Η μεταρρύθμιση Χατζηδάκη επί των εργασιακών, φέρνει αντιμέτωπη την κυβέρνηση με τα μεσαία και τα κατώτερα στρώματα. Σε πρόσφατη δημοσκόπηση (Alco-Open) το 54% της κοινής γνώμης παρουσιάζεται να έχει αρνητική γνώμη για την μεταρρύθμιση, ενώ μόνο το 25% την υποστηρίζει, (δηλώνει ανενημέρωτο 21%).
Προφανώς όμως, οι κινητοποιήσεις εναντίον της, στις οποίες κυριαρχεί η μεταπολιτευτική αριστερά και η συνδικαλιστική γραφειοκρατία δεν εκφράζουν την πλειοψηφική αυτή αντίθεση. Ούτε αντιπροσωπεύουν την αγωνία των μεσαίων και των κατώτερων στρωμάτων για το εργασιακό τους μέλλον και το εισόδημά τους.
Οι κυβερνητικοί σχεδιασμοί
Το νομοσχέδιο περιλαμβάνει κάποιες θετικές ρυθμίσεις αλλά και πολλές αρνητικές.
Γενικότερα η κυβέρνηση επενδύει σ’ ένα ολιγοπωλιακό μοντέλο ανασυγκρότησης, που φιλοδοξεί να αντιμετωπίσει τα διαχρονικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας με βάση το μεγάλο κεφάλαιο, την μεγάλη επιχείρηση, την μεγάλη ξένη επένδυση (αδιαφορώντας για παράδειγμα, αν θα αφορά στην παραγωγή ή σε καζίνο και ξενοδοχεία).
Αυτή η λογική διαπερνά και την εργασιακή μεταρρύθμιση: Όταν θεσμοθετεί την επέκταση της διευθέτησης του χρόνου εργασίας στις ατομικές συμβάσεις (το περίφημο «ρεπό») και την χαλάρωση της εργατικής νομοθεσίας επί των απολύσεων, διευκολύνει τις μεγάλες πολυεθνικές αλλά και εγχώριες επιχειρήσεις –γιατί με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται περαιτέρω μείωση του κόστους της ανειδίκευτης και χαμηλοειδικευόμενης εργασίας.
Η ψηφιακή κάρτα, που αξιοποιεί το momentum Πιερρακάκη στις νέες τεχνολογίες, αποσκοπεί στο περιορισμό των άτυπων μορφών απασχόλησης, και κατ’ επέκταση στην βελτίωση του ύψους εσόδων στο ασφαλιστικό από τις εργασιακές εισφορές –προϋπόθεση απαραίτητη προκειμένου να εφαρμόσει μειώσεις στις τελευταίες όπως έχει εξαγγείλει.
Οι εφαρμογές επί της συνδικαλιστικής νομοθεσίας (ηλεκτρονικό μητρώο για την πάταξη των συνδικάτων-σφραγίδα, ηλεκτρονικές ψηφοφορίες για τις απεργίες, θέσπιση προσωπικού ασφαλείας και λειτουργία των Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας τις ημέρες των απεργιών κ.ο.κ.) προορίζονται για να λειτουργήσουν κυρίως στον κρατικό τομέα.
Προσβλέπουν στην περαιτέρω αποδυνάμωση των συνδικαλιστικών γραφειοκρατιών του ίδιου του δημοσίου τομέα, προκειμένου να προχωρήσει η κυβέρνηση σε μια σειρά αναδιαρθρώσεων και αποκρατικοποιήσεων που έχουν ήδη αποφασιστεί (ΟΑΕΔ, ΕΦΚΑ κ.λπ.).
Τέλος, με μια σειρά μέτρων ευνοϊκών για την εργαζόμενη οικογένεια, όπως την θέσπιση άδειας πατρότητας (15ημέρες με τη γέννηση του παιδιού), γονικής άδειας (που υποπληρώνεται κατά το ήμισύ της μόνο από τον ΟΑΕΔ), άδειας φροντιστή και την βελτίωση της νομοθεσίας για την προστασία της μητρότητας αποσκοπεί στην αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος.
Αυτά που κάνει όμως είναι πολύ λίγα. Πρόσφατα μέχρι και η ίδια η Κομισιόν έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για τις άμεσες μακρο-οικονομικές συνέπειες της γήρανσης/συρρίκνωσης του πληθυσμού, της φυγής των νέων αλλά και της αποεπένδυσης στις υποδομές, λέγοντας ότι οι παθογένειες αυτές ενδέχεται να εγκλωβίσουν την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας μετά από το 2022-2023, στη «χαμηλή πτήση» του 1%-1,5%.
Γεγονός που θα σημαίνει ότι η χώρα θα καταδικαστεί να ζει με οριακή δημοσιονομική διαθεσιμότητα, χαμηλούς μισθούς και μεγάλες κοινωνικές ανισότητες για όλη την διάρκεια της δεκαετίας του 2020.
