Aνάλυση της Βιβής Κεφαλά, Καθηγήτριας Διεθνών Σχέσεων στην ευρύτερη Μέση Ανατολή & Βόρεια Αφρική, Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Αιγαίου – Το κείμενο περιλαμβάνεται στην ειδική έκδοση του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ «Το Aφγανιστάν μετά τις ΗΠΑ: Οι Ταλιμπάν, οι Μεγάλες Δυνάμεις & οι γεωπολιτικές προεκτάσεις» που δημοσιεύεται στο www.enainstitute.org
Είκοσι χρόνια μετά την 11η Σεπτεμβρίου, το Αφγανιστάν βρίσκεται και πάλι στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος, αν και σήμερα οι συνθήκες είναι εντελώς διαφορετικές: οι ΗΠΑ δεν είναι πλέον η μοναδική υπερδύναμη, το διεθνές σύστημα δεν είναι μονοπολικό, οι περιφερειακές ισορροπίες είναι απολύτως ασταθείς και η ισλαμική τρομοκρατία κάθε άλλο παρά έχει ηττηθεί.
Έτσι, η απόφαση των ΗΠΑ να τερματίσουν έναν, από κάθε άποψη, απίστευτα δαπανηρό και ατελέσφορο πόλεμο δεν σηματοδοτεί μόνον την ήττα της Ουάσιγκτον αλλά και την πλήρη επιστροφή των Ταλιμπάν στην εξουσία, παρά τις αρχικές συμφωνίες για συνομιλίες με τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις, ώστε να υπάρξει ομαλή μετάβαση της χώρας στην νέα εποχή. Όμως, αυτό δεν συνέβη και ούτε ήταν πιθανόν να συμβεί, εφόσον, εξ ορισμού, δεν υπάρχουν μετριοπαθείς Ταλιμπάν.
Επομένως, η νέα εποχή για το Αφγανιστάν αναμένεται να είναι εξίσου ζοφερή με εκείνη της περιόδου 1996–2001, όταν δηλαδή οι Ταλιμπάν κατέκτησαν την εξουσία, αφού μετά την ήττα της ΕΣΣΔ στο Αφγανιστάν (το 1989), που επετεύχθη κυρίως χάρη στους ισλαμιστές μαχητές, η Δύση έχασε το ενδιαφέρον της για την χώρα.
Ενδέχεται, βέβαια, οι Ταλιμπάν να κρατήσουν αρχικά τα προσχήματα, ώστε να διευκολύνουν την νομιμοποίησή τους διεθνώς, αλλά η ουσία του στυγερού τους καθεστώτος δεν μπορεί να αλλάξει, πράγμα που έχει ήδη φανεί, από τις απειλές αλλά και τις επιθέσεις εναντίον κάποιων από αυτούς που συνεργάστηκαν με τις ξένες δυνάμεις.
Επομένως, αν και οι Ταλιμπάν φαίνονται σήμερα ισχυρότεροι από ό,τι στο παρελθόν, οι προκλήσεις που έχουν να αντιμετωπίσουν είναι τεράστιες, δεδομένου ότι το Αφγανιστάν αποτελείται από ένα μωσαϊκό φυλών που είναι διασκορπισμένες σε μία δύσβατη χώρα, όπου μπορούν να βρουν καταφύγιο -όπως ακριβώς έκαναν επί είκοσι χρόνια οι Ταλιμπάν- άλλες τρομοκρατικές οργανώσεις, όπως το λεγόμενο Ισλαμικό Κράτος του Χορασάν, που ήδη έκανε επίδειξη δύναμης με την πολύνεκρη επίθεση του Αυγούστου.
Πέραν αυτών, οι Ταλιμπάν χρειάζονται επείγουσα οικονομική στήριξη αφού το Αφγανιστάν όχι μόνον είναι μία από τις πιο φτωχές χώρες αλλά και, στην πραγματικότητα, βρίσκεται σε πόλεμο από το 1979 μέχρι σήμερα.
Όλοι αυτοί οι αρνητικοί παράγοντες, όμως, δεν επηρεάζουν μόνο το εσωτερικό του Αφγανιστάν αλλά και τις γειτονικές χώρες, οι οποίες προβάλλουν στο Αφγανικό Ζήτημα επιδιώξεις και στόχους της πολιτικής τους και διεκδικούν αυξημένο περιφερειακό και διεθνή ρόλο, όπως το Κατάρ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ), το Ιράν, η Τουρκία, η Κίνα και η Ρωσία.
