Τα διακυβεύματα των κυρώσεων στο Ιράν

Τα διακυβεύματα των κυρώσεων στο Ιράν
Majid Saeedi via Getty Images

Η απόσυρση των ΗΠΑ από την συμφωνία σχετικά με το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, που επισημοποιήθηκε το Σάββατο 12 Μαΐου, πυροδοτεί μία αλυσίδα αποφάσεων σε κορυφαίο διπλωματικό επίπεδο με πολύ αβέβαιη έκβαση. Μία ποιο στενή ματιά στο αντικείμενο αυτής της συμφωνίας και στη σημερινή συγκυρία των σχέσεων ΗΠΑ και Ισραήλ, θα διαφωτίσει καλύτερα τα διακυβεύματα της σημερινής αντιπαράθεσης με το Ιράν, που είναι και το σημείο ευθυγράμμισης των συμφερόντων αμφότερων Ουάσιγκτον και Τελ Αβίβ.

Οι ΗΠΑ έχουν διακόψει τις επίσημες διπλωματικές σχέσεις με την – σιιτική – Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν από το 1979, με αφορμή την επίθεση στην πρεσβεία της Ουάσιγκτον στην Τεχεράνη κατά τη διάρκεια της επανάστασης που ανέτρεψε τον Σάχη και συγκρότησε το σημερινό πολίτευμα – το πιο δημοκρατικό μεταξύ των χωρών του Περσικού Κόλπου. Την διακοπή των σχέσεων αυτών συνόδεψε και μία σειρά κυρώσεων που ψηφίστηκαν στο αμερικανικό Κογκρέσο σε βάρος της ιρανικής οικονομίας. Από τη δεκαετία του 1990 και έπειτα, οι πράξεις αυτές είχαν ειδικότερα στόχο την αποτροπή του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος.

Η ισχυρότερη κοινοβουλευτική πράξη κυρώσεων υιοθετήθηκε το 1996 και έμεινε γνωστή με το ακρωνύμιο ISA (Iran Sanctions Act), ενώ στη συνέχεια ανανεώθηκε και διευρύνθηκε. Όπως είναι λογικό, η πράξη αυτή δεν αρκούνταν στο να επιβάλλει κυρώσεις απ’ ευθείας σε ιρανικές επιχειρηματικές δραστηριότητες (που διατηρούσαν ούτως ή άλλως μηδαμινές σχέσεις με τις ΗΠΑ): Προέβλεπε κυρώσεις σε βάρος φυσικών και νομικών προσώπων που είχαν παρουσία στο αμερικανικό έδαφος και ταυτόχρονα διατηρούσαν σχέσεις με το Ιράν. Με άλλα λόγια διέθεταν εξωεδαφικό χαρακτήρα, γεγονός που αποτελεί ακόμη σημαντικό στοιχείο διαφωνίας μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής.

Η ευρωπαϊκή πλευρά ακολούθησε μία αυστηρή πολιτική κυρώσεων μονάχα από την δεκαετία του 2000, με αφορμή την επίσημη ανακοίνωση του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν το 2002. Έπρεπε να φτάσει το 2012 για να επιβάλει εμπάργκο στην εισαγωγή πετρελαίου από την Ισλαμική Δημοκρατία. Οι εξαγωγές της τελευταίας, όπως ήταν λογικό, στράφηκαν προς την Ανατολή (και ιδιαίτερα προς την Κίνα), αλλά δεν κατάφεραν ποτέ να αποκαταστήσουν τα προ των κυρώσεων μεγέθη τους. Αυτό το γεγονός, σε συνδυασμό με την χαμηλή τιμή του πετρελαίου (που υπήρξε συνέπεια της ραγδαίας ανάπτυξης της σχιστολιθικής παραγωγής στις ΗΠΑ), προκάλεσε μία κρίση στην ιρανική οικονομία, η οποία είχε καθοριστικό χαρακτήρα στις εκλογές του 2013. Η ήττα του Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ και η άνοδος στο πρωθυπουργικό αξίωμα του Χασάν Ρουχανί, άνοιξε νέο κύκλο διαπραγματεύσεων με τις χώρες της Δύσης όσον αφορά το πυρηνικό πρόγραμμα.

Η συμφωνία που επετεύχθη το 2015 μεταξύ των έξι εταίρων (ΗΠΑ, Κίνας, Ρωσίας, Γαλλίας, Μεγάλης Βρετανίας και Γερμανίας) και του Ιράν, η οποία ενσωματώθηκε στο ψήφισμα 2231 του ΟΗΕ, διασφάλιζε την αποκλειστική ανάπτυξη ενός πολιτικού πυρηνικού προγράμματος για ειρηνικούς σκοπούς, με αντάλλαγμα την άρση των κυρώσεων που θα έδιναν σημαντικές ανάσες στην ασθμαίνουσα ιρανική οικονομία. Τα δυτικά κεφάλαια αναμένονταν να κυλήσουν και πάλι στο Ιράν, πρωτίστως στον κλάδο των υδρογονανθράκων, που είναι και ο σημαντικότερος τομέας της οικονομίας, όμως απαιτεί σημαντικά έργα εκσυγχρονισμού.

