«Στον Κήπο με τα Θηρία, ο Erik Larson αφηγείται την σκοτεινή περίοδο της ανόδου του Τρίτου Ράιχ και την πορεία για την εδραίωση του Αδόλφου Χίτλερ και του ναζιστικού κόμματος στην εξουσία. Το βιβλίο, που αποδίδει πειστικά το πορτρέτο ενός καθεστώτος το οποίο χρησιμοποιεί τη βαρβαρότητα και τον τρόμο για να επιβληθεί, δεν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Ο συγγραφέας δημιουργεί ένα χρονικό γεγονότων το οποίο βασίζεται σε αρχειακές πηγές λαμβάνοντας υπόψη καθιερωμένους τίτλους από τη διεθνή βιβλιογραφία για τον Εθνικοσοσιαλισμό, όπως και βιογραφίες και απομνημονεύματα, καθώς και πονήματα που ανασκευάζουν το σκοτεινό κλίμα της εποχής και αποδίδουν τα ιστορικά συγκείμενα. Ωστόσο, η εξιστόρηση έχει έντονα αφηγηματικά στοιχεία και τα πρόσωπα που αναφέρονται στο βιβλίο έχουν τη στόφα πρωταγωνιστών που αποδίδουν ρεαλιστικά έναν ρόλο. Παρά τον μεγάλο όγκο του, το βιβλίο που μοιάζει με ένα ”κομψό θρίλερ”, όπως εύστοχα είχε σημειώσει ο Philip Kerr στην παρουσίαση του βιβλίου του Larson στη Washington Post, διαβάζεται απνευστί».
Η ανανεωμένη έκδοση του βιβλίου του βραβευμένου δημοσιογράφου και ιστορικού Έρικ Λάρσον με τίτλο «Στον Κήπο με τα Θηρία» (εκδόσεις Μεταίχμιο, μετάφραση Ανδρέας Μιχαηλίδης), που κυκλοφόρησε πρόσφατα, με νέο εξώφυλλο και εμπλουτισμένο με πρόλογο -από όπου και το παραπάνω απόσπασμα- της Βασιλικής Γεωργιάδου, καθηγήτριας Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και διευθύντριας του Κέντρου Πολιτικών Ερευνών, αποτελεί, όπως έγραψαν οι Chicago Sun-Times, «Μια συναρπαστική αποτύπωση της πορείας μιας ολόκληρης κοινωνίας προς την τρέλα».
Σημείο εκκίνησης της αφήγησης είναι το Βερολίνο του 1933, όταν ο χαμηλών τόνων καθηγητής Γουίλιαμ Ντοντ φτάνει στην Ευρώπη από το Σικάγο, συνοδευόμενος από την οικογένειά του, ως ο νέος πρεσβευτής των ΗΠΑ στη Γερμανία. Είναι η περίοδος που ο Χίτλερ μηχανεύεται τρόπους για να εδραιώσει την κυριαρχία του και να απαλλαγεί από όσους στέκονται εμπόδιο στα σχέδιά του.
Η οικογένεια των Αμερικανών θα βρεθεί σε μια πόλη με τα πιο εντυπωσιακά και αβανγκάρντ κτίρια στον κόσμο, όπου τα θέατρα, οι συναυλιακοί χώροι και τα καφέ είναι κατάμεστα. Μέσα από τις καθημερινές συναναστροφές τους, τις δεξιώσεις, την μποέμικη ζωή και τις ερωτικές περιπέτειες της Μάρθας, της κόρης του πρέσβη -του πλέον μυθιστορηματικού προσώπου της οικογένειας- αποκαλύπτεται ένας κόσμος γεμάτος ενέργεια και αισιοδοξία.
Καθώς όμως γνωρίζουμε τους ανθρώπους του κοντινού περιβάλλοντος του Χίτλερ και την ανεκτική στάση των ξένων διπλωματών απέναντι στο καθεστώς, αρχίζει να ξεδιπλώνεται το εφιαλτικό πρόσωπο του Τρίτου Ράιχ: ένας φονικός σπασμός βίας θα βουτήξει την πόλη στο αίμα.
Ο Λάρσον δίνει μια πολύπλευρη οπτική των αποτρόπαιων γεγονότων που διαδραματίστηκαν στη ναζιστική Γερμανία μεταξύ του Ιουλίου 1933 και του Δεκεμβρίου 1937.
Όπως σημειώνει η κ. Γεωργιάδου «Το μέρος του βιβλίου που αφιερώνεται στη Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών της 30ής Ιουνίου 1934, στη διάρκεια της οποίας έλαβαν χώρα, με εντολή του Χίτλερ, μαζικές δολοφονίες και εκκαθαρίσεις στους κόλπους του NSDAP, υψηλόβαθμων στελεχών των SA, περιλαμβανομένου και του επικεφαλής τους Ερνστ Ρεμ, καθώς και αντιπάλων του Χίτλερ, είναι ιδιαιτέρως τεκμηριωμένο. Η ωμότητα με την οποία εξοντώθηκαν οι αντίπαλοι του Αδόλφου Χίτλερ -δυνητικοί ή υποτιθέμενοι–, η έκταση και η ένταση της βίας που είχε χαρακτηριστικά ”αιμοχαρούς μανίας” και ”διεστραμμένης εκδικητικότητας” δεν προκάλεσαν ωστόσο κάποιο ξεχείλισμα οργής, όπως ανέμενε ο Aμερικανός πρέσβης. Το καθεστώς δεν έπεσε, ο στρατός δεν επενέβη, o Reichspresident συνεχάρη τον Χίτλερ, οι κυβερνήσεις δεν ανακάλεσαν τις διπλωματικές αντιπροσωπείες τους...»
Το ενδιαφέρον είναι ότι το βιβλίο «προσφέρει πολλές πύλες εισόδου στη θεματική του ναζισμού・επιπλέον εστιάζει σε πτυχές που αξίζει να φωτιστούν περισσότερο: στην αμφίρροπη ελκυστικότητα του ολοκληρωτισμού και τη σαγήνη της βίας, στον βαθιά ενθυλακωμένο αντισημιτισμό στις ΗΠΑ, στις εκδοχές του φιλοναζισμού, κάποιες από τις οποίες επιβιώνουν μέχρι τις ημέρες μας».
Μία από αυτές αντικατοπτρίζεται με τον πιο σαφή τρόπο στο πρόσωπο της θυγατέρας Ντοντ: Η Μάρθα παρασύρθηκε «από την ”παραζάλη του καθεστώτος” που, όπως η ίδια ομολογεί στα απομνημονεύματά της, είχε επάνω της ”την ίδια επίδραση με το κρασί”».
Άλλωστε, όπως σημειώνει ο Λάρσον «δεν έχω προσπαθήσει να γράψω απλώς ένα ακόμη μεγάλο χρονικό της περιόδου. Ο στόχος μου ήταν πιο ενδόμυχος: η αποκάλυψη αυτού του κόσμου που ανήκει πια στο παρελθόν μέσα από τις εμπειρίες και την αντίληψη των δύο κύριων χαρακτήρων μου -ενός πατέρα και μίας κόρης- οι οποίοι φτάνοντας στο Βερολίνο ξεκίνησαν ένα ταξίδι ανακάλυψης, μεταμόρφωσης, και τελικά, ανείπωτης θλίψης».
Ακολουθεί απόσπασμα:
[…] Κάτω από την επιφάνεια, η Γερμανία είχε υποστεί μια ταχύτατη και σαρωτική επανάσταση, η οποία άγγιζε σε βάθος κάθε όψη της καθημερινότητας. Η επανάσταση είχε γίνει αθόρυβα και ως, επί το πλείστον, μακριά από την κοινή θέα. Στον πυρήνα της βρισκόταν μια κυβερνητική εκστρατεία που αποκαλούνταν Gleichschaltung –ήτοι «συντονισμός», δηλαδή η ευθυγράμμιση των πολιτών, των υπουργείων, των πανεπιστημίων, των πολιτισμικών και κοινωνικών θεσμών με τα πιστεύω και τις πρακτικές του εθνικού σοσιαλισμού.
Ο «συντονισμός» έλαβε χώρα με τρομακτική ταχύτητα, ακόμα και σε τομείς της ζωής που δεν επηρεάζονταν από συγκεκριμένους νόμους, καθώς οι Γερμανοί έθεταν εαυτούς οικειοθελώς υπό την επιρροή της ναζιστικής εξουσίας, ένα φαινόμενο που έγινε γνωστό ως Selbstgleichschaltung, ή «αυτοσυντονισμός». Η αλλαγή επήλθε στη Γερμανία τόσο γρήγορα και τόσο εκτεταμένα, ώστε οι γερμανοί πολίτες που είχαν φύγει για επαγγελματικά ταξίδια ή ταξίδια αναψυχής στο εξωτερικό επέστρεφαν και έβρισκαν τα πάντα γύρω τους αλλαγμένα – λες και ήταν χαρακτήρες σε ταινία τρόμου οι οποίοι γύριζαν και ανακάλυπταν ότι όλοι οι άνθρωποι που ήταν κάποτε φίλοι, πελάτες ή ασθενείς τους είχαν υποστεί μια δυσδιάκριτη μετάλλαξη. Μια σοσιαλίστρια, η Γκέρντα Λάουφερ, έγραψε ότι «είχε ταραχτεί πολύ βλέποντας ανθρώπους που θεωρούσε φίλους, που γνώριζε για πολλά χρόνια, να αλλάζουν από τη μια στιγμή στην άλλη».