Το Κατάρ, τα ΗΑΕ και το Ιράν
Παρά τη συμφιλίωση που επήλθε τυπικά τον Ιανουάριο μεταξύ του Κατάρ και των υπόλοιπων κρατών-μελών του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου (ΣΣΚ) η μεταξύ τους διαμάχη συνεχίζει να υπάρχει, εξαιτίας των εσωτερικών μεταρρυθμίσεων και της εξωτερικής πολιτικής της Ντόχα, με αιχμή του δόρατος την προσέγγιση με το Ιράν και τη συμμαχία με την Τουρκία.
Το Κατάρ, όπως και η Τουρκία, ενισχύει το πολιτικό Ισλάμ, το οποίο αντιμάχεται η Σαουδική Αραβία, ενώ διατήρησε σχέσεις με τους Ταλιμπάν, παρέχοντας άσυλο σε ηγετικά τους στελέχη μετά το 2001 και επιτρέποντας την πολιτική τους αντιπροσώπευση στο έδαφός του.
Έτσι, το ζήτημα του Αφγανιστάν εντάσσεται στον νέο ενδο-αραβικό Ψυχρό Πόλεμο και το Κατάρ προσπαθεί να παγιώσει τη θέση του ως έγκυρου διαμεσολαβητή. Μέχρι στιγμής φαίνεται ότι το έχει επιτύχει, αφού στο έδαφός του έγιναν οι συνομιλίες ΗΠΑ-Ταλιμπάν, ενώ συνεχίζει να έχει τη στήριξη των ΗΠΑ, οι οποίες διατηρούν στο Κατάρ την μεγαλύτερη στρατιωτική τους βάση στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.
Ωστόσο η κατάσταση παραμένει ρευστή και το Κατάρ θα πρέπει να βρει τρόπο να προασπίσει τα συμφέροντά του λαμβάνοντας υπόψη τα στρατηγικά και οικονομικά συμφέροντα τόσο των ΗΠΑ, που εξακολουθούν να αποτελούν τον κύριο πάροχο ασφάλειας του, όσο και της Κίνας, που έκανε σημαντικό άνοιγμα στο Ιράν τον περασμένο Μάρτιο.
Από την πλευρά τους τα ΗΑΕ διεκδικούν αντίστοιχο ρόλο, δίνοντας καταφύγιο στον Ασράφ Γκάνι, τον Πρόεδρο του Αφγανιστάν που εγκατέλειψε την θέση του και διέφυγε στα ΗΑΕ, παίρνοντας μαζί του, σύμφωνα με καταγγελίες, πάνω από 150 εκατομμύρια δολάρια.
Επίσης, τα ΗΑΕ, όπως εξάλλου και η Σαουδική Αραβία, μετά την 11η Σεπτεμβρίου, στράφηκαν εναντίον των Ταλιμπάν και συμμετείχαν στην εκπαίδευση των αφγανικών δυνάμεων ασφαλείας μετά το 2003.
Σε κάθε περίπτωση, τόσο το Αμπού Ντάμπι όσο και το Ριάντ προσπαθούν να μειώσουν τις περιφερειακές εντάσεις, δημιουργώντας διαύλους επικοινωνίας με το Ιράν και την Τουρκία, χώρες τις οποίες θεωρούν αντίπαλες αν όχι εχθρικές, και που είναι σύμμαχοι του Κατάρ.
Όσο για το Ιράν, μπορεί η ήττα της Ουάσινγκτον στο Αφγανιστάν να ικανοποίησε την Τεχεράνη, ωστόσο το στρατηγικό κενό που δημιουργείται στην περιοχή, αλλά και η φύση του νέου αφγανικού καθεστώτος, εγκυμονούν πολλούς κινδύνους για το σιιτικό ιρανικό καθεστώς.
Η Τουρκία
Η Άγκυρα προσπαθεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στο Αφγανιστάν αφενός διότι θέλει να έχει λόγο στην διαμόρφωση των νέων περιφερειακών ισορροπιών και να γίνει κεντρικός παίκτης στην Κεντρική Ασία αφετέρου για να βελτιώσει τη θέση της στα πλαίσια του ΝΑΤΟ, που έχει κλονιστεί μετά την προσέγγιση Άγκυρας-Μόσχας.
