Πριν από 24 ώρες σε ένα πάρκο της Αθήνας, άκουσα τυχαία – αλλά με μεγάλη προσοχή, τον «αντίλογο» για τη βιντεοσκόπηση της τηλεδιδασκαλίας στις σχολικές αίθουσες που προωθεί το υπουργείο Παιδείας, από μία μητέρα με τρία παιδιά μικρής ηλικίας: «Δεν θέλω να βιντεοσκοπούν τα παιδιά μου. Ορισμένα παιδιά έχουν μαθησιακές δυσκολίες. Γίνονται εύκολα θύματα bullying. Ποιος ξέρει που θα καταλήξει το βίντεο από την τάξη και με ποιο τρόπο κάποιο άλλο παιδί μπορεί να το χρησιμοποιήσει;»
Το ερώτημα είναι υπαρκτό και έχει νόημα. Ως γονέας κι εγώ απαιτώ να διασφαλίσει η Πολιτεία την προστασία των προσωπικών δεδομένων και να μελετήσει πολύ προσεκτικά τις κρίσιμες λεπτομέρειες: Δηλαδή, ποιόν και τι θα «βλέπει» η κάμερα μέσα στη σχολική αίθουσα, ποιους ήχους και πως θα καταγράφει και πως μπορεί να διασφαλιστεί η προστασία των παιδιών πάνω από όλα.
Είναι βήμα μπροστά η τηλεδιδασκαλία για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα;
Έστω και αν δεν την θεωρήσουμε πρόοδο για μία χώρα που χάνει σταθερά έδαφος σε αυτό το πεδίο, καθώς η οικονομική κρίση σάρωσε τα πάντα επί μία δεκαετία, στη νέα κρίση που γέννησε ο κορονοϊός η τηλε-διδασκαλία και η τηλε-εργασία εξελίσσονται σε μονόδρομο.
Μία νέα πραγματικότητα, χωρίς προσυμφωνημένους κανόνες και χωρίς πλαίσια προστασίας. Η Πολιτεία, η κυβέρνηση δηλαδή, φέρει την ευθύνη να τα δημιουργήσει «χθες».
Και ενημερώνω με όλη την καλή διάθεση υπουργούς και λοιπούς παράγοντες, ότι το ελαφρυντικό του αιφνιδιασμού, κάπου εδώ εξαντλείται.
Γιατί το φθινόπωρο η εκπαίδευση πρέπει να λειτουργεί. Το απαιτούμε για τα παιδιά μας και το απαιτεί η κοινή λογική. Το απαιτεί ακόμα και η αγορά εργασίας. Και θα περίμενα από την κυβέρνηση, να δείξει ταχύτερα αντανακλαστικά σε σχέση με το σχολείο – ανάλογα της ευαισθησίας/ευελιξίας που έσπευσε (για την ακρίβεια, βιάστηκε…) να δείξει, επιτρέποντας στην Εκκλησία να ξαναρχίσει τη Θεία Κοινωνία.
Διαβάζω με μεγάλη προσοχή τις δημόσιες παρεμβάσεις της ΟΛΜΕ, δηλαδή των καθηγητών της Μέσης Εκπαίδευσης. Μέχρι στιγμής, συνοψίζονται σε πολλά «όχι» και σε παρατηρήσεις που οδηγούν σταθερά στο συμπέρασμα ότι τηλεδιδασκαλία δεν μπορεί, δεν πρέπει ή είναι αδύνατο να γίνει στην Ελλάδα. Ορισμένες παρατηρήσεις βγάζουν νόημα. Δεν μπορώ προσωπικά να αγνοήσω τα παράπονα για έλλειψη υποδομής (υπολογιστών), ή τις ανησυχίες για τα προσωπικά δεδομένα των μαθητών.
Δεν μπορώ, όμως, και να μην παρατηρήσω το οξύμωρο: το συνδικαλιστικό όργανο των εκπαιδευτικών εμφανίζεται να επιχειρηματολογεί – μόνο – υπέρ του να μη λειτουργήσει το σχολείο. Δεν υπάρχει υποδομή, δεν το προβλέπει το Σύνταγμα, είναι προφορική η εντολή της υπουργού, παραβιάζονται τα προσωπικά δεδομένα με την ζωντανή αναμετάδοση και θα κινηθούμε νομικά για να μην γίνει.
Το συμπέρασμα θα μπορούσε να είναι: Γενικώς, δεν θέλουμε.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Σχολεία ελεύθερα σαν το Σάμερχιλ
Αυτή τη φορά, δεν σχολιάζω ως δημοσιογράφος. Το γράφω όπως που έρχεται, ως γονέας. Θα περίμενα από τους καθηγητές των παιδιών μας, να διεκδικήσουν το δικαίωμα στην εκπαίδευση των μαθητών τους και να βάλουν στο τραπέζι, έστω μία σοβαρή πρόταση για το πώς θα ανοίξει το σχολείο – και όχι μόνο για το πώς θα το κρατήσουμε κλειστό. Μία πρόταση για πως πρέπει να λειτουργεί η διδασκαλία και ποιο είναι το μοντέλο που θα απέδιδε, αντί της προσχηματικής επίκλησης του Συντάγματος. Προσχηματική, επιεικώς. Γιατί το Σύνταγμα όρισε γενικές κατευθύνσεις περί του πώς να διδάσκονται οι Έλληνες στο σχολείο, πολύ πριν υπάρξει το διαδίκτυο, πολύ πριν η τεχνολογία ανοίξει δυνατότητες για επικοινωνία πολλών φυσικών προσώπων ταυτόχρονα μέσω μίας οθόνης και πολύ πριν ο κορονοϊός μας αναγκάσει να δοκιμάσουμε τα όριά μας.
Υποθέτω, αγαπητή ΟΛΜΕ, ότι με τη δική σας λογική, είναι προβληματικό και να συνεδριάζει το υπουργικό συμβούλιο μέσω τηλεδιάσκεψης, ή ενδεχομένως η σύνοδος κορυφής των Ευρωπαίων ηγετών.
Και δεν είναι προβληματικό να παραμείνουν ένα εξάμηνο κλειστές οι σχολικές αίθουσες, με τους καθηγητές σε υποχρεωτική αργία και τους μαθητές σε υποχρεωτική αμάθεια; Απλή απορία, μαθητού.