Η προσφάτως προβληθείσα διεκδικητική παρέμβαση πολιτικής του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών περί αποστρατικοποίησης των νήσων του Αιγαίου εκ πρώτης όψεως δεν διατυπώνει μια καινούργια ή καινοφανή αντίληψη πολιτικής ως προς τις τουρκικές διεκδικήσεις στον αιγαιακό χώρο και ευρύτερα την ελληνική επικράτεια. Υπογραμμίζεται πως η τουρκική πολιτική διακρίνεται από ενιαία γραμμή, που στην πορεία των χρόνων και των επεισοδίων δεν διαφοροποιείται μεταξύ κυβερνητικής γραμμής και αντιπολιτευομένων θέσεων.
Είναι γνωστό πως το τουρκικό πολιτικό σύστημα, όντας στρατοκρατικά και αυταρχικά κυριαρχούμενο δεν λειτουργεί σε καμία περίπτωση ως δημοκρατικό, κοινοβουλευτικό κρατικό μόρφωμα, αλλά ως δομή συνάδουσα προς την του ενός ανδρός αρχή, δηλαδή την κυριαρχία του Ερντογάν ως συστήματος στην κρατική οντότητα. Επομένως, το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών, όντας παράγων ενταγμένος στο ερντογανικό πλαίσιο κυριαρχίας, δηλώνοντας τα ανωτέρω εκπέμπει ουσιαστικά την διεκδικητική βούληση του συστήματος εξουσίας της Άγκυρας έναντι της ελληνικής επικράτειας. Αυτό σημαίνει πως οι εξελίξεις το επόμενο χρονικό διάστημα δεν μπορεί να είναι απαλλαγμένες ενεργού παρεμβατικών διεκδικήσεων της Άγκυρας.
Το γεγονός λοιπόν ότι η Τουρκία κινείται στο πλαίσιο μιας αντίληψης της μεγάλης εικόνας, που δεν παραπέμπει μόνο στο Αιγαίο, αλλά σε ολόκληρη την νοτιοανατολική Μεσόγειο, της Κύπρου μη υπολειπομένης, σημαίνει πως η Τουρκία κινείται σε βηματισμούς αντιπερισπασμού στην ευρύτερη περιοχή της Κύπρου, επιχειρώντας να προχωρήσει σε γεωτρήσεις αμφισβήτησης της κυπριακής κυριαρχίας, ενώ ακολουθώντας παράλληλα την παλαιόθεν υφιστάμενη θεωρία των Δυόμιση Πολέμων, πιθανότατα θα προχωρήσει και σε ενέργειες ενεργού αμφισβήτησης της ελληνικής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης στην ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου, της Δωδεκανήσου μη υπολειπομένης.
Ο πραγματικός στόχος της Τουρκίας συνίσταται σε μια εκ βάθρων αναθεώρηση των Συνθηκών, που διέπουν το πολιτικό και πολιτειακό πλαίσιο συνύπαρξης των δύο κρατών στις κατά ταύτα δύο άκρες του Αιγαίου. Η Τουρκία θεωρεί πως η Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης του 1923 πρέπει να «εκσυγχρονισθεί» αναθεωρητικά, επικαιροποιούμενη κατά τα λεγόμενα του Ερντογάν και κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα τον Δεκέμβριο 2017, όσο και η Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων του 1947, στην οποία ειρήσθω εν παρόδω δεν είχε, ούτε και θα μπορούσε να είχε κανένα λόγο η Τουρκία ως μη ενταγμένη στις νικήτριες δυνάμεις του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Άγκυρα, δεδομένης της θέλησής της για αναθεώρηση των συνθηκών, που διέπουν τις σχέσεις των δύο κρατών, παραβιάζει συστηματικά και καθόλου τυχαία την ελληνική επικράτεια σε όλες της τις εκφάνσεις.
Ήδη από την εποχή της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, η Τουρκία θέτει θέμα Αιγαίου, δηλαδή διεκδικητικής προβολής προς το Αιγαίο, όπου και συνέπηξε κατά το 1975 προς τον σκοπό αυτό, την Τέταρτη Στρατιά, επονομαζόμενη Στρατιά του Αιγαίου, την οποία και παρέταξε έναντι των ελληνικών ακτών.
Το διεθνές δίκαιο επιβάλλει στα κράτη που απειλούνται, όπως εν προκειμένω συμβαίνει με την Άγκυρα, η οποία απειλεί προδήλως την Αθήνα, να οργανώνουν το πλαίσιο και τις συνθήκες υπεράσπισης του χώρου και της χώρας. Τούτο συνιστά εν είδει jus cogens, τουτέστιν συνθήκη αναγκαστικού δικαίου που υπερβαίνει τις κατά ταύτα συμβατικές ρυθμίσεις στις σχέσεις των κρατών και υποχρεώσεις έναντι του διεθνούς συστήματος. Επομένως, δεδομένης της ανέκαθεν ορατής και θορυβωδώς προβαλλομένης τουρκικής απειλής, η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη, μόνη και μετά συμμάχων, να οργανώνει την άμυνά της και να σχεδιάζει την αποτρεπτική πολιτική της χώρας έναντι παντός επιβουλεύοντος την ακεραιότητα και την παρουσία του κράτους στον κόσμο.