Ωστόσο, την θριαμβολογία της κυβέρνησης Ρουχανί (η οποία έπαιξε το χαρτί της θετικής έκβασης στις διαπραγματεύσεις για να επανεκλεγεί πανηγυρικά το 2017), δεν ακολούθησαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Αυτό συνέβη, όχι λόγω της έλλειψης βούλησης από την πλευρά των ξένων – κυρίως ευρωπαϊκών – εταιριών να επενδύσουν στην πολλά υποσχόμενη ιρανική οικονομία, αλλά κυρίως λόγω της αδυναμίας τους να παρακάμψουν τις αμερικανικές κυρώσεις που βρίσκονταν ακόμη σε ισχύ. Διότι η συμφωνία που επετεύχθη το 2015 αφορούσε τις κυρώσεις που είχαν στόχο να αποτρέψουν το στρατιωτικό πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Πολλά εδάφια του ISA διατήρησαν την ισχύ τους και αυτό ήταν τροχοπέδη για όποιον επενδυτή είχε συμφέροντα επί αμερικανικού εδάφους και ήθελε ταυτόχρονα να επενδύσει στο Ιράν, δηλαδή για όλες τις μεγάλες πετρελαϊκές εταιρίες της Ευρώπης. Μάλιστα, τον Ιούνιο του 2016 έλαβε χώρα σχετική συζήτηση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με την συντριπτική πλειοψηφία των ομιλητών να επικρίνει την αμερικανική πολιτική στο θέμα αυτό. Οι ενστάσεις των ευρωπαίων ηγετών δεν είχαν όμως κανένα πρακτικό αποτέλεσμα. Στην πραγματικότητα, η απόσυρση των ΗΠΑ από τη συμφωνία του 2015 καθαυτή, δεν επηρεάζει δραματικά την ιρανική οικονομία, καθώς οι ευρωπαϊκές επενδύσεις σε αυτήν είναι ήδη όμηροι του ISA. Ίσως μάλιστα να έχει και κάποια θετική επιρροή, καθώς στον απόηχο της γενικότερης κλιμάκωσης των σχέσεων ΗΠΑ-Ιράν, οι τιμές του πετρελαίου αυξάνονται, γεγονός ιδιαίτερα θετικό για κάθε παραγωγό χώρα.

Η σημασία της αμερικανικής απόσυρσης έχει να κάνει περισσότερο με το τί σηματοδοτεί όσον αφορά τις σχέσεις των ΗΠΑ με το Ισραήλ και τη στοχοποίηση του Ιράν ως τη «μήτρα του κακού», αλλά και τον αντίκτυπό της στις αμερικανο-ευρωπαϊκές σχέσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι η απόφαση ανακοινώθηκε από τον Ντόναλντ Τραμπ μονάχα μερικές ημέρες μετά το σόου Νετανυάχου στις 30 Απριλίου, όπου ο πρωθυπουργός του Ισραήλ εμφάνισε «αποδείξεις» (που υποτίθεται ότι είχε καταφέρει να υποκλέψει η Μοσάντ), ότι το στρατιωτικό πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν βρίσκεται σε εφαρμογή παρά τη συμφωνία (ερχόμενος σε πλήρη αντίθεση με τις έντεκα αναφορές που εξέδωσε η Διεθνής Αρχή Πυρηνικής Ενέργειας – ο πλέον αρμόδιος φορέας για τον έλεγχο των ιρανικών εγκαταστάσεων – σχετικά με τη συμμόρφωση του Ιράν με το ψήφισμα 2231 του ΟΗΕ, οι οποίες πιστοποιούν ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει). Η αμερικανική κυβέρνηση, λίγους μήνες μετά την αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ, δικαιώνει και πάλι τις ισραηλινές θέσεις, χωρίς να φαίνεται να ενδιαφέρεται για τις επιπτώσεις μίας τέτοιας στάσης στην κλιμάκωση της βίας στην περιοχή.

Άλλωστε, πλέον, ο υπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ Μάικ Πομπέο μιλάει ανοικτά για «αλλαγή καθεστώτος» (regime change) στο Ιράν. Μην ξεχνάμε επίσης, ότι ισραηλινοί αξιωματούχοι έχουν δηλώσει επανειλημμένα κατά το πρόσφατο παρελθόν ότι η ενδεχόμενη ανάπτυξη πυρηνικών όπλων στο Ιράν θα αντιμετωπιστεί με στρατιωτική επέμβαση του Ισραήλ. Φυσικά, η ισραηλινή κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει μία τέτοια επέμβαση δίχως την συνέργεια ή έστω την ανοχή των συμμάχων της από την Εσπερία. Θα μπορούσαμε να πούμε λοιπόν ότι οι αμερικανικές αποφάσεις του τελευταίου διαστήματος καθιστούν ένα τέτοιο γεγονός πιο πιθανό.