Παράλληλα, η ανάπτυξη καλών σχέσεων με το καθεστώς των Ταλιμπάν, δείχνει τη σύμπλευση Άγκυρας-Ντόχας αλλά και την προσπάθεια δημιουργίας ακόμα στενότερων δεσμών μεταξύ Τουρκίας και Πακιστάν, το οποίο ήδη έχει στενές σχέσεις με τους Ταλιμπάν. Βέβαια, ειδική σχέση με το Πακιστάν έχει και η Σαουδική Αραβία.
Η επίτευξη αυτών των στόχων θα ενίσχυε τη θέση του Προέδρου Ερντογάν, που έχει κλονιστεί στο εσωτερικό εξαιτίας της κακής οικονομικής κατάστασης, της πανδημίας και του διογκούμενου προσφυγικού ρεύματος προς τη χώρα και, παράλληλα, θα έδινε στην Τουρκία μεγάλες οικονομικές δυνατότητες στον τομέα του εμπορίου και των κατασκευών στο καθημαγμένο Αφγανιστάν.
Η Κίνα
Το Πεκίνο βλέπει την αποτυχία της Ουάσιγκτον στο Αφγανιστάν ως ευκαιρία για την ισχυροποίησή του στην περιοχή και την κάλυψη του στρατηγικού κενού που δημιουργείται.
Επίσης, η ανάπτυξη καλών σχέσεων με το καθεστώς των Ταλιμπάν του δίνει την δυνατότητα εκμετάλλευσης του ορυκτού πλούτου του Αφγανιστάν και του προσφέρει ένα ακόμα σημαντικό σταθμό στον νέο Δρόμο του Μεταξιού που σχεδιάζει.
Τέλος, η Κίνα μπορεί να ισχυριστεί ότι η Δημοκρατία δεν μπορεί να εφαρμοστεί παντού και, επομένως, να νομιμοποιήσει το δικό της πολιτικό μοντέλο. Ωστόσο, όλα αυτά δεν είναι δεδομένα, καθώς η κατάσταση στο Αφγανιστάν είναι ασταθής και τα εμπόδια για την πραγματοποίηση αυτών των στόχων είναι πολλά.
Η Ρωσία
Η Μόσχα, τέλος, ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τις εξελίξεις στο Αφγανιστάν, πρωτίστως διότι θέλει να αποφύγει το ενδεχόμενο διαμελισμού της χώρας, πράγμα που θα επέτεινε την ήδη αυξημένη περιφερειακή αστάθεια.
Επίσης, η Μόσχα ανησυχεί για τη διάχυση της υπάρχουσας αστάθειας στις πρώην νότιες Σοβιετικές Δημοκρατίες που συνορεύουν με το Αφγανιστάν, και, βεβαίως φοβάται την ενίσχυση ισλαμικών τρομοκρατικών ομάδων που ήδη δρουν στο έδαφος της, όπως λ.χ. στην Τσετσενία.
Έτσι, η Ρωσία υιοθετεί μία επιλεκτική στήριξη του καθεστώτος των Ταλιμπάν: στήριξη και διεθνής νομιμοποίησης, εφόσον τηρήσουν τα προσχήματα μιας διακυβέρνησης χωρίς αποκλεισμούς, δεν ενισχύσουν την τρομοκρατία, και περιορίσουν τη διακίνηση ναρκωτικών από το Αφγανιστάν προς τη Ρωσία.
Όπως προκύπτει, η επάνοδος των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν, ενισχύει την τρομοκρατία, εφόσον νίκησαν, και δημιουργεί ένα ιδιαίτερα δυσοίωνο μέλλον για τους κατοίκους της χώρας.
Παράλληλα, εντείνεται η περιφερειακή αστάθεια, αποτελώντας απειλή αλλά και ευκαιρία για τους περιφερειακούς δρώντες.
Έτσι, αναπτύσσονται περίπλοκες σχέσεις και αμφίσημες συμπράξεις, καθώς κανείς δεν είναι αρκετά ισχυρός ώστε να επιβληθεί στους υπόλοιπους, αλλά και κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει ποια τακτική θα ακολουθήσουν οι Ταλιμπάν, ώστε να παγιωθούν στην εξουσία, και μάλιστα με διεθνή νομιμοποίηση.