Του Γιώργου Ατσαλάκη Οικονομολόγου, Αναπληρωτή Καθηγητή Πολυτεχνείου Κρήτης Εργαστήριο Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης
Το κύριο χαρακτηριστικό των Ιαπώνων είναι η αφοσίωση τους στην ανάπτυξη της χώρας και η αγάπη τους και η θυσία τους για αυτήν. Η Ιαπωνία ήταν απομονωμένη από τη διεθνή οικονομία μέχρι που εμφανίστηκαν οι κανονιοφόροι του ναυάρχου Perry το 1854. Κυβερνώνταν από τον σογκούν ένα είδος κληρονομικού αρχιστράτηγου.
Μεγάλο μέρος της οικονομικής ισχύς το είχαν περίπου 200 ντάιμιο, κάτι σαν τους φεουδάρχες του παρελθόντος ή ολιγάρχες του σήμερα. Αυτοί oi φεουδάρχες επέβαλαν διόδια, δασμούς, ρυθμίσεις, νομικά μονοπώλια, δικά τους νομίσματα κι έτσι περιόριζαν δραστικά το εμπόριο εντός της Ιαπωνίας.
Επίσης υπήρχαν πανίσχυρες συντεχνίες που λεγόταν ζα, οι οποίες αγόραζαν μονοπωλιακά δικαιώματα από τους σογκούν ή τους ντάιμυο. Οι συντεχνίες καθόριζαν τις τιμές, περιόριζαν την παραγωγή και έλεγχαν την είσοδο στα επαγγέλματα όπως οι οργανώσεις τύπου καρτέλ, με αποτέλεσμα να περιορίζεται η ανάπτυξη της Ιαπωνίας.
Ιαπωνία έκανε το πρώτο οικονομικό θαύμα, μετά την παλινόρθωση του Meiji το 1868, ο οποίος εκθρόνισε τον σογκούν και κατάργησε τις αρμοδιότητες των φεουδαρχών ντάιμιο και πάρα πολλούς περιορισμούς στο εμπόριο.
Μεταξύ του 1866 και του 1899 οι δυτικοί υποχρέωσαν τους Ιάπωνες να επιβάλουν μόνο ένα δασμό που δεν θα υπερέβαινε το 5%. Το εμπόριο επεκτάθηκε αμέσως, ιδιαίτερα τις δεκαετίες του 1880 και 1890 και η Ιαπωνία έγινε τόσο ισχυρή που κατάφερε να νικήσει στον Ρώσο-ιαπωνικό πόλεμο το 1904-1905.
Αιτίες ανάπτυξης ήταν οι εξαγωγές μεταξιού και τσαγιού, η επιχορήγηση βιομηχανικών κλάδων για στρατιωτικούς σκοπούς και η αποτελεσματική εκπαίδευση. Οι ιδιοκτήτες πλέον των εμπορικών οίκων, δεν προερχόταν από τις συντεχνίες που καταργήθηκαν, αλλά από εξαθλιωμένα κατώτερα στρώματα, από τους σαμουράι και από ανερχόμενες γεωργικές και εμπορικές οικογένειες αγροτικών περιοχών. Το άνοιγμα των συνόρων έφερε τεχνογνωσία και καινοτομίες που ανέπτυξαν την εγχώρια βιομηχανία. Πριν το Α΄ παγκόσμιο πόλεμο η Ιαπωνία ήταν η μόνη βιομηχανοποιημένη χώρα εκτός της Δύσης.
Κατά τη διάρκεια του Β’ παγκοσμίου πολέμου οι συνεχείς βομβαρδισμοί, είχαν αφανίσει το μεγαλύτερο μέρος της βιομηχανικής ικανότητας της Ιαπωνίας. Το 93% της παραγωγής χάλυβα της χώρας είχε εξαλειφθεί και είχε χάσει το 50% του ΑΕΠ που είχε πριν τον πόλεμο.
Σε 30 χρόνια μετά το τέλος του B΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η ρημαγμένη οικονομία της Ιαπωνίας απόλαυσε το δεύτερο οικονομικό θαύμα και έγινε η δεύτερη οικονομία του κόσμου αυξάνοντας το ΑΕΠ από 44 δις το 1960 στα 5,3 τρις το 1995.
