Ο χειμώνας ήρθε βαρύς και πρωτόγνωρος για την εύθραυστη κοπέλα. Το χιόνι στο Μόντρεαλ έπεσε απαλά ένα πρωί του Νοέμβρη και εγκαταστάθηκε στις πλευρές του δρόμου, στις στέγες,στα γυμνά δέντρα και στα πάρκα μέχρι το Μάρτη. Στην αρχή το διασκέδαζε, χαιρόταν την ασπράδα και την απαλότητά του. ΄Ενιωθε σαν μέρος μιάς κάρτ-ποστάλ που της είχε κάποτε αγοράσει ο πατέρας της από το βιβλοπωλείο του νησιού . Ο θείος Τόμ καταρριόταν συνέχεια τον κατάλευκο επιδρομέα, γιατί τον δυσκόλευε στην οδήγηση,το παρκάρισμα, τα πάντα. Και η Λουκία μισούσε το χιόνι θανάσιμα, καθώς τής θύμιζε τα πέτρινα χρόνια στο ορεινό χωριό της. Ο Τόμ και η Λουκία ήταν το άκληρο ζευγάρι που έστρεψαν όλη την προσοχή και την αγάπη τους στη Τζούλια.
Η θεία Λουκία τής αγόρασε ένα χοντρό πολικό μπουφάν, πολύχρωμο κασκόλ, γάντια και ασορτί σκούφο για να αντιμετωπίσει το κρύο. Δεν ήταν αστείο να κυκλοφορεί με –20C, έστω κι αν την πηγαινοέφερνε ο θείος Τόμ με το αυτοκίνητο. Τής πήρε κι ένα ζευγάρι χοντρές μπότες που φαίνονταν παράταιρες με το λεπτοκαμωμενο κορμί της.
Η Τζούλια όμως δεν ερχόταν αντιμέτωπη με το κρύο έτσι απόλυτα προστατευμένη που ήταν στο θερμαινόμενο σπίτι και, μετά από το γκαράζ, στο αυτοκίνητο. Μόνο τα πονεμένα πρόσωπα των ανθρώπων στη στάση του λεωφορείου και ο αέρας που λυσσομανούσε, τής προκαλούσαν την υποψία του ψύχους. Πολλές φορές αναρρωτιόταν πώς επιβίωσαν οι μετανάστες από τα θερμά κλίματα σ’ αυτόν τον τόπο που μετατρεπόταν σε στέππα τις κρύες μέρες του χειμώνα.
Από τις αρχές Δεκέμβρη η πόλη στολίστηκε στα γιορτινά της. Κάθε σπίτι είχε στην αυλή του ένα έλατο φορτωμένο με πολύχρωμα φώτα που έλαμπαν μέσα στη νύχτα δημιουργώντας μια ψευδαίσθηση ευωχίας. Από τα παράθυρα ξεχύνονταν τα φώτα των χριστουγεννιάτικων δέντρων που ολοκλήρωναν την εικόνα της ζαχαρωτής ευτυχίας. Τα μαγαζιά αστραφτοκοπούσαν μέσα σε πληθωρικούς χριστουγεννιάτικους διάκοσμους. Ο τόπος έμοιαζε να γιορτάζει κάθε μέρα. Κόσμος και κοσμάκης πηγαινοερχόταν στα καταστήματα και στα εμπορικά κέντρα ψωνίζοντας, διαλέγοντας και φλυαρώντας.
Η θεία Λουκία είχε πιέσει τη Τζούλια να διαλέξουν ένα μεσαίου μεγέθους έλατο και να το στολίσουν μαζί στο σπιτικό τους. Η μικρή προσποιόταν ότι διασκέδαζε την ιστορία. Το έκανε για να ικανοποιήσει τους θείους που πρώτη φορά ένιωθαν γιορτές στον ξένο τόπο, όπως της εκμυστηρεύτηκαν. Κι όλο αυτό το βάρος του επαναπροσδιορισμού της ευτυχίας τους το σήκωνε η Τζούλια στους τρυφερούς ώμους των 18 της χρόνων. Η ίδια ήταν αποστασιοποιημένη από όλα, παρά το γεγονός ότι κάποιες φορές χάζευε τις βιτρίνες επιδοκιμάζοντας την ευρηματικότητα των στολισμών τους, μιά εμπειρία που δεν είχε βιώσει στην πατρίδα της.
Λουκία έφτιαξε μελομακάρονα και κουραμπιέδες και μοσχομύρισε το σπίτι. ΄Ηθελε τόσο πολύ να τής δώσει αυτή την αίσθηση της πατροπαράδοτης οικογένειας. Και η Τζούλια έκανε το παν να την πείσει πως εισέπραττε την έντιμη προσπάθειά της. Απέφευγε να μένει για πολύ στο σαλόνι. Με τη δικαιολογία της μελέτης κρυβόταν στο δωμάτιό της για να μη χαλάει την ατμόσφαιρα, όπως νόμιζε.
Ανήμερα Χριστούγεννα δεν πήγαν στην εκκλησιά. Οι θείοι είχαν κόψει από χρόνια το έθιμο καθώς είχαν περιορίσει δραστικά τους δεσμούς με την πεπερασμένη παροικία της περιέργειας και των ερωτήσεων. Βέβαια, η Λουκία είχε μια απέραντη θρησκοληψία. Κάθε βράδυ άναβε το καντήλι και λιβάνιζε τις εικόνες που είχε φέρει από την πατρίδα της. Η εκκλησία την ενοχλούσε ως αναφορά σε κόσμο με τον οποίο δεν ήθελε επαφές. Αν επιθυμούσε να ανήκει σε ένα κοινωνικό κύκλο, θα είχε επιλέξει να κατοικήσει στην ελληνική συνοικία.
Η Τζούλια πάλι, απέρριπτε κάθε σχέση με τα θεία, καθώς η ανατροπή την είχε οδηγήσει στην απόφαση να μη θέλει πάρε-δώσε με ένα Θεό άδικο.
-Αν υπήρχε Θεός, δεν θα άφηνε τις δυστυχίες να κυριαρχούν στον κόσμο. Δεν θα υπήρχαν πεινασμένα παιδιά, δεν θα γίνονταν πόλεμοι, δεν θα έπαιρνε τον πατέρα όπως ομολόγησε η Τζούλια ένα απόγευμα στο θείο Τόμ. Μπορεί να ήταν απλοϊκή η σκέψη της, αλλά ποιός να την αντικρούσει με κάποια άλλη αλήθεια, αφού την είχε βουτήξει η θύελλα του αναπάντεχου, ο ξαφνικός θάνατος των γονιών της και μάλιστα σε αυτοκινητιστικό δύστύχημα;
-Σσς! Παιδί μου, θα σε ακούσει ο Θεός και θα ρίξει φωτιά να μάς κάψει. Μην ασεβείς, Τζούλια μου, να δεχτείς πως έτσι ήταν το θέλημά Του, πετάχθηκε στη συζήτηση η θεια-Λουκία σταυροκοπούμενη και κάνοντας μετάνοιες. Η Παναγιά θα σέ προστατέψει, μεγάλη η χάρη της. Να μού το θυμάσαι, την παρηγόρησε η μεσόκοπη γυναίκα με μια στωικότητα βγαλμένη από την προσωπική της ιστορία στην πατρίδα.
Η Τζούλια θεώρησε περιττές τις συζητήσεις. Δεν είχε νόημα να ανοίγει κουβέντες με τους θείους της, που έζησαν μια ζωή επίπεδη με μοναδική ατυχία την ατεκνία τους. Οι γονείς τους είχαν πεθάνει σε βαθειά γεράματα, τα αδέλφια και οι συγγενείς τους ευημερούσαν στην Ελλάδα. Δεν πειράζει που τούς πρόδωσε η οικογένεια με τα περιουσικά, που καρπώθηκαν οι ξύπνιοι συγγενείς την πατρική περιουσία με το πρόσχημα της χρησικτησίας. Δεν βαριέσαι, κι ετούτοι ακλερίτες ήταν. Ας τα πάρουν τα παιδιά και τα εγγόνια των αδερφιών τα κτήματα, έλεγε και ξανάλεγε η θεία Λουκία για αυτοπαρηγοριά..
