Ευτυχώς, η πολιτική στρατηγική του φόβου που κλιμακώνεται ενόψει των εκλογών γίνεται πλέον ευρύτερα αντιληπτή από την ελληνική κοινωνία. Οι αλλεπάλληλες απώλειες των πολιτών καθιστούν όλο και δυσκολότερη την εξαπάτησή τους.
Μετά την υπογραφή του μνημονίου, η Ελλάδα απαξιώθηκε, απομονώθηκε και μετατράπηκε σε εργαστήρι εφαρμογής ακραίων πολιτικών λιτότητας. Το «πείραμα» αυτό οδήγησε έξι εκατομμύρια τριακόσιες χιλιάδες ανθρώπους να ζουν σε κατάσταση φτώχειας ή υπό την απειλή της, σύμφωνα με την έκθεση του 2014 του Γραφείου Προϋπολογισμού Κράτους της Βουλής. Η μεσαία τάξη κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος, οι φτωχοί έγιναν φτωχότεροι, οι πλούσιοι πλουσιότεροι και η κοινωνική ανισότητα εντάθηκε με τον πλούτο να συγκεντρώνεται σε μια ελάχιστη μειοψηφία.
Με τα συνεχή, βίαια και απρόβλεπτα μέτρα επιδιώχθηκε η ψυχική εξουθένωση και η υποταγή των πολιτών, ώστε να αφήσουν την τύχη τους στην πολιτική και οικονομική εξουσία μιας ολιγαρχίας και μιας ομάδας διεθνών γραφειοκρατών που έδιναν οδηγίες για την επίτευξη του λογιστικού πλεονάσματος.
Παράλληλα, με τη στοχοποίηση των πλέον κοινωνικά ευάλωτων ομάδων, ενίσχυσαν την πολιτική καταστολής ως μέσο «προστασίας» των πολιτών αλλά και επίδειξης ισχύος απέναντι σε κάθε μορφής αντίδραση.
Δημιουργήθηκε έτσι για τους πολίτες μια κατάσταση εσωτερικευμένης καταπίεσης, ώστε, ενώ υφίστανται τις δραματικές επιπτώσεις της λιτότητας, να δέχονται άκριτα κάθε μέτρο που επιβάλλεται, για να μην έρθουν τα χειρότερα. Οι απολύσεις, οι μειώσεις, οι περικοπές και η εκποίηση της δημόσιας περιουσίας μετονομάστηκαν σε μεταρρυθμίσεις για το δικό τους καλό. Επίσης, μοιράζοντας την ευθύνη για την κρίση σε διάφορες ομάδες, επαγγελματικές, συνδικαλιστικές κ.ά., ενισχύθηκε η ενοχοποίηση ενός ολόκληρου λαού. Σε αυτό το πλαίσιο κάθε αντίλογος, κάθε αντίσταση, κάθε διεκδίκηση επιβαρύνει τη θέση της χώρας και μπορεί να επιφέρει τα χειρότερα. Σε αυτό το πλαίσιο συρρικνώθηκε το κοινωνικό κράτος, ξηλώθηκαν οι νόμοι για την προστασία των εργαζομένων, παραβιάστηκαν τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Με την καλλιέργεια της εσωτερικευμένης καταπίεσης που συνοδεύεται από συναισθήματα ντροπής, φόβου, παραίτησης, απομόνωσης -ακόμη και από έκφραση ευγνωμοσύνης προς τους «σωτήρες» που καταφέρνουν να συντηρήσουν μια κατάσταση οριακής επιβίωσης για τους πολίτες- επιτυγχάνεται η αδράνεια και η εξάλειψη της προσδοκίας και της ελπίδας για ανατροπή και αλλαγή πορείας.
Στα πρόθυρα της κάλπης χρειάζεται να αναλογιστεί κανείς ποιες είναι οι πραγματικές αιτίες που οδήγησαν τη χώρα μας στην κρίση. Ποιους πλήττουν και ποιους ωφελούν οι πολιτικές λιτότητας που εφαρμόζονται στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη και αλλού. Γιατί το όραμα για μια καλύτερη ζωή και μια δίκαιη κοινωνία είναι απαγορευμένο, για να μην καταστραφεί η χώρα.
Ο λαός έχει την υπέρτατη ευθύνη που είναι κατά τη δημοκρατία οι εκλογές. Καλείται να τοποθετηθεί απέναντι στις πολιτικές που εφαρμόζονται για την έξοδο από την κρίση, να εγκρίνει τη συνέχισή τους, να τις αμφισβητήσει ή να τις απορρίψει. Μπροστά σε μια αλλαγή, σε μια νέα κατάσταση, υπάρχει πάντα η ανησυχία, υπάρχει όμως και η ελπίδα. Το σίγουρο είναι ότι η διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης ως μονόδρομου μόνο δεινά έχει επιφέρει και όσο διαιωνίζεται τόσο περισσότερες απώλειες μετράμε. Το ενδεχόμενο της αποτυχίας μιας διαφορετικής διακυβέρνησης της χώρας από την αριστερά, μπορεί να φοβίζει κάποιους και να τους καθιστά αναποφάσιστους. Η ενδεχόμενη επιτυχία της ωστόσο, φοβίζει περισσότερο όσους καλλιεργούν τον πολιτικό φόβο.