
Μπήκε η άνοιξη φέτος ζητώντας οξυγόνο και ήρθε και η 25η Μαρτίου. Δυστυχώς, αυτή η εθνική γιορτή θεωρούν πολλοί ότι αφορά μόνο τους συντηρητικούς, ξεπερασμένους κύκλους σήμερα και όχι τον προοδευτισμό μας.
Κι αυτό είναι όχι μόνο λάθος μας, αλλά και εντελώς παράδοξο.
Δεν είναι μόνο ότι οφείλουμε να γνωρίζουμε την ιστορία της χώρας μας και όσων πολέμησαν για να μας παραδοθεί ελεύθερη. Οι αγωνιστές του 1821 δεν είχαν καμία σχέση με συντηρητισμό ή πουριτανισμό, αλλά αντίθετα ήταν άτομα εξεγερμένα με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
«Μαζευτήκαμε οκτώ-εννιά, τα παιδιά μου, κάτι ξαδέλφια, κάτι ανίψια και μαζί με το άλογό μου εμείς οι τρελοί ήμασταν δέκα».
Αυτά είναι λόγια που αποδίδονται στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.
Ο μεγάλος αγωνιστής στις 8 Οκτωβρίου 1838 μίλησε στην Πνύκα απευθυνόμενος στους νέους της εποχής του.
«Ὅταν ἀποφασίσαμε νὰ κάμωμε τὴν Ἐπανάσταση, δὲν ἐσυλλογισθήκαμε οὔτε πόσοι εἴμεθα οὔτε πὼς δὲν ἔχομε ἄρματα οὔτε ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἐβαστοῦσαν τὰ κάστρα καὶ τὰς πόλεις οὔτε κανένας φρόνιμος μᾶς εἶπε «ποῦ πᾶτε ἐδῶ νὰ πολεμήσετε μὲ σιταροκάραβα βατσέλα», ἀλλὰ ὡς μία βροχὴ ἔπεσε εἰς ὅλους μας ἡ ἐπιθυμία τῆς ἐλευθερίας μας…»
Είχε ήδη εξηγήσει στους νέους αυτούς ότι οι αρχαίοι Έλληνες υπήρξαν σπουδαίοι, αλλά λόγω διχόνοιας κατέληξαν να υποταχτούν στους Ρωμαίους και μετέπειτα σε άλλους λαούς. Τους μίλησε για τη Φιλική Εταιρεία, για τη γνώση που υπήρξε η σπίθα της Επανάστασης. Και ύστερα έφτασε και στη διχόνοια που την έπληξε.
«Ἑκατὸν Ἕλληνες ἔβαζαν πέντε χιλιάδες ἐμπρός, καὶ ἕνα καράβι μίαν ἁρμάδα. Ἀλλὰ δὲν ἐβάσταξεν. Ἠλθαν μερικοὶ καὶ ἠθέλησαν νὰ γένουν μπαρμπέρηδες εἰς τοῦ κασίδη τὸ κεφάλι. Μᾶς πονοῦσε τὸ μπαρμπέρισμά τους. Μὰ τί νὰ κάμωμε; Εἴχαμε καὶ αὐτουνῶν τὴν ἀνάγκη. Ἀπὸ τότε ἤρχισεν ἡ διχόνοια, καὶ ἐχάθη ἡ πρώτη προθυμία καὶ ὁμόνοια. Καὶ ὅταν ἔλεγες τὸν Κώστα νὰ δώσει χρήματα διὰ τὰς ἀνάγκας τοῦ ἔθνους, ἢ νὰ ὑπάγει εἰς τὸν πόλεμο, τοῦτος ἐπρόβαλλε τὸν Γιάννη. Καὶ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο κανεὶς δὲν ἤθελε οὔτε νὰ συνδράμει οὔτε νὰ πολεμήσει.»
Για τη διχόνοια της Επανάστασης έχει γράψει σε πολλά σημεία και ο Ιωάννης Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του:
«κι′ αφανίστηκαν οι άνθρωποι από τον σκοτωµόν του ντουφεκιού και γρανάτων και καταπληγώθηκαν και γιατρόν δεν είχαν και ταίνιασαν από την πείνα. Μισή χούφτα αραποσίτι παίρναν κ′ έτρωγαν δεκαφτά µερόνυχτα. Είχαν τον ‘Αργειον-Πάγον να τους προµηθεύη τ’ αναγκαία του πολέµου κι′ αυτείνοι, οι αφεντάδες, κάθονταν εις τα καράβια κ′ έτρωγαν κ′ έπιναν, κ′ εκείνους οπού κιντύνευαν δια την πατρίδα τους προµήθευαν διχόνοιαν και διαίρεσιν αναµεταξύ τους».
Οφείλουμε να μάθουμε για την Επανάσταση του 1821 γιατί αυτά που πήγαν να την καταστρέψουν, απειλούν να καταστρέψουν- αν δεν το έχουν ήδη κάνει- τη χώρα μας στο πολύπαθο παρόν.
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ήταν νόθος γιος μιας γυναίκας, που όταν πέθανε ο πρώτος της σύζυγος έγινε καλόγρια και γι’ αυτό τον έλεγαν «ο γιος της καλόγριας».
Γράφει ο Δημήτρης Φωτιάδης στο βιβλίο του «Καραϊσκάκης» (1956):
«Φτώχια όλα, τα πάντα, και μιζέρια γύρω του, μα η δική του ζωή ήταν πιο άχαρη απ′ όλες. Και τούτη τη σκοτεινή εικόνα δεν τη λησμόνησε ποτέ. Γι’ αυτό συμπονούσε τον αδύνατο και κατηγόραγε όσους του φέρνονταν άδικα. Συχνά, όταν πια τράνεψε έλεγε:
-Όποιος γίνεται αφέντης χωρίς να γίνει δούλος, είναι μπάσταρδος αφέντης κι αλίμονο στο δούλο. (…)
Παρατάει τους Σαρακατσαναίους, φεύγει από το Μαυρομάτι και τραβάει για τη Γράλιστα (Ελληνόπυργο), που βρίσκεται ίσαμε πέντε ώρες δρόμο από τη σημερινή Καρδίτσα. Κι εκεί λίγο πιο κάτω απ′ το χωριό, στη σπηλιά του Λώλου, στήνει το πρώτο λημέρι του. Είχε τη γη για στρώμα, προσκέφαλο την πέτρα. Τα μόνα άρματά του για να μη πεθάνει από την πείνα, ήταν η σβελτάδα του κι η καπατσοσύνη του. Έκλεβε φρούτα κι άλλοτε άρπαζε καμιά κότα. Τέτοια κακή φήμη απόχτησε τότες, που οι μάνες, σ′ αυτά τα μέρη, ακόμα ως χτες λέγανε στους κανακάρηδές τους, άμα τους βλέπανε να αλητεύουν:
Σαν τον Καραϊσκάκη καταντήσατε, βρέ!»
Στη «Βιογραφία του Γεώργιου Καραϊσκάκη» του Δ. Αινιανού (1903) δημοσιεύθηκε πρώτη φορά συλλογή αποφθεγμάτων και ανεκδότων σχετικών με τον Καραϊσκάκη κι εκεί μπορεί κανείς να πάρει μια ιδέα για αυτήν την έντονη και παρορμητική προσωπικότητα, που τη χαρακτήριζε μια αδιάκοπη αθυροστομία. Αντίστοιχα περιστατικά αναφέρονται στα πρακτικά του συνεδρίου «Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης και η εποχή του» (2021) , σελ 375, 503.
Η Μαντώ Μαυρογένους ήταν μια γυναίκα αριστοκρατικής καταγωγής, η οποία πρόσφερε την περιουσία της στον ελληνικό αγώνα. Κοιμόταν στο στρατόπεδο, στην ίδια σκηνή με τον μεγάλο της έρωτα, τον Δημήτριο Υψηλάντη, με τον οποίο δεν ήταν παντρεμένη, γεννώντας σοκ και κακία στους γύρω. Η συνεισφορά της στον αγώνα δεν αναγνωρίστηκε όσο ζούσε, όπως δεν αναγνωριζόταν σχεδόν ποτέ η συνεισφορά των γυναικών στον οποιοδήποτε τομέα τους προηγούμενους αιώνες. Πέθανε λησμονημένη και πάμφτωχη και σαφώς υπήρξε αυτό που θα λέγαμε σήμερα «θύμα ιδεών και συμπεριφορών της πατριαρχικής κοινωνίας».
