Η εμπιστοσύνη των πολιτών στις κυβερνήσεις που διοικούν τις δημοκρατίες του κόσμου έχει πέσει σε νέα χαμηλά λόγω του χειρισμού της πανδημίας και εν μέσω μιας διάχυτης απαισιοδοξίας για την πορεία της οικονομίας, όπως διαπιστώνει μια νέα παγκόσμια έρευνα.
Το Edelman Trust Barometer, το οποίο εδώ και δύο δεκαετίες διεξάγει μεγάλες έρευνες σχετικά με την εμπιστοσύνη στις κυβερνήσεις, τα μέσα ενημέρωσης, τις επιχειρήσεις και τις ΜΚΟ, στην ίδια σφυγμομέτρηση κατέγραψε ενισχυμένα ποσοστά της εμπιστοσύνης των πολιτών σε απολυταρχικά καθεστώτα, κυρίως στην Κίνα.
Τoνίζεται επίσης, ότι οι επιχειρήσεις, χάρη στον ρόλο τους στην ανάπτυξη εμβολίων και στην προσαρμογή των πρακτικών στον χώρο εργασίας και στο λιανικό εμπόριο, διατήρησαν υψηλά το επίπεδο εμπιστοσύνης παγκοσμίως, αν και με επιφυλάξεις σχετικά με τη δέσμευσή τους σε θέματα κοινωνικής δικαιοσύνης.
«Έχουμε πραγματικά μια κατάρρευση της εμπιστοσύνης στις Δημοκρατίες», δήλωσε ο Richard Edelman, του οποίου η ομάδα επικοινωνίας πραγματοποίησε την έρευνα σε 28 χώρες, απευθυνόμενη σε 36.000 πολίτες την περίοδο 1-24 Νοεμβρίου 2021.
«Όλα πηγαίνουν πίσω στο: ”Είστε αισιόδοξοι για την πορεία της οικονομάς;”» πρόσθεσε, επισημαίνοντας τα υψηλά επίπεδα ανησυχίας για την απώλεια θέσεων εργασίας που συνδέονται είτε με την πανδημία είτε με την αντικατάστασή των εργαζόμενων από μηχανήματα.
Οι μεγαλύτεροι χαμένοι της εμπιστοσύνης των πολιτών το 2021 ήταν οι θεσμοί στη Γερμανία, με πτώση 7 μονάδων στις 46, η Αυστραλία με 53 (-6), η Ολλανδία με 57 (-6), η Νότια Κορέα με 42 (-5) και οι Ηνωμένες Πολιτείες στο 43 (-5).
Αντίθετα, η εμπιστοσύνη των πολιτών στην Κίνα ήταν 83%, αυξημένη κατά 11 μονάδες, 76% στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (+9) και 66% στην Ταϊλάνδη (+5).
Τα τρισεκατομμύρια δολάρια που δαπανήθηκαν από τα πλουσιότερα κράτη του κόσμου για να στηρίξουν τις οικονομίες τους που πλήττεται λόγω της πανδημίας, φαίνεται πως δεν κατάφεραν να εμπνεύσουν ένα μόνιμο αίσθημα εμπιστοσύνης, όπως αναφέρεται στην έρευνα.
Στην Ιαπωνία, μόνο το 15% των πολιτών δήλωσε κατά την περίοδο διεξαγωγής της έρευνας, πως πίστευε ότι αυτοί και οι οικογένειές τους θα ήταν καλύτερα σε πέντε χρόνια, με το ποσοστό στις περισσότερες Δημοκρατίες να κυμαίνεται γύρω στο 20-40%.
Αλλά στην Κίνα σχεδόν τα δύο τρίτα δήλωναν αισιόδοξα για την οικονομική τους τύχη και το 80% των Ινδών πίστευαν ότι θα ήταν καλύτερα σε πέντε χρόνια.
Ο Έντελμαν τονίζει ότι τα υψηλότερα επίπεδα εμπιστοσύνης των πολιτών στην Κίνα συνδέονται όχι μόνο με τα θέματα της οικονομίας, αλλά και με μια μεγαλύτερη αίσθηση προβλεψιμότητας σχετικά με την κινεζική πολιτική, ιδίως για την πανδημία.
«Νομίζω ότι υπάρχει συνοχή μεταξύ αυτού που γίνεται και αυτού που λέγεται... Για παράδειγμα, τα πήγαν καλύτερα με την Covid-19 από ό,τι οι ΗΠΑ».
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Reuters, οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι η χώρα με τον υψηλότερο ημερήσιο μέσο αριθμό νέων θανάτων που αναφέρονται, ενώ η Κίνα δεν αναφέρει σε τακτική βάση κανένα νέο θάνατο εδώ και μήνες καθώς ακολουθεί αυστηρές πολιτικές «μηδενικών κρουσμάτων από Covid-19».
Τα αποτελέσματα της τελευταίας έρευνας της Edelman είναι σε αρμονία με τα ευρήματά της τα τελευταία χρόνια που καταγράφουν αυξανόμενη απογοήτευση από τον καπιταλισμό, την πολιτική ηγεσία και τα μέσα ενημέρωσης.
Οι ανησυχίες για τα fake news (ψευδείς ειδήσεις) ήταν αυτή τη φορά στο υψηλότερο επίπεδο όλων των εποχών, με τα τρία τέταρτα των ερωτηθέντων παγκοσμίως να ανησυχούν μήπως «χρησιμοποιηθούν ως όπλο».
Μεταξύ των φόβων των πολιτών σε πιο κοινωνικά ζητήματα, η κλιματική αλλαγή κατατάσσεται πλέον ως κύρια ανησυχία αμέσως μετά τον πρώτο και κύριο φόβο απώλειας της εργασίας ενώ έπονται οικυβερνοπειθέσεις/επιθέσεις χάκερς, μόλυνση από κορονοϊό, απώλεια ελευθεριών.
Επίσης οι πολίτες φαίνεται να έχουν αυξημένες προσδοκίες από τις επιχειρήσεις με ισχυρές πλειοψηφίες να δηλώνουν ότι αγόρασαν αγαθά, δέχτηκαν προσφορές εργασίας και επένδυσαν σε επιχειρήσεις σύμφωνα με τις πεποιθήσεις και τις αξίες τους.
Περίπου τα δύο πέμπτα πάντως δήλωσαν επίσης ότι οι επιχειρήσεις δεν κάνουν αρκετά για να αντιμετωπίσουν την κλιματική αλλαγή, την οικονομική ανισότητα και την αναπροσαρμογή του εργατικού δυναμικού.