Ο νομικός μελετητής του Κυπριακού Προβλήματος αναπόδραστα διαπιστώνει πως αυτό αποτελείται από ένα συνονθύλευμα γεγονότων στην πλειοψηφία των οποίων το Διεθνές Δίκαιο είτε στρεβλώθηκε ή, στις καλύτερες των περιπτώσεων, διέφυγε εφαρμογής. Κανόνες "jus cogens" έτυχαν παραμερισμού ή θυματοποίησης, στο πλαίσιο της διάχυτης σύγκρουσης του Διεθνούς Δικαίου με τις διεθνείς σχέσεις και την πολιτική επιστήμη καθ' όλη τη διάρκεια ύπαρξης του Κυπριακού, μια σύγκρουση απορρέουσα από τον συσχετισμό ισχύος των εμπλεκομένων μερών κατά τις δεδομένες χρονικές συγκυρίες. Εντούτοις, υπάρχει ένας τομέας - χωρίς να παραγνωρίζεται η ίδια αδήριτη ανάγκη και σε άλλους τομείς - όπου δε νοείται επανάληψη της διάζευξης του Διεθνούς Δικαίου από την οιαδήποτε πολιτική ρύθμιση αντικαταστήσει το σημερινό status quo: ο τομέας της ασφάλειας.
Στον πυρήνα της εν λόγω πτυχής του Προβλήματος υπήρξε η εκχώρηση επεμβατικών δικαιωμάτων σε τρίτα Κράτη από την Κυπριακή Δημοκρατία δια της Συνθήκης Εγγυήσεως. Η Συνθήκη βρέθηκε από νωρίς στο επίκεντρο της νομικής αντιπαράθεσης ελληνικής και τουρκικής πλευράς σε επίπεδο Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Από τις διαταραχές του 1963-1964 η Συνθήκη έτυχε καταχρηστικής ερμηνείας από την τουρκική πλευρά με αφορμή, ως συνήθως, τις δικές μας κοντόφθαλμες και σπασμωδικές πολιτικές κινήσεις. Η τουρκική ερμηνεία του άρθρου IV της Συνθήκης οδήγησε στην πτήση των μαχητικών της στις 25/12/63, με την Κύπρο (υπό τον έλεγχο της ελληνικής της κοινότητας) να προσφεύγει στο Σ.Α. και να ισχυρίζεται όχι μόνο την πρόσκρουση της πιθανής χρήσης βίας εκ μέρους της Τουρκίας προς το άρθρο 2(4) του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ αλλά και την ίδια την ακυρωσιμότητα της Συνθήκης ένεκα παραβίασης της από τις ενέργειες της Τουρκίας στο πλαίσιο της στρατοπέδευσης των εγγυητριών δυνάμεων στην επικράτεια της Κύπρου.
Τον Αύγουστο του 1964, η Τουρκία παρουσίασε τις τότε ενέργειες της ως συμβαδίζουσες με το Διεθνές Δίκαιο και ως άσκηση του δικαιώματος αυτοάμυνας υπό το Άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη και το εθιμικό Διεθνές Δίκαιο. Αν η εν λόγω αντιπαράθεση λάμβανε χώρα σήμερα, είναι πολύ πιθανό η Τουρκία να προωθούσε τη θέση της βάσει του κανόνα της ευθύνης για προστασία (R2P) της τουρκικής Κοινότητας στην Κύπρο, στα πρότυπα επίκλησης της αρχής αυτής από τη Ρωσία στην περίπτωση της Κριμαίας. Στα πλαίσια της ίδιας νομικής σύγκρουσης, η Κύπρος επιδόθηκε σε επιχειρηματολογία υπαναχώρησης από την Συνθήκη Εγγυήσεως, την οποία θεωρούσε πλέον άκυρη ως προϊόν μιας έννομης τάξης η οποία επιβλήθηκε στον κυπριακό λαό, όπως αναδεικνύεται και στην καταγραφή θέσεων που πραγματοποίησε ο Galo Plaza στην έκθεση του (1965).
Η Συνθήκη όμως έμελλε να αποτελέσει νομική δεξαμενή από την οποία οι τουρκικοί σχεδιασμοί θα αντλούσαν τη νομική επιχειρηματολογία τους και εν σχέσει με την στρατιωτική εισβολή του 1974. Η τουρκική πλευρά διατύπωσε κατ' επανάληψη τον ισχυρισμό πως η Συνθήκη Εγγυήσεως θεωρήθηκε ισχύουσα καθ' όλο τον ουσιώδη χρόνο από όλα τα Συμβαλλόμενα Κράτη και ως εκ τούτου την επικαλέστηκε και πάλι για να εισβάλει στρατιωτικά στην Κύπρο με αφορμή την ανατροπή της συνταγματικής τάξης από τους άφρονες πραξικοπηματίες. Η Κυπριακή Δημοκρατία συνέχισε να αντικρούει το νομικό περιτύλιγμα της τουρκικής χρήσης βίας εμμένοντας στην ακυρότητα της Συνθήκης αλλά και την παρανομία των τουρκικών ενεργειών υπό το Διεθνές Δίκαιο και την υπερίσχυση της παραβίασης των σχετικών κανόνων του έναντι της οποιασδήποτε πρόνοιας σε πολυμερή διεθνή σύμβαση.