Η πραγματικότητα της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας
Η επέκταση του μέτρου «διευθέτησης του χρόνου εργασίας» στις ατομικές συμβάσεις συγκεντρώνει δικαίως τα πυρά της δυσαρέσκειας.
Αυτό συμβαίνει γιατί το μέτρο αγγίζει μεγάλη μερίδα του εργατικού δυναμικού –η Ελλάδα έχει ποσοστό κάλυψης των συλλογικών διαπραγματεύσεων 26%, που είναι το χαμηλότερο στην Ε.Ε., (στην Γερμανία είναι άνω του 50% και στην Γαλλία προσεγγίζει το 90%).
Το 63,81% των εργαζόμενων στην Ελλάδα έχει μεικτό μισθό μέχρι 1.000 € και χρησιμοποιούν στην συντριπτική τους πλειοψηφία (73,1%) την πρακτική των αμειβόμενων υπερωριών για την συμπλήρωση του διαθέσιμου εισοδήματός τους.
Ο εργαζόμενος κόσμος της Ελλάδας έχει ανάγκη από μεγαλύτερο εισόδημα και όχι από περισσότερο ελεύθερο χρόνο, όπως διατυμπανίζει ο υπουργός.
Οι χαμηλοί μισθοί που χαρακτηρίζουν την ελληνική οικονομία είναι απόρροια των παρασιτικών ανισορροπιών της: Η ελληνική οικονομία στηρίζεται υπερβολικά (το 1/3 του εργατικού δυναμικού) στην κατανάλωση, τον τουρισμό και τις μεταφορές, που είναι κλάδοι εντάσεως χαμηλόμισθης εργασίας.
Διαθέτει ταυτόχρονα ισχνό παραγωγικό αποτύπωμα στον πρωτογενή τομέα ή την μεταποίηση, οι οποίοι επιβιώνουν περισσότερο χάρις τους χαμηλούς μισθούς της (συνήθως μεταναστευτικής) εργασίας και λιγότερο με την βοήθεια της τεχνολογίας.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ότι δημιουργείται μια πόλωση στην αγορά εργασίας μεταξύ των χαμηλών και των πολύ υψηλών αμοιβών και συνακόλουθα η δραστική συρρίκνωση της μεσαίας κλίμακας.
Η πραγματικότητα αυτή δεν «έπεσε από τον ουρανό», αλλά είναι απόρροια της συγκεκριμένης οικονομικής στρατηγικής που υιοθέτησαν οι εγχώριες ελίτ τις τελευταίες δεκαετίες: Η επιμονή στην υποκατάσταση της εργασίας των ντόπιων από ξένους, για παράδειγμα, και στην ευρύτερη λογική του «θα λύσουμε το δημογραφικό διά της μετανάστευσης», εγκλώβισε τις παραγωγικές επιχειρήσεις σε πρακτικές εντάσεως ανειδίκευτης εργασίας και ανέβαλε τον τεχνολογικό και οργανωτικό εκσυγχρονισμό τους.
Οι οικονομικές ελίτ πιστές στην λογική της αρπαχτής και όχι των μακροχρόνιων επενδύσεων, χρησιμοποίησαν το εγχείρημα της παγκοσμιοποίησης για να εγκαταλείψουν την παραγωγή εν γένει και να επιδοθούν σε μοντέλα τουριστικής μονοκαλλιέργειας, τον «κύριο εισαγόμενο», τον διαπλεκόμενο εργολάβο.
Ανάλογη επίδραση είχε και η πολιτική που ακολουθήθηκε σε δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση –όχι από τους βιομηχάνους αλλά από την ακαδημαϊκή, παγκοσμιοποιητική αριστερά των παιδαγωγικών ινστιτούτων και των πανεπιστημίων.
Κατάφεραν η ελληνική περίπτωση να χαρακτηρίζεται ταυτόχρονα από έλλειμμα μόρφωσης και δεξιοτήτων στις κατώτερες τάξεις, πλεόνασμα δεξιοτήτων και τυπικών προσόντων στις μορφωμένες τάξεις, την ίδια στιγμή που τα πανεπιστήμια προσαρμόζονταν ελέω εθνομηδενισμού περισσότερο στις ανάγκες της… γερμανικής αγοράς εργασίας παρά σε εκείνες της ελληνικής οικονομίας.
Παρ’ ό,τι βαφτίστηκε ως «εκσυγχρονιστική», η πολιτική αυτή εγκλώβισε την ελληνική οικονομία σε έναν φαύλο κύκλο καχεξίας.
Η δομή της ελληνικής αγοράς εργασίας, όπως επαναλαμβάνουν μονότονα οι αναλύσεις της Eurostat, και των μεγάλων διεθνών οίκων, ομοιάζει με αυτές της Τουρκίας και των δυτικών Βαλκανίων, παρά με τις χώρες της Ε.Ε.
Η συρρίκνωση εισοδημάτων στις μεσαίες και κατώτερες τάξεις, ήταν οξεία μέσα στην κρίση, και τείνει να δημιουργήσει πλέον ένα παγιωμένο χάσμα κοