Είναι γεγονός ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις δύναται να αποτελέσουν περιπτωσιολογική μελέτη εξέτασης των βασικών ζητημάτων που εμπίπτουν στο γνωστικό πεδίο των Διεθνών Σχέσεων. Να τεθούν στη βάσανο του ερμηνευτικού ελέγχου οι βασικές υποθέσεις του κλάδου, ανεξαρτήτως των θεωρητικών καταβολών του εκάστοτε ερευνητή. Παραδείγματος χάριν: ποιος είναι ο ρόλος της ισχύος, ποια τα όρια εφαρμογής των κανονιστικών ρυθμίσεων και ποια η απόσταση μεταξύ καταστατικής αρμοδιότητας και αποτελεσματικότητας των διεθνών οργανισμών στο πλαίσιο λειτουργίας του διεθνούς συστήματος;. Στο πεδίο της ασκούμενης εξωτερικής πολιτικής, η πρακτική συνέπεια αυτών των ζητημάτων στο φάσμα των διμερών σχέσεων, οδήγησε το τελευταίο οκτάμηνο στην αμφισβήτηση της κυρίαρχης προσέγγισης και τη μερική διαφοροποίηση της ελληνικής στάσης έναντι της Άγκυρας.
Διαβάστε επίσης: Πικρές αλήθειες και εθνικός διάλογος
Παρά την, εκ του αποτελέσματος, ανάγκη για την περαιτέρω διαφοροποίηση του πλαισίου και του τρόπου πραγμάτωσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων, παραμένει, μερικώς αναδιπλούμενη αλλά εξακολουθητικά ισχυρή, η συνέχιση της αναποτελεσματικής πολιτικής της προηγούμενης εικοσιπενταετίας. Η ένταση του τουρκικού αναθεωρητισμού αυξάνεται, παρά τις παροτρύνσεις για εξομάλυνση και των απειλών για κυρώσεις από συμμάχους και εταίρους. Διακρίνεται αχνά η τάση ότι η Τουρκία θα αντιμετωπίζεται πλέον με αντίστοιχο τρόπο που η ίδια αντιμετωπίζει την Ελλάδα και την Κύπρο, δηλαδή ως ένα εχθρικό κράτος. Η ελληνική καταγγελία παραβίασης, εκ μέρους της Άγκυρας, των όρων της τελωνειακής ένωσης Τουρκίας - Ευρωπαϊκής Ένωσης λογικά εντάσσεται σε αυτό το πλαίσιο, στο βαθμό που η παραβατική συμπεριφορά δεν προέκυψε πρόσφατα. Οι πρότερες αναφορές περί «δύσκολου γείτονα», «ανάγκης κατανόησης του άλλου», υποχωρούν σταδιακά, τόσο σε επίπεδο ρητορικών σχημάτων, όσο και σ’ αυτό της ασκούμενης πολιτικής. Η Τουρκία είναι εχθρικό κράτος όχι για στερεοτυπικούς λόγους, αλλά διότι η Ελλάδα και η Κύπρος συνιστούν τα φυσικά εμπόδια, λόγω κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων, εκδίπλωσης του τουρκικού αναθεωρητισμού στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο.
Παρά ταύτα, η προσπάθεια παλινόρθωσης της στρατηγικής του «υπολανθάνοντος κατευνασμού» είναι ισχυρή, αλλά οι σχεδόν καθημερινές τουρκικές εξάρσεις επιθετικότητας συνιστούν μία βασανιστική πραγματικότητα, η οποία οδηγεί σε διαρκώς μεγαλύτερες εκλογικεύσεις από τους εγχώριους θιασώτες της. Την προηγούμενη εβδομάδα η ελληνική κοινωνία πληροφορήθηκε ότι δεν παραβιάστηκε η ελληνική κυριαρχία από τις έρευνες του Ορούτς Ρέις (Oruc Reis) νοτίως του Καστελλορίζου.
Τυπικά και με αμιγώς νομικούς όρους η εν λόγω αιτίαση είναι σωστή. Λογικά και στρατηγικά όμως πάσχει.
Πρώτον ουδέποτε η Τουρκία δήλωσε ότι αμφισβητεί την κυριαρχία του Καστελλορίζου, ούτε ότι θα πραγματοποιήσει έρευνες εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων.