Οι μειωμένες πολεμικές αποζημιώσεις, η ενθάρρυνση της ενσωμάτωσης της Ιαπωνίας στο παγκόσμιο εμπόριο, η επιλογή των ΗΠΑ να προμηθεύονται εξοπλισμό από την Ιαπωνία για τον πόλεμο της Κορέας το 1950-53, και η μείωση των φόρων αναδιαρθρώνοντας τους, προς την τόνωση της παραγωγής, συνέβαλαν σημαντικά σε αυτή την ανάπτυξη.
Σημαντική συμβολή είχε ο νόμος για την κατάργηση των μονοπωλίων και τις απαγορεύσεις όλων των δραστηριοτήτων των καρτέλ, ώστε μεμονωμένες εταιρείες να μην έχουν τον έλεγχο της αγοράς. Έτσι ο εσωτερικός ανταγωνισμός μεταξύ των εταιρειών, τις έκανε πολύ ισχυρότερες και ικανότερες να ανταγωνιστούν άλλες διεθνείς επιχειρήσεις.
Οι τράπεζες αφού εξυγιάνθηκαν από τα επισφαλή δάνεια χρησιμοποιήθηκαν ως προμηθευτές κεφαλαίων κατανέμοντας τις πιστώσεις σύμφωνα με τις κυβερνητικές προσταγές. Συγκεκριμένοι κλάδοι κυρίως εξαγωγικοί ενισχύθηκαν με περισσότερες πιστώσεις ενώ άλλοι κλάδοι είχαν ποσοστώσεις στον δανεισμό. Σταδιακά, δημιουργήθηκε μία κεντρικά κατευθυνόμενη οικονομική ανάπτυξη που καθόριζε ποσοστώσεις δανεισμού ανά κλάδο και ποιες επιχείρησης θα δανειοδοτηθούν.
Εξ ίσου σημαντική συμβολή στην ανάπτυξη των εξαγωγών είχε η τεχνική υποτίμηση του γεν, η οποία αποθάρρυνε τις εισαγωγές και προωθούσε τις εξαγωγές.
Παρ όλη την αλματώδη ανάπτυξη των εταιρειών, οι εργαζόμενοι των εταιρειών και ο υπόλοιπος λαός αρκέστηκαν σε χαμηλό βιοτικό επίπεδο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να λαμβάνουν χαμηλούς μισθούς και τα εισαγόμενα είδη από τη δύση να τους είναι πανάκριβα.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό της οικονομίας ήταν ότι οι επιχειρήσεις δεν ανταγωνιζόταν για να δημιουργήσουν κέρδη αλλά για να αυξήσουν το μερίδιο της αγοράς πουλώντας σε χαμηλές τιμές με αποτέλεσμα να μην έχουν κέρδη για να αντέξουν σε οικονομικές υφέσεις. Το 1959 η οικονομική ανάπτυξη ήταν 17% και το 1968 η Ιαπωνία έγινε η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο.
Ένα τεχνητά υποτιμημένο νόμισμα και χαμηλά επιτόκια δανεισμού βοήθησαν στη δημιουργία τεράστιας οικονομικής ανάπτυξης. Η κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας για να καταστείλει την αύξηση της κατανάλωσης εντός της χώρας χρησιμοποιούσε τις αποταμιεύσεις για να αγοράζει αποθεματικά νομίσματα όπως το δολάριο. Οι ΗΠΑ από το1980 άρχισαν να επιβάλλουν ποσοστώσεις και το 1987 επέβαλε 100% δασμούς σε πολλά ηλεκτρονικά είδη.
Από το 1980 ως το 1985 εξαιτίας της ζήτησης της Ιαπωνίας για δολάρια, το δολάριο είχε ανατιμηθεί περίπου 50% έναντι του γεν και άλλων σημαντικών νομισμάτων, με αποτέλεσμα οι αμερικανικές εξαγωγές να γίνονται πολύ ακριβές για τις άλλες χώρες.
Το 1985 με τη συμφωνία της Plaza (Plaza Accord) στη Νέα Υόρκη, οι ΗΠΑ , η Ιαπωνία, η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία και η Γερμανία συμφώνησαν, ότι για να μειωθεί η ισοτιμία του δολαρίου, να σταματήσουν να αγοράζουν οι Ιάπωνες αποθεματικό νόμισμα και να στρέψουν τις αποταμιεύσεις τους στην εσωτερική κατανάλωση.
