Εν αναμονή του σχεδίου νόμου για τη δημόσια υγεία, ο αρμόδιος Υπουργός Βασίλης Κικίλιας έδωσε το στίγμα των πρωτοβουλιών της κυβέρνησης, σε πρόσφατη συνέντευξή του στο Βήμα τη Κυριακής. Αναφέρθηκε στην ανάγκη προσανατολισμού του Συστήματος Υγείας στην πρόληψη, στη διασφάλιση της πρόσβασης των πολιτών στον προσυμπτωματικό έλεγχο για παθήσεις που συνιστούν εξέχουσες αιτίες νοσηρότητας και πρώιμης θνησιμότητας, στην αντιμετώπιση συμπεριφορικών παραγόντων υψηλού ρίσκου όπως το κάπνισμα και η κακή διατροφή, καθώς και στην ανοσοποίηση ευάλωτων ομάδων, μέσω του εμβολιαστικού προγράμματος.
Ασφαλώς δεν είναι η πρώτη φορά που μία ελληνική κυβέρνηση αποπειράται να αναπτύξει ένα συμπαγές και αποτελεσματικό πυλώνα δημόσιας υγείας. Κατά τις προηγούμενες δεκαετίες έχουν προηγηθεί αντίστοιχα φιλόδοξα εγχειρήματα, τα οποία είτε εφαρμόστηκαν ανεπιτυχώς, είτε παρέμειναν ανενεργά νομοθετήματα. Όπως στους περισσότερους τομείς των πολιτικών υγείας, η αμηχανία του αναλυτή έγκειται στο γεγονός ότι προσκρούει σε μία σειρά από αυτονόητες παραδοχές, οι οποίες ωστόσο εξακολουθούν να παραμένουν ζητούμενα στην ιδιότυπη ελληνική πραγματικότητα.
Αυτονόητο 1ο: Απαιτείται χρηματοδοτική ανασυγκρότηση του υγειονομικού τομέα, στην κατεύθυνση της αποκατάστασης της ισορροπίας ανάμεσα στη δημόσια υγεία και την ιατρική περίθαλψη. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία του ΟΟΣΑ, η χώρα μας διαθέτει μόλις το 1,3% των δαπανών για την υγεία στην πρόληψη, καταλαμβάνοντας μία από τις τελευταίες θέσεις των κρατών μελών του οργανισμού.
Αυτονόητο 2ο: Η προαγωγή της πρόληψης είναι μέρος της εθνικής απάντησης για τον περιορισμό της επίπτωσης των κύριων αιτιών θνησιμότητας. Περίπου 4 στους 10 θανάτους το 2018 οφείλονταν σε νοσήματα του κυκλοφορικού συστήματος, 1 στους 4 σε νεοπλασίες και 1 στους 10 σε παθήσεις του αναπνευστικού. Κοινό παρονομαστή των παραπάνω αιτίων αποτελεί η έλλειψη ενός ολιστικού πλέγματος θετικής μεταβολής συμπεριφορικών παραγόντων όπως η διατροφή, η άσκηση και ο περιορισμός του καπνίσματος.
Αυτονόητο 3ο: Απαιτείται ένα νέο μείγμα πολιτικής για την υγεία στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τη EuroStat, το 2018 το 21,9% του πληθυσμού ήταν ηλικίας άνω των 65%, ενώ το 2050 το αντίστοιχο ποσοστό θα αγγίξει το 36,5%. Επίσης, 1 στους 4 πολίτες ζει με τουλάχιστον μία χρόνια πάθηση. Την ίδια στιγμή, η συνολική χρηματοδότηση για την υγεία συρρικνώθηκε κατά 33% μέσα σε 8 χρόνια (από τα 22,5 δις ευρώ το 2009, στα 14,9 το 2017). Η μετατόπιση του κέντρου βάρους του συστήματος από τη διαχείριση της ασθένειας στην πρόληψη, θα εξοικονομήσει πόρους αναγκαίους για την αντιμετώπιση των παραπάνω προκλήσεων.
Αυτονόητο 4ο: Η χάραξη και υλοποίηση ενός ολοκληρωμένου στρατηγικού σχεδιασμού οφείλει να δομηθεί πάνω στη στέρεη βάση μετρήσιμων δεδομένων και τεκμηρίωσης. Η εξαγγελία του κ. Κικίλια για τη δημιουργία του μητρώου εμβολιασμών και τη διασύνδεσή του με τον ατομικό ηλεκτρονικό φάκελο υγείας κινείται στη σωστή κατεύθυνση. Αντίστοιχα, η συστηματική καταγραφή και ανάλυση δεδομένων και δεικτών θα πρέπει να αποτελέσει τον κεντρικό μοχλό χάραξης, υλοποίησης και αξιολόγησης των πολιτικών υγείας.
