονα τρόπο, διέρχεται από την αίσθηση του μέτρου, τη σύνεση (ο κύριος πρέσβης έχει αριστοτελικές αφετηρίες και όχι ψευδαισθήσεις), τη συνέχεια και την εθνική συνεννόηση. Και αυτή μετουσιώνεται στο περιεχόμενο του σύγχρονου πατριωτισμού που «ως φαιά ουσία» (πρέπει να) κινεί τον εθνικό μας νου.
Ο στρατηγικός προσανατολισμός της χώρας μας και η σύσφιξη των σχέσεων με τις ΗΠΑ (αφουγκραζόμενοι το δόγμα, αλλά και τον «λειτουργικό κώδικα» του Τραμπ) είναι όχι μόνο αναγκαία συνθήκη, αλλά ίσως και μονόδρομος για τα ελληνοτουρκικά. Με τη μία ή την άλλη μορφή είτε ως «υπόμνηση και επαναβεβαίωση των δεσμεύσεων των ΗΠΑ» (σ.45) προς την Ελλάδα (σε περίπτωση κρίσης στο Αιγαίο, όθεν και ο συγγραφέας παραθέτει σχετική επιστολή του Κίσινγκερ ως υπουργού εξωτερικών) είτε ως αξιοποίηση του διαπραγματευτικού χαρτιού που λέγεται Σούδα, είναι αναγκαία η σύμπηξη ενός καθεστώτος ασφαλείας στο Αιγαίο (το τι όροι θα συνοδεύουν αυτό παραμένει το κρίσιμο διακύβευμα και προς τούτο οι σκέψεις-προτάσεις του κυρίου Μαλλιά είναι περισσότερο από ποτέ παραγωγικές για τους αρμόδιους λήπτες αποφάσεων).
Επιπρόσθετα, χρήζει προσυπογραφής η απόφανση του συγγραφέα, σύμφωνα με την οποία η ιστορία έχει καταδείξει ότι δεν αρκεί μόνο η εξωτερική εξισορρόπηση (μέσα από συμμαχίες και συμμετοχή σε οργανισμούς), αλλά απαιτείται και η εσωτερική, μέσα από την ανάταση του οικονομικού, κοινωνικού και παιδευτικού μας κεφαλαίου. Τούτων δοθέντων, η ανάταση και νοηματοδότηση της πολιτικής και στρατηγικής μας κουλτούρας, διέρχεται και από την αδήριτη θεσμική πλαισίωση ή εμπλαισίωση. Για τον συγγραφέα αυτή αποτυπώνεται, μέσα από τη σύσταση του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας (σ.68), που δεν θα αποτελεί ένα ακόμη «θεσμικό παλάτι στην άμμο ιδεοληψιών και καιροσκοπισμών» αλλά θα μετουσιώνει την αναγκαιότητα ασφάλειας και θα «υποτάσσει θεσμικά τη ”γνώμη μου” στη γνώση των πολλών» (σ.68).
Αυτή η καίρια διαπίστωση συμπυκνώνει όλο το πνεύμα της συγγραφής του βιβλίου και κυρίως αντανακλά την αγωνία και το ενδιαφέρον του συγγραφέα για την πορεία και τη μοίρα του ελληνικού κράτους. Σε πιο προσωπικό τόνο αυτό που αποκομίζω από το βιβλίο είναι το εξής: εθνικές έννοιες/ εννοιολογήσεις, όπως αυτή της πατρίδας, για άλλους σημαίνουν πολλά, για άλλους λίγα έως ελάχιστα και για άλλους τα πάντα. Ο ελληνισμός για αυτούς που τον τιμούν και δεν τον εργαλειοποιούν για ιδιοτελείς σκοπούς επιτάσσει κάθε σκέψη και προσπάθεια που αποβαίνει επ’ εθνική ωφελεία. Ο πρέσβης, επί τιμή, κύριος Μαλλιάς κατέχει μια περίοπτη θέση στην χορεία των ανθρώπων που η εθνική εντελέχεια κινεί τη σκέψη τους, καταξιώνοντας τους στον δημόσιο χώρο.