Το αποτέλεσμα ήταν να ανατιμηθεί το γιεν, πράγμα το οποίο δυσκόλεψε τις εξαγωγές της, καθώς οι εξαγωγές έγιναν πιο ακριβές και αυξήθηκαν οι εισαγωγές δυτικών προϊόντων καθόσον έγιναν πιο φθηνές με το ανατιμημένο γεν.
Περαιτέρω άρχισε να μειώνεται το εμπορικό πλεόνασμα και να συρρικνώνεται η οικονομική ανάπτυξη που στηριζόταν στις εξαγωγές. Η κυβέρνηση για να αναπτύξει πάλι την οικονομία άρχισε να μειώνει τα επιτόκια και να αυξάνει τις πιστώσεις. Το φθηνό δανεικό χρήμα αύξησε τις τιμές στα ακίνητα και στο χρηματιστήριο πάνω από 240% μεταξύ 1985 και 1989, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί φούσκα στα ακίνητα και στις μετοχές καθώς οι περισσότερες πιστώσεις κατευθυνόταν σε μη παραγωγικές επενδύσεις.
Με την ξαφνική ανατίμηση του γιεν, ενώ το 1980 υπήρξε καθαρή εισροή δύο δισεκατομμύρια δολάρια, το 1986 υπήρξε καθαρή εκροή 132 δισεκατομμύρια δολάρια. Πολλές από τι επενδύσεις της δεκαετίας του 1980 ήταν μη παραγωγικές, με αποτέλεσμα να στερούν μελλοντική ανάπτυξη.
Η κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας, ανησυχώντας για τις φούσκες της οικονομίας αποφάσισε το 1990 να αυξήσει τα επιτόκια δανεισμού. Ήταν όμως πολύ αργά καθώς είχε δημιουργηθεί ένα άκαμπτο τραπεζικό σύστημα υποστηριζόμενο με κρατικές εγγυήσεις, είχαν δημιουργηθεί ακραίες εισοδηματικές ανισορροπίες, είχαν γίνει τεράστιες μη παραγωγικές επενδύσεις που δεν απέφεραν τις ετήσιες πληρωμές των δόσεων, υπήρχε υπερτιμημένη ακίνητη περιουσία και μετοχές και αυξανόμενο χρέος.
Η μείωση της ανάπτυξης ώθησε σε αδυναμία αποπληρωμής χρεών, σε οικονομική στασιμότητα, σε αύξηση της ανεργίας, σε υπογεννητικότητα και σε πολλά επισφαλή δάνεια. Η Κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας προσπάθησε να τονώσει την ανάπτυξη μηδενίζοντας τα επιτόκια και η ιαπωνική κυβέρνηση ξόδεψε δισεκατομμύρια σε έργα υποδομής αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν το δημόσιο χρέος να ανέλθει περίπου στο 260%.
Η τραπεζική κρίση δεν άργησε να έρθει και το 1998, τα 7 μεγαλύτερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έφτασαν κοντά στην χρεοκοπία και διασώθηκαν με χρήματα των φορολογούμενων.
Στην κρίση του 2008, επειδή η οικονομία της εξαρτιόταν από τις εισαγωγές των ΗΠΑ και της Ευρώπης γνώρισε μεγαλύτερη στασιμότητα η οποία συνεχίστηκε και κατά την περίοδο της πανδημίας του 2000.
Το 1989 στις 50 κορυφαίες εταιρείες του κόσμου ήταν 32 ιαπωνικές εταιρίες. Σήμερα είναι μόνο η Toyota στην 42 δεύτερη θέση.
Το ακαθάριστο εθνικό της προϊόν το 1995 έφθασε στο υψηλό των 5,3 τρισ. Το 2021 σχεδόν 25 έτη μετά το ΑΕΠ της βρίσκεται στα 4,9 τρις. Από τότε η χώρα του ανατέλλοντος ήλιου δεν μπόρεσε να «ανατείλει» οικονομικά. Φαίνεται ότι έφθασε στο σημείο κορεσμού της ανάπτυξης της περιμένοντας ακόμα ένα θαύμα.