Εν προκειμένω, η ελληνική θέση στηρίζεται στο δικαίωμα της νόμιμης άμυνας, που συνιστά την έσχατη και ταυτόχρονα προεξάρχουσα υποχρέωση κάθε κράτους να υπερασπίζεται την ύπαρξη, την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία του, το οποίο συνάδει, όχι μόνο προς την κατά τα ανωτέρω φυσική υποχρέωση των κρατών, αλλά παραπέμπει και σε σαφή διατύπωση του άρθρου 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, που επιβάλλει στα κράτη, να είναι σε θέση ανά πάσα στιγμή να αμύνονται νομίμως κατά πάσης έξωθεν επιβουλής. Αυτό συμβαίνει και εν προκειμένω με μια διαρκώς, δηλαδή αδιαλείπτως προβαλλόμενη τουρκική διεκδικητική απειλή, συνιστώμενη και με casus belli έναντι της ελληνικής επικράτειας, θαλάσσιας και χερσαίας, ηπειρωτικής ή νησιωτικής.
Τυχόν αποστρατικοποίηση, που αποτελεί μόνιμη διεκδίκηση της τουρκικής πλευράς, θα οδηγούσε σε αποδυνάμωση της εν τοις πράγμασι υφιστάμενης ελληνικής κυριαρχίας στην αιγαιακή και νοτιομεσογιακή λεκάνη της ελληνικής επικράτειας, πράγμα που θα επιτρέψει στην Τουρκία να επαναλάβει κατά τα ειωθότα το προηγούμενο της ουδετεροποίησης και εν τελεί προσάρτησης των ελληνικών νήσων Ίμβρου και Τενέδου.
Η ουδετεροποίηση παραπέμπει σε πλήρη αφοπλισμό της περιοχής και ενίσχυση της τουρκικής κατακτητικής στρατηγικής. Υπογραμμίζεται πως η Τουρκία αποσκοπεί στην συρρίκνωση της ελληνικής επικράτειας, τον περιορισμό και εγκλωβισμό της σε μια χερσαία έκταση και την στέρησή της από τον πνεύμονα και το στρατηγικό της προπύργιο, που παραπέμπει στο Αιγαίο, που συνδέει την Ελλάδα με την Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή.
Έτι περαιτέρω, σε μια ενδεχόμενη στρατηγική συνένωση του χώρου μεταξύ Ελλάδος, Κύπρου, Ισραήλ και Αιγύπτου, η Τουρκία θα υποστεί μια περικύκλωση, που θα παραπέμπει στην οπτική της τουρκικής ηγεσίας της δεκαετίας του 1950, η οποία έκτοτε αδιαλείπτως υφίσταται ως αντίληψη πολιτικής, που υπογραμμίζει τον φόβο της περικύκλωσης και της δημιουργίας συνθηκών «πνιγμού» εν είδει ασφυξίας για το τουρκικό πολιτικό σύστημα, το οποίο θα έχανε κατ’ αυτό τον τρόπο τις διεξόδους του προς το Αιγαίο και την Μεσόγειο.
Η εν εξελίξει ευρισκόμενη παραγγελία των S400 παραπέμπει σε δύο τινά. Πρώτον, στην ενίσχυση της εικόνας του τουρκικού πολιτικού συστήματος ως ανερχόμενης ηγεμονικής δύναμης, που επιχειρεί να φινλανδοποιήσει τον χώρο και δεύτερον, στην απεξάρτησή της από την αμερικανική πολιτική ηγεμονία. Το αίτημα για αποστρατικοποίηση του Αιγαίου ακριβώς αναφέρεται στο γεγονός μιας αυτοεικόνας του τουρκικού πολιτικού συστήματος ως ηγεμόνα, που φινλανδοποιεί τον χώρο, δηλαδή επιβάλλει την βούλησή του ως περιφερειακής ηγεμονικής δύναμης έναντι χωρών, όπως η Ελλάδα και φυσικά και η Κύπρος. Το γεγονός ότι η Άγκυρα ζητά από την Αθήνα την αποστρατικοποίηση των νήσων και ταυτόχρονα στοχεύει να εγκαταστήσει τους S400 στα παράλια της Μικράς Ασίας σηματοδοτεί και υπογραμμίζει την σχέση του τουρκικού παράγοντα με την περιοχή, η οποία διαδηλώνεται ως σχέση ηγεμόνα προς δυνάμει υποταγμένες κρατικές οντότητες.