Πάντως, ο πατέρας της μύησε τη Τζούλια του στη μαγεία του ΄Αη Βασίλη. Κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς ντυνόταν με στολή που είχε παραγγείλει στην Αθήνα, φορούσε μούσι που τού κάλυπτε ολόκληρο το πρόσωπο και έφερνε ένα σάκο δώρα που τα ακουμπούσε στην είσοδο του αρχοντικού τους. Μια στιγμή προλάβαινε τη σκιά του η Τζούλια κι ύστερα πήγαινε για ύπνο γεμάτη ευτυχία και ανυπομονησία για το αυριανό άνοιγμα των δώρων. Ηταν η πιο μεγάλη νύχτα του χρόνου!
Η Αθηνά και η Νάνσυ την έβγαλαν άσπλαχνα από την αυταπάτη του γηραιού αγίου στην Γ΄ δημοτικού. Τής είπαν ορθά-κοφτά πως δεν υπήρχε τέτοιο είδος και πως οι γονείς έβαζαν κρυφά τα δώρα κάτω από το χριστουγεννιάτικο δένδρο.
-Μά εγώ τον βλέπω κάθε χρόνο στην είσοδο. Δε μπορεί να είναι ψέμμα, αντέκρουσε η Τζούλια ξεσπώντας σε λυγμούς που οι φίλες της εξακολουθούσαν να αμφισβητούν τη μαρτυρία της.
Γυρνώντας στο σπίτι της εκείνο το μεσημέρι δεν έβαλε μπουκιά στο στόμα . Η μάννα της ρώτησε αν συνέβη κάτι στο σχολείο, αλλά εκείνη προτίμησε να περιμένει τον πατέρα της για διασαφήσεις . Ο πατέρας τής εξήγησε με πειστικότητα πως ο ΄Αη Βασίλης επισκέπτεται μόνο τα παιδιά που πιστεύουν σ’αυτόν κι έτσι η Τζούλια έμεινε ικανοποιημένη .Δεν ξανασυζήτησε με τις φιλενάδες την άφατη προσμονή της για τη νύχτα του ΄Αη Βασίλη, καθώς εκείνες δεν συμμερίζονταν την ευδαιμονία της ψευδαίσθησής της.
Συχνά είχε την αίσθηση πως ζούσαν σε διαφορετικούς κόσμους, εκείνη και οι φιλενάδες της, κι ας μεγάλωναν στην ίδια πόλη, στο ίδιο νησί με τις ίδιες προσλαμβάνουσες. ΄Ισως η σχέση με τον πατέρα της να την είχε διαπλάσει με τρόπο διαφορετικό, αφού εκείνος την έμπαζε στα μεγάλα και τα μικρά με τον ίδιο πάντα ανεπιφύλακτο τρόπο. ΄Αλλοτε της χάριζε το όνειρο της παιδικότητάς της κι άλλοτε, απερίφραστα, την έκανε άμεσο κοινωνό της προβληματικής του.
Τώρα εδώ στην ξένη στο χιονισμένο τοπίο με τα Χριστούγεννα στο αποκορύφωμά τους έπρεπε να διαχειριστεί τους άγνωστους θείους της,να συμβιβαστεί με την απώλεια των γονιών της και να απαντήσει στο μεγάλο ερώτημα: Υπήρξε ο Χριστός; Έφερε άραγε εν ανθρώποις ευδοκία;»
Εγειρε στο κρεβάτι της, άνοιξε τις γρίλιες του παράθυρου και οι ετερόφωτες ακτίδες του φεγγαριού γλιστρούσαν στο δωμάτιο φωτίζοντας αμυδρά το γραφείο όπου ήταν στημένη η φωτογραφία των γονιών της. Τα δάκρυα κυλούσαν απ΄τα μάτια της κι όμως αναθυμήθηκε τα λόγια της Μπλάνς «Αύριο μια καινούρια μέρα»!