Ο Θεόδωρος Μπανκλάρ έγραψε για τη σχέση της Μαυρογένους με τον Υψηλάντη στο βιβλίο του «Ο οίκος των Μαυρογένη» (Εκδόσεις Εστία):
«Ο πατέρας μου Γεώργιος Κοζάκης Τυπάλδος, επίσης από τους πρώτους συντρόφους του Υψηλάντη, τον οποίο όμως μια σοβαρή ασθένεια τον ανάγκασε να αφήσει την Ελλάδα πριν από το τέλος του πολέμου, μου μίλησε με καλά λόγια για τη δεσποινίδα Μαντώ Μαυρογένους και επέκρινε αυστηρά τη βάναυση συμπεριφορά των υπόλοιπων συντρόφων του Υψηλάντη σχετικά με τη θαρραλέα αυτή γυναίκα. Είχε δίκιο, πιστεύω, όταν απέδιδε αυτή τη συμπεριφορά στις ανατολίτικες προκαταλήψεις της εποχής, καθώς ένα όμορφο και νεαρό πρόσωπο που συνοδεύει τον Υψηλάντη στο στρατόπεδο, ένα αμοιβαίο αίσθημα μεταξύ δύο νέων ανθρώπων, σκανδάλιζε και τρόμαζε τους άνδρες της εποχής στην Ανατολή».
Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα γεννήθηκε στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης, όταν η μητέρα της επισκέφθηκε τον επαναστάτη, φυλακισμένο πατέρα της.
Ο ιστορικός και δημοσιογράφος, Ιωάννης Φιλήμων, αγωνιστής και ο ίδιος στην Επανάσταση του 1821 έγραψε ότι μπροστά της:
«ο άνανδρος ησχύνετο και ο ανδρείος υπεχώρει».
Αν και ανδρεία, η Μπουμπουλίνα ως γυναίκα ήταν και ευαίσθητη μέσα στην ανδρική βία. Στην «Εφημερίδα των Κυριών» (1887) έχει περιγράψει η Μαρία Μ. Μαυροκορδάτου την προσπάθειά της να σώσει αθώες γυναίκες:
«Παιδιά, είπεν η Μπουμπουλίνα, ο υιός μου Ιωάννης προ οκτώ μόλις ημερών έπεσεν υπό τη σπάθην των άγριων Τούρκων. Δεν διψώ, όμως, το αίμα των γυναικών διότι αυταί είναι αθώαι. Σας δίδω τους θησαυρούς των, τα πολύτιμα αυτών κοσμήματα, αλλά προς Θεού! Φεισθήτε της ζωής και της τιμής των.»
Η σπουδαία αυτή Ελληνίδα έγινε η πρώτη γυναίκα ναύαρχος του ρωσικού στόλου στην ιστορία της Ρωσίας.
Οι αγωνιστές και οι αγωνίστριες του 1821, λοιπόν, ήταν άτομα ντόμπρα, ανυπότακτα κι ατίθασα, πρωτοπόρα κι ιδιόρρυθμα που πήγαν κόντρα στη βεβαιότητα, πολλές φορές πληρώνοντας μεγάλο τίμημα. Δεν είχαν καμία σχέση με τους ξύλινους, βαρετούς λόγους με τους οποίους τους μνημονεύουν στο σήμερα. Οι καθόλου συντηρητικές προσωπικότητες τους είναι πολύ ενδιαφέρουσες και αξίζει να μαθαίνουμε για αυτές.
Κι αν κάτι κατέστησε την Επανάσταση κάτι εφικτό ήταν αυτό που μας λείπει εντελώς στο σήμερα. Η ύπαρξη οράματος.
«Ἡ προκοπή σας καὶ ἡ μάθησή σας νὰ μὴν γίνει σκεπάρνι μόνο διὰ τὸ ἄτομό σας, ἀλλὰ νὰ κοιτάζει τὸ καλὸ τῆς Κοινότητος, καὶ μέσα εἰς τὸ καλὸ αὐτὸ εὑρίσκεται καὶ τὸ δικό σας», είπε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στους μαθητές στην Πνύκα κλείνοντας τον λόγο του. Ο καθένας μπορεί να αναρωτηθεί μόνος του τι θα έλεγε ο μεγάλος οπλαρχηγός αν από τον άλλο κόσμο έβλεπε σήμερα εμάς, τους Νεοέλληνες απογόνους του.
Κι αυτά ακριβώς τα λόγια του μιλούν για ό,τι περισσότερο χρειαζόμαστε αυτή τη στιγμή.