Επιπλέον, δικαιώνουν την θρησκευτική ηγεσία της και τους συντηρητικούς πολιτικούς της Ισλαμικής Δημοκρατίας, οι οποίοι, διά στόματος του ηγέτη του κράτους, Αγιατολάχ Αλή Χαμενεΐ, έχουν εκφράσει εξ’ αρχής και ανοικτά τις ενστάσεις τους για τη συμφωνία του 2015. Ουσιαστικά, η αποτυχία της συμφωνίας αυτής, σε συνδυασμό με την φιλοπόλεμη στάση ΗΠΑ και Ισραήλ ενάντια στο Ιράν και την κλιμάκωση των συγκρούσεων μεταξύ ιρανικών και ισραηλινών δυνάμεων στο συριακό χώρο, δίνει σοβαρό κίνητρο στην ιρανική πλευρά για την επανεκκίνηση του στρατιωτικού πυρηνικού προγράμματος, μοναδικό ανάχωμα στην αμερικανική παρεμβατικότητα, όπως επιβεβαιώθηκε και με την πρόσφατη εμπειρία της Βόρειας Κορέας.

Ανασταλτικό παράγοντα στην κλιμάκωση της έντασης με το Ιράν αποτελούν τα έτερα μέρη της συμφωνίας, που δήλωσαν επανειλημμένα την αντίθεσή τους στην αμερικανική στάση – ενίοτε και με πρωτοφανή τρόπο για τις ευρωπαϊκές ηγεσίες, όπως έγινε με τη δήλωση του Γάλλου υπουργού Άμυνας Ζαν-Υβ Λε Ντριάν, που χαρακτήρισε «απαράδεκτα» τα εξωεδαφικά μέτρα που λαμβάνουν οι ΗΠΑ εναντίον ευρωπαϊκών εταιρειών. Η ένταση στις οικονομικές σχέσεις ΗΠΑ-Ευρώπης είναι ένα νέο δεδομένο, ιδιαίτερα μετά τις τελευταίες ανακοινώσεις Τραμπ περί επιβολής δασμών στις εισαγωγές αλουμινίου και χάλυβα από την ΕΕ (που τελικά ανεβλήθη την 1η Μαΐου), ίσως όχι ανεξάρτητα με τις εξελίξεις στο ιρανικό μέτωπο). Κατόπιν της συνάντησης που πραγματοποίησαν υπουργοί εξωτερικών του Ιράν και Ευρωπαίοι ομόλογοί του την Τρίτη 15 Μαΐου στις Βρυξέλλες, η ΕΕ αποφάσισε να θέσει σε λειτουργία ένα νομικό μηχανισμό ακύρωσης των αμερικανικών κυρώσεων, όπως ανακοίνωσε ο πρόεδρός της Κομισιόν Ζαν-Κλωντ Γιούνκερ από τη Σόφια, την περασμένη Πέμπτη. Υπερασπιζόμενες τα «χαμηλά» συμφέροντα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, οι ηγεσίες των ισχυρών κρατών της ΕΕ δεν δείχνουν διατεθειμένες να υποστηρίξουν μία εχθρική πολιτική έναντι του Ιράν, ακόμα και προς όφελος του εβραϊκού κράτους, το οποίο συνεχίζει να αποτελεί έναν στρατηγικό σύμμαχο στη Μέση Ανατολή. Το «σκληρό» σχέδιο κυρώσεων που ανακοίνωσε χτες ο Μάικ Πομπέο εντείνει περαιτέρω το χάσμα μεταξύ αμερικανών και ευρωπαίων στο ζήτημα του Ιράν.

Ωστόσο, ελλείψει μίας «υψηλής» στρατηγικής για τη σταθεροποίηση της Μέσης Ανατολής και την αποφυγή νέων συρράξεων, είναι αβέβαιο εάν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα συνεχίσουν για πολύ καιρό να υποστηρίζουν συμφιλιωτικές πολιτικές προς το Ιράν, ειδικά εάν η ιρανική κυβέρνηση σκληρύνει και αυτή τη στάση της έναντι του Ισραήλ και των ΗΠΑ. Συγκυριακά όμως, η έκφραση αυτής της δυσαρέσκειας από τη πλευρά των Ευρωπαίων λειτουργεί αποθαρρυντικά στο διπλωματικό πεδίο για τα όποια αμερικανοϊσραηλινά σχέδια πολέμου. Επιπρόσθετα, η αποτρόπαιη αντιμετώπιση των διαδηλώσεων των Παλαιστινίων την περασμένη εβδομάδα από τον ισραηλινό στρατό, απομονώνει ακόμη περισσότερο τη θέση Ισραήλ και ΗΠΑ στην Ευρώπη. Με άλλα λόγια φαίνεται δύσκολο οι Ευρωπαίοι να υιοθετήσουν μία επιθετική πολιτική έναντι της Τεχεράνης σύντομα. Ας ευχηθούμε Ελλάδα και Κύπρος, από προνομιακοί εταίροι του Ιράν, να μην μετατραπούν στο μοναδικό αποκούμπι των σχεδιασμών Τραμπ και Νετανυάχου στην Ευρώπη, τη στιγμή που οι ενέργειες των τελευταίων έχουν απολέσει κάθε ηθικό και πολιτικό έρεισμα.

Δημοφιλή