Δεύτερον και ακόλουθο, για ποιο λόγο λοιπόν η Ελλάδα κινητοποίησε τον πολεμικό της στόλο την προηγούμενη περίοδο, αλλά και τώρα, στο βαθμό που οι τουρκικές navtex δεν περιλάμβαναν τμήματα εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων;
Τρίτον, αυτό που επικαλέστηκαν ως αιτιολόγηση συνιστά τη βασική στόχευση της Άγκυρας: να παραμείνουν στη σφαίρα του εσαεί δυνητικού τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας.
Τέλος και ίσως το πιο οξύμωρο, με την έννοια της εγγενούς αντίφασης προγενέστερων και μεταγενέστερων θέσεων- πολλοί εξ όσων τα προηγούμενα χρόνια διατράνωναν εναντίον και τελικά απέτρεψαν την άσκηση του δικαιώματος επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12νμ, την ανακήρυξη ΑΟΖ και την κατάθεση συντεταγμένων στον ΟΗΕ σχετικά με τα όρια της υφαλοκρηπίδας, δηλώνουν τώρα πως δεν παραβιάστηκε ελληνική κυριαρχία ή κάποιο κυριαρχικό δικαίωμα, διότι όλα αυτά συνιστούν δυνητικές επιλογές. Βέβαια 25 έτη μετά την κύρωση της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας από την ελληνική Βουλή να μας προσδιορίσουν σε πόσα τέρμινα θα ασκήσουμε τα εν λόγω δικαιώματα προς ανατολάς και κυρίως με ποιόν τρόπο. Όμως το πιο χρήσιμο θα είναι να μας πληροφορήσουν, σύμφωνα με τη δική τους συλλογιστική, το εύρος της αναλωσιμότητας των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων το οποίο θεωρούν αποδεκτό να απεμπολήσουμε, έτσι ώστε να υλοποιηθεί η περιβόητη ελληνοτουρκική «εξομάλυνση».
Επί της αρχής, η αποφυγή κλιμάκωσης της σοβούσας ελληνοτουρκικής κρίσης, είναι σωστή, όμως σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να μετεξελιχθεί σε μία νέα κανονικότητα σε διμερές επίπεδο. Η ακολουθημένη στρατηγική αποφυγής μίας ένοπλης αντιπαράθεσης πρέπει να εμπεριέχει κι ένα σχέδιο άσκησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων ακόμη και χωρίς την συμφωνία της Τουρκίας. Σε διαφορετική περίπτωση η γειτονική χώρα θα επιτύχει τον στρατηγικό της στόχο, να αποτρέψει την άσκηση των δυνητικών (sic) δικαιωμάτων της Ελλάδας.
Η ημέτερη προσμονή κατατριβής της Τουρκίας, αρχής γενομένης το οικονομικό πεδίο, αν τελεστεί θα πρέπει να οδηγήσει παρευθύς σε κεφαλαιοποίηση εκ μέρους της Ελλάδας της δυσχερούς τουρκικής θέσης. Πλέον έχουν εξαντληθεί τα εγχώρια εκλογικευτικά όρια που αφορούσαν την αναζήτηση των ειλικρινών προθέσεων και την κατανόηση των πραγματικών τουρκικών επιδιώξεων. Στην παρούσα συγκυρία πιστεύουμε ότι κάποιος τρίτος παράγοντας θα ελέγξει τον ατίθασο Τούρκο Πρόεδρο. Η αλυσιτελής στρατηγική της ελληνοτουρκικής «προσέγγισης», επιζήτα εξωχώριες αντηρίδες και φυσικά νομιμοποίηση στο εσωτερικό. Βέβαια η πραγματικότητα δεν εκπλήσσει πάντα ευχάριστα, και η προσμονή επαρκούς δυτικού σωφρονισμού προς τον επηρμένο ηγέτη παραμένει στη σφαίρα του δυνητικού. Παράλληλα και συνδυαστικά, τα χρονικά περιθώρια της εν λόγω προσδοκίας, είτε αυτά αφορούν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δεκεμβρίου ή την πιθανότατη διαδοχή στην αμερικανική προεδρία τον προσεχή Ιανουάριο, είναι εξόχως περιορισμένα.