Αυτονόητο 5ο: Ένα εθνικό πρόγραμμα για τη δημόσια υγεία οφείλει να αποτελεί τη βάση μίας συνολικής μεταρρύθμισης στον τομέα της υγείας και όχι ένα αποσπασματικό και μεμονωμένο μέτρο. Οι απαιτούμενες πολιτικές για την ενίσχυση της πρωτοβάθμιας φροντίδας, το νοσοκομειακό περιβάλλον και το φάρμακο αποτελούν τους κρίκους της αλυσίδας ενός αποτελεσματικού και βιώσιμου υγειονομικού συστήματος. Η εφαρμογή ενός εθνικού σχεδιασμού για τη δημόσια υγεία παράγει αποτελέσματα οριζόντια για τους παραπάνω άξονες, απελευθερώνοντας ζωτικό χώρο και πόρους. Στη βάση αυτή, το πρόγραμμα οφείλει να αναπτυχθεί στη βάση μίας διαλογικής σχέσης ανατροφοδότησης με τους υπόλοιπους τομείς του υγειονομικού χάρτη. Σε διαφορετική περίπτωση, κινδυνεύει να αποδειχθεί θνησιγενές εν τη γενέσει του.
Στη συνέντευξή του στο Βήμα της Κυριακής ο κ. Κικίλιας έκανε μνεία στις προηγούμενες απόπειρες μεταρρύθμισης στο πεδίο της δημόσιας υγείας κατά την τελευταία εικοσαετία. Πρόκειται ακριβώς για την πρώτη ύλη από την οποία η παρούσα κυβέρνηση καλείται να εξάγει διδάγματα για το μείγμα πολιτικής που θα εφαρμόσει.
Με το νόμο 2519/1997 επί υπουργίας Γείτονα, επιχειρήθηκε η οργάνωση και λειτουργία υπηρεσιών δημόσιας υγείας σε όλες τις περιφέρειες, με κεντρικό συντονισμό και με την περιγραφή ενός πλήρους οργανογράμματος που προωθούσε διατομεακές και διεπιστημονικές συνεργασίες. Ο νόμος 3172/2003 του Κώστα Στεφανή συγκρότησε το Εθνικό Συμβούλιο Δημόσιας Υγείας και προσδιόρισε τους φορείς, τους τομείς και τα επίπεδα της Διοίκησης που έχουν την ευθύνη για την εφαρμογή των σχετικών πολιτικών. Τέλος, με το νόμο 3370/2005 επί υπουργίας Νικήτα Κακλαμάνη, καθορίστηκε η εθνική στρατηγική, ιδρύθηκε η Γενική Γραμματεία Δημόσιας Υγείας και ενισχύθηκε ο ρόλος του Εθνικού Συμβουλίου ως Ανεξάρτητης Αρχής.
Γιατί τελικά καμία από αυτές τις νομοθετικές παρεμβάσεις δεν κατάφερε να εγκαθιδρύσει ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο προαγωγής της δημόσιας υγείας στη χώρα; Η υλοποίηση ενός μακροπρόθεσμου σχεδιασμού απαιτεί συγκεκριμένη κοστολόγηση, μετρήσιμους δείκτες και διαδικασίες αξιολόγησης. Στις αναγκαίες αυτές συνθήκες θα πρέπει επίσης να περιληφθεί η συνέχεια του κράτους και η κατά το δυνατόν διακομματική συναίνεση για την εφαρμογή μέτρων που θα βασίζονται στην επιστημονική τεκμηρίωση περί αποτελεσματικότητας των εργαλείων και αποδοτικότητας χρήσης των πόρων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το Εθνικό Στρατηγικό Σχέδιο για τη Δημόσια Υγεία που εκπονήθηκε μόλις το Μάϊο του 2019 επί υπουργίας Ανδρέα Ξανθού. Ανεξάρτητα από το περιεχόμενό του, ασφαλώς το πόνημα δεν εφαρμόστηκε ποτέ καθώς μεσολάβησαν εθνικές εκλογές και αλλαγή της κυβέρνησης, η οποία θα προτείνει μέσα στις επόμενες ημέρες το δικό της μείγμα πολιτικής. Ωστόσο, οποιοδήποτε και να είναι το προτεινόμενο μοντέλο, θα αποδειχθεί και αυτό με τη σειρά του ανεπαρκές όπως τα προηγούμενα, αν συνολικά ως κράτος και ως κοινωνία δεν υπογράψουμε ένα κοινωνικό συμβόλαιο για τη δημόσια υγεία πέρα και πάνω από κομματικούς ανταγωνισμούς, πέρα και τώρα από ορισμένους βραχυπρόθεσμους στόχους. Γιατί στη δημόσια υγεία απαιτείται όραμα και όχι διαχείριση.