Παραδοσιακά η Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες βασίστηκε σε ένα συνδυασμό «εσωτερικής» και «εξωτερικής» εξισορρόπησης, με ισχυρές αφενός Ένοπλες Δυνάμεις (“arms race stability”) και αφετέρου με όλο και βαθύτερη συμμετοχή σε διεθνείς οργανισμούς και συμμαχίες (“security providers”) που αύξαναν την πολιτική ισχύ της χώρας και την αποτρεπτική της ικανότητα έναντι της Τουρκίας.
Η πλειονότητα των Ελλήνων ακαδημαϊκών αναλυτών και συνδιαμορφωτών αποφάσεων εξωτερικής πολιτικής, μεταξύ των οποίων και ο κ. Χρ. Ροζάκης, αποτίμησε σωστά ότι η αναθεωρητική τουρκική στοχοθεσία μετέρχεται μηχανισμών που ξεκινούν από τη χρήση βίας (Κύπρος) ή την απειλή χρήσης βίας (casus belli) και την επίδειξη δύναμης με τις παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου ή του FIR Αθηνών, εκδηλώνοντας άμεσα ή έμμεσα διεκδικήσεις ελληνικού εδάφους, καταλήγοντας ενίοτε σε πιο εκλεπτυσμένες διπλωματικές κινήσεις.
Διαβάστε επίσης: Αλέξανδρος Μαλλιάς: Si vis pacem, para bellum
Με την πιθανότητα ελληνοτουρκικής στρατιωτικής αντιπαράθεσης να υποβόσκει στο περιφερειακό ισοζύγιο ασφάλειας, το Βερολίνο γνωρίζει ότι η περαιτέρω αποσταθεροποίηση της ανατολικής Μεσογείου θέτει σοβαρές προκλήσεις για τη Γερμανική Προεδρία σε επίπεδο επιχειρήσεων, τραπεζών, ενέργειας, μεταναστευτικών ροών και τρομοκρατίας. Η θετική ανταπόκριση της Αθήνας στην πρόσκληση του Βερολίνου για διερευνητικές επαφές με την Άγκυρα ενισχύει την επιρροή της μέσα από την Ε.Ε.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η χώρα αξιολογεί ως αποκλειστικό «προμηθευτή ασφάλειας» και μοχλό άσκησης πίεσης και αποτροπής του αναθεωρητισμού της Άγκυρας στο Αιγαίο την Ε.Ε. Δεν θα μπορούσε άλλωστε. Η υιοθέτηση όμως μίας ωφελιμιστικής στρατηγικής προώθησης των συμφερόντων της (“politics of interest”) πάντα αποσκοπεί στην «εμπλαισίωση» της Τουρκίας στο ευρωπαϊκό σύστημα και τη ρεαλιστική διασύνδεση των συμφερόντων της τουρκικής κρατικής ελίτ με αποδεκτούς κανόνες συμπεριφοράς, θέτοντας ως βάση του διαλόγου το διεθνές δίκαιο.
Η ατζέντα που θέτει η τουρκική πλευρά δια στόματος Καλίν είναι σαφώς ευρύτερη από την ελληνική και περιλαμβάνει θέματα που αγγίζουν τις «κόκκινες» γραμμές της Ελλάδας. Το ενδεχόμενο ελληνοτουρκικής σύγκρουσης ενέχει κόστος ανταγωνισμού μεγαλύτερο από τον κίνδυνο συνεργασίας, κάτι που φαίνεται να καταλαβαίνει ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών με τις πρόσφατες δηλώσεις του. Κυρίως υπό το υπαρκτό ενδεχόμενο άμεσης αντιπαράθεσης Τουρκίας – Αιγύπτου ή Τουρκίας – Ρωσίας στη Λιβύη.
Διαβάστε επίσης: «Εν ονόματι της ειρήνης»
Τόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και οι ΗΠΑ δεν έχουν τοποθετηθεί στρατηγικά στο θέμα της Λιβύης. Ο διακηρυγμένος στόχος της Ε.Ε. να προωθήσει την ευημερία, τη σταθερότητα και την ασφάλεια στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Β. Αφρικής ισχνά αποτελέσματα παράγει, ενώ η προσέγγισή της μόνο στρατηγική δεν είναι.
Το σημαντικό στο σημείο αυτό είναι ότι και στις δύο πλευρές του Αιγαίου (Ελλάδα-Τουρκία) η αντίληψη της πραγματικότητας είναι δυναμική. Υπάρχει ισχυρή πεποίθηση ότι η άλλη πλευρά συντηρεί και ακολουθεί αναθεωρητική πολιτική. Ένας αναγκαίος ιστορικός συμβιβασμός μπορεί να βασιστεί περισσότερο στα κοινά συμφέροντα, παρά στις πολιτικές και νομικές θέσεις και επιχειρήματα. Προς όφελος της Τουρκίας θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι το Αιγαίο δεν θα μετατραπεί σε «ελληνική λίμνη». Ούτως ή άλλως κάτι τέτοιο δεν θα το επέτρεπε η διεθνής κοινότητα.
Διαβάστε επίσης: Μήπως για την επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων ευθύνεται ο ελληνικός μαξιμαλισμός;
Η ελληνική ατζέντα δεν χρειάζεται να είναι δυσανάλογη με τις δυνατότητες της χώρας. Ιστορικά ουδέποτε βγήκε κερδισμένη η Ελλάδα από την υιοθέτηση μαξιμαλιστικής ατζέντας στην εξωτερική της πολιτική εξάλλου.
Τρία νησιά που έχουν πλήρη επήρεια είναι η Κάρπαθος, η Ρόδος και η Κρήτη («κόκκινες γραμμές»). Ενώ το Καστελόριζο έχει αναμφισβήτητα υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ (όχι 100% επήρεια). Αυτά τα γνωρίζουν καλά οι ειδικοί και οι διαμορφωτές εξωτερικής πολιτικής. Το πώς θα επικοινωνήσουν σωστά τις ιδέες αυτές οι πολιτικοί είναι δική τους δουλειά. Είτε την κάνουν σωστά είτε όχι η πραγματικότητα δεν αλλάζει. Μόνο το κόστος.
Διαβάστε επίσης: Το «απομακρυσμένο Καστελόριζο» και η δύναμη της αδράνειας
Παρά τη διαφαινόμενη απόκλιση της Τουρκίας από τους παραδοσιακούς δυτικούς συμμάχους της τα τελευταία χρόνια, καμία πλευρά δεν μπορεί να αντέξει το κόστος της δυσχέρανσης των σχέσεων σε όρους πολιτικής, οικονομίας και ασφάλειας πέρα από ένα συγκεκριμένο βαθμό. Αυτό επιβεβαιώνεται στο επίπεδο των οικονομικών σχέσεων Ε.Ε. – Τουρκίας, όπου το εμπόριο, οι άμεσες ξένες επενδύσεις και η τεχνολογία παίζουν σημαντικό ρόλο και για τις δύο πλευρές.
Σε αυτό το πλαίσιο, χρειάζονται όλα τα παράθυρα διαλόγου ορθάνοιχτα προκειμένου να αποφευχθούν έντονα διλήμματα ασφάλειας, ενώ το εσωτερικό ακροατήριο και οι αντιπολιτευτικές δυνάμεις καλό είναι να απέχουν από πρόχειρες προσλήψεις της πραγματικότητας και των συνεργατικών προσπαθειών ως μορφών ασύμμετρων συμβιβασμών.