Οι γείτονες γίνονταν δύστροποι, η ζήλια γι’ ασήμαντα πράγματα οδηγούσε σε καταγγελίες στα SA -τα Τάγματα Εφόδου- ή στη νεοϊδρυθείσα Geheime Staatspolizei, που τότε μόλις άρχιζε να γίνεται γνωστή με το ακρωνύμιο Γκεστάπο (GEheime STAatsPOlizei) - το επινόησε ένας υπάλληλος του ταχυδρομείου, προσπαθώντας να βρει έναν πιο εύκολο τρόπο αναφοράς στην υπηρεσία.
Δύο στοιχεία συνέβαλαν στη δημιουργία της αντίληψης ότι η Γκεστάπο ήταν σατανική και πανταχού παρούσα: πρώτον, ένα πολιτικό κλίμα όπου η απλή κριτική κατά της κυβέρνησης μπορούσε να οδηγήσει σε σύλληψη και, δεύτερον, ένας πληθυσμός, όχι απλώς πρόθυμος να συντονιστεί, αλλά έτοιμος να χρησιμοποιήσει τις ναζιστικές ευαισθησίες για να ικανοποιήσει τις προσωπικές του ανάγκες και να λύσει τις καθημερινές του διενέξεις.
Μια μελέτη των ναζιστικών αρχείων αποκάλυψε ότι, σε ένα δείγμα 213 καταγγελιών, το 37% στην πραγματικότητα δεν σχετιζόταν με τις φανατικές πολιτικές απόψεις, αλλά με προσωπικές διαμάχες των οποίων η αφορμή ήταν συνήθως τρομακτικά επουσιώδης. Για παράδειγμα, τον Οκτώβριο του 1933, ο υπάλληλος ενός μπακάλικου κατέδωσε έναν πελάτη που είχε επιμείνει πεισματικά ότι του όφειλαν ρέστα. Ο υπάλληλος τον κατηγόρησε ότι δεν πλήρωνε τους φόρους του. Οι Γερμανοί κατέδιδαν ο ένας τον άλλο με τόση προθυμία, ώστε οι ανώτεροι αξιωματούχοι των ναζί τούς συμβούλεψαν να επιδεικνύουν μεγαλύτερη σύνεση σχετικά με τις συνθήκες που δικαιολογούσαν μια αναφορά στην αστυνομία. […]
Το πιο εμφανές χαρακτηριστικό του Συντονισμού ήταν ο χιτλερικός χαιρετισμός, ή Hitlergruss. Ήταν κάτι αρκετά καινούργιο για τον έξω κόσμο, ώστε ο γενικός πρόξενος Μέσερσμιθ να αφιερώσει σε αυτό μια ολόκληρη αναφορά με ημερομηνία 8 Αυγούστου 1933. Ο χαιρετισμός αυτός, έγραψε, δεν είχε κανένα σύγχρονο προηγούμενο, με εξαίρεση τον στρατιωτικό χαιρετισμό παρουσία ανώτερων αξιωματικών. Αυτό που καθιστούσε την πρακτική αυτή πρωτοφανή ήταν ότι υποχρέωνε όλους τους πολίτες να χαιρετούν, ακόμα και στις πιο ασήμαντες περιστάσεις. Οι μαγαζάτορες χαιρετούσαν τους πελάτες. Τα παιδιά έπρεπε να χαιρετούν τους δασκάλους τους πολλές φορές την ημέρα. Καθιερώθηκε ένα νέο έθιμο σύμφωνα με το οποίο στο τέλος των θεατρικών παραστάσεων το κοινό όφειλε να σηκωθεί και, εκτελώντας τον χιτλερικό χαιρετισμό, να τραγουδήσει πρώτα τον γερμανικό εθνικό ύμνο, «Deutschland uber Alles», και έπειτα τον ύμνο των SA, «Horst Wessel Lied», το «Τραγούδι του Χορστ Βέσελ», ο οποίος είχε ονομαστεί έτσι προς τιμήν του συνθέτη του, ενός κακοποιού των SA που είχαν σκοτώσει οι κομμουνιστές, αλλά που η ναζιστική προπαγάνδα είχε αναδείξει σε ήρωα. Το γερμανικό κοινό είχε ενστερνιστεί σε τέτοιον βαθμό τον χαιρετισμό, ώστε να δημιουργείται ένα σχεδόν κωμικό θέαμα, ειδικά στα δημόσια κτίρια όπου όλοι, από τον πιο ταπεινό κλητήρα μέχρι τους ανώτατους αξιωματούχους, περνούσαν τη μέρα τους κραυγάζοντας «Heil» […].