Βέβαια, όπως είναι καλά γνωστό, τα ανωτέρω δεν χρησίμευσαν παρά μόνο ως τοποθετήσεις αντιπαράθεσης ενώπιον του Σ.Α. και της έγκρισης των καταδικαστικών για την Τουρκία ψηφισμάτων του σώματος αυτού, τα οποία εν πολλοίς ουδέποτε εκτελέστηκαν. Αυτή η εξέλιξη άλλωστε καταδεικνύει την αδυναμία και ισχνότητα του Διεθνούς Δικαίου που αναφέρθηκε ανωτέρω, ελλείψει μάλιστα ενός ένδικου σώματος στο οποίο να μπορούμε να αποταθούμε - χωρίς την θεληματική υπαγωγή και της Τουρκίας στην δικαιοδοσία του τουλάχιστον - και του οποίου οι αποφάσεις να μπορούν να τύχουν εκτέλεσης.
Η Συνθήκη Εγγυήσεως υπήρξε συνεπώς το «όχημα» δια του οποίου εκδηλώθηκε η έκνομη και εκτός κάθε κανόνα Διεθνούς Δικαίου συμπεριφορά της Τουρκίας. Συνεπακόλουθα, η υποθήκευση της ασφάλειας του οποιουδήποτε υποκειμένου Διεθνούς Δικαίου προκύψει (τόσο σε περίπτωση μετεξέλιξης του υφισταμένου όσο και σε άλλη περίπτωση) από πιθανή διευθέτηση του Κυπριακού και η εκχώρηση επεμβατικών δικαιωμάτων σε τρίτα Κράτη επί της κυριαρχίας του με το πρόσχημα της εγγύησης της συνταγματικής τάξης ή της ασφάλειας ενός εκ των συνιστούντων μερών του (είτε μιλούμε για συνιστώσα πολιτεία ή για κοινότητα) ενδέχεται να διακυβεύσει την ίδια την προοπτική της βιωσιμότητας της οποιασδήποτε συνολικής διευθέτησης.
Αναντίλεκτα βέβαια έχουν παρεισφρήσει στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων οι ανησυχίες της τουρκικής πλευράς στο θέμα της ασφάλειας, σε σημείο που δυστυχώς δύσκολα μπορούμε να τις παραμερίσουμε λόγω του σθένους της προώθησης τους και της ανταπόκρισης που βρίσκουν διαχρονικά στην Διεθνή Κοινότητα. Συνεπώς, εναλλακτικές λύσεις θα πρέπει να εκπονηθούν. Λύσεις οι οποίες θα κινούνται στα πλαίσια της διεθνούς νομιμότητας, θα συμβαδίζουν με την έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα διασφαλίζουν την βιωσιμότητα του οποιουδήποτε μηχανισμού εξασφάλισης της πολιτικής σταθερότητας και της άσκησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων του κράτους.
Χωρίς να απαιτείται εμβάθυνση στις πιθανές εναλλακτικές οδούς για ικανοποίηση των ανησυχιών στον τομέα της ασφάλειας από οποιαδήποτε πλευρά, μια οφθαλμοφανής λύση είναι η αξιοποίηση των μηχανισμών της Ε.Ε. στον ίδιο τομέα. Στη νέα εποχή που επέφερε η Συμφωνία Berlin Plus και κυρίως μετά από την μεταρρύθμιση του σχετικού πυλώνα της Ε.Ε. από την Συνθήκη της Λισσαβόνας, καθίσταται δυνατή η τοποθέτηση στρατευμάτων στην Κύπρο, υπό την μορφή εγγύησης της ομαλής λειτουργίας των πρώτων χρόνων μιας νέας συνταγματικής διάταξης δια της χρήσεως της ΝΑΤΟϊκής υποδομής. Είναι δε δυνατόν, στα πλαίσια της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας της Ε.Ε., να αναπτυχθούν τέτοιες δυνάμεις από την ίδια την Ε.Ε. χρησιμοποιώντας την ίδια την υποδομή του ΝΑΤΟ (βάσει του δικαιώματος «άρνησης» του τελευταίου να το πράξει). Μια τέτοια εξέλιξη θα σήμαινε την καταλυτική εμπλοκή της Ε.Ε. στην επίλυση του Κυπριακού, για το κρίσιμο μεταβατικό στάδιο τουλάχιστον, εξουδετερώνοντας μάλιστα κάθε εύλογη ή μη ανησυχία αλλά και κάθε πιθανό επιχείρημα το οποίο θα εμμένει στην εγγυητική δομή του '60 και την ύπαρξη «εγγυητριών» δυνάμεων σε μια νέα κατάσταση πραγμάτων.