Από τις 11 Νοεμβρίου, το αμερικανικό γεωτρύπανο Stena Icemax βρίσκεται στη θέση «Δελφίνι» του οικοπέδου 10 της κυπριακής ΑΟΖ, όπου αναμένεται να διενεργήσει δύο ερευνητικές γεωτρήσεις για λογαριασμό της κοινοπραξίας Exxon Mobil-Qatar Petroleum, οι οποίες θα διαρκέσουν έως το τέλος Ιανουαρίου. Η έρευνα αυτή είναι πολλά υποσχόμενη, καθώς θα λάβει χώρα πλησίως και σε παρεμφερή γεωλογικό σχηματισμό με αυτόν του γιγάντιου αιγυπτιακού κοιτάσματος «Ζορ», των 900 δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων. Αυτές είναι οι δύο τελευταίες έρευνες από τις συνολικά τέσσερις που είχαν ανακοινωθεί για την κυπριακή ΑΟΖ το 2018, στα πλαίσια του τρίτου γύρου αδειοδοτήσεων.
Όπως γνωρίζουν οι περισσότεροι, η έρευνα για λογαριασμό της ιταλικής ENI στο τεμάχιο 3, τον περασμένο Φεβρουάριο, δεν διεξήχθη ποτέ, καθώς παρεμποδίστηκε από το τουρκικό πολεμικό ναυτικό, που προέβη σε μία επίδειξη ισχύος δίχως προηγούμενο και χωρίς την ανάλογη αντιμετώπιση από την ελληνική πλευρά. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν συνέβη στην περίπτωση του τεμαχίου 6 και, καθώς φαίνεται, δεν θα συμβεί ούτε στην περίπτωση του τεμαχίου 10, στο οποίο οι δραστηριότητες παρακολουθούνται στενά από το αμερικανικό ναυτικό.
Με μια ματιά στον χάρτη, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, στην πραγματικότητα, παρά τις επιθετικές εξαγγελίες της Άγκυρας, το τουρκικό πολεμικό ναυτικό δεν έχει επιδείξει μέχρι στιγμής δυνατότητα προβολής μακριά από τις ακτές των κατεχομένων. Τα συμφέροντα των ΗΠΑ, φυσικά, αποτελούν ανασταλτικό παράγοντα στις διαθέσεις της Τουρκίας στη συγκεκριμένη περιοχή, αλλά ακόμα και στην περίπτωση του τεμαχίου 6 – όπου η έρευνα έγινε για λογαριασμό ιταλογαλλικών συμφερόντων – οι τουρκικές δυνάμεις δεν επιχείρησαν να εμποδίσουν τη διαδικασία.
Η κατάσταση αυτή όμως ενδέχεται να αλλάξει ραγδαία το επόμενο διάστημα. Από το 2012, εκτιμάται ότι η Τουρκία έχει επενδύσει περισσότερα από 500 εκατ. δολάρια στην υπεράκτια εξόρυξη υδρογονανθράκων. Το γεωτρύπανο Deep Sea Metro II, η αγορά του οποίου κόστισε τουλάχιστον 260 εκατ. δολ., θεωρείται τεχνολογικά ό,τι καλύτερο υπάρχει παγκοσμίως. Το σκάφος αυτό ξεκίνησε τη δραστηριότητά του πρώτη φορά εντός τουρκικής υφαλοκρηπίδας, τον περασμένο Οκτώβριο, δίχως να προσβάλλει τα ελληνικά δικαιώματα, πράξη που συνοδεύτηκε όμως με μία σειρά απειλητικών δηλώσεων από Τούρκους αξιωματούχους, όσον αφορά τα μελλοντικά σχέδια εξορύξεων της Τουρκίας στην περιοχή.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, η αποφασιστικότητα του τουρκικού επεκτατισμού στην Ανατολική Μεσόγειο, εκτός από την αναβολή της έρευνας στο οικόπεδο 3, ενδέχεται να έχει επιφέρει ήδη έναν επιπλέον αρνητικό αντίκτυπο: Σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε μέχρι πρότινος, το 2018 η κυπριακή κυβέρνηση δεν ανακοίνωσε με σαφήνεια τα αποτελέσματα των ερευνών στο τεμάχιο 6. Παρά τις εικασίες των μέσων ενημέρωσης περί «μικρού Ζορ» και παρά τις δηλώσεις του υπουργού Ενέργειας Γιώργου Λακκοτρύπη περί «εξαιρετικά ενθαρρυντικών» αποτελεσμάτων, έντεκα μήνες αργότερα δεν έχει δημοσιευθεί καμία ποσοτική εκτίμηση. Να θυμίσουμε ότι, το 2011, τα θετικά αποτελέσματα όσον αφορά τη τοποθεσία «Αφροδίτη» (οικ. 12), είχαν ανακοινωθεί στις 28 Δεκεμβρίου, δηλαδή μόλις τρεις μήνες μετά το πέρας της ερευνητικής γεώτρησης.
Εκτός από τεχνικούς παράγοντες, η ασάφεια αυτή όσον αφορά τα αποθέματα του οικοπέδου 6 είναι πιθανό να οφείλεται στον φόβο της τουρκικής αντίδρασης (αν έχουμε να κάνουμε πράγματι με αποθέματα της τάξεως του 35% του κοιτάσματος Ζορ, όπως κυκλοφόρησε στα μέσα ενημέρωσης). Ακόμα όμως και αν δεν είναι τα αποτελέσματα τόσο ενθαρρυντικά, το δίδαγμα του 2018, που φαίνεται να έχει κατανοήσει η κυπριακή κυβέρνηση, είναι ότι, προκειμένου να προχωρήσει την ερευνητική διαδικασία, πρέπει να συντηρήσει το ενδιαφέρον μεγάλων ξένων παραγόντων και ειδικότερα των ΗΠΑ, καθώς φαίνεται να έχει αποδεχτεί την αδυναμία της να αντιμετωπίσει τις τουρκικές παρεμβολές.
Κατά πάσα πιθανότητα, τα αποτελέσματα των τρεχουσών γεωτρήσεων θα αργήσουν να ανακοινωθούν. Οι ανακοινώσεις αυτές, όπως και η περαιτέρω εκμετάλλευση των όποιων ποσοτήτων υδρογονανθράκων στην κυπριακή ΑΟΖ, εξαρτώνται πλέον άμεσα από τη στρατιωτική διασφάλιση των δικαιωμάτων της Κύπρου που επαφίεται εξ ολοκλήρου σε ξένους παράγοντες, προπαντός τους Αμερικανούς, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στο πεδίο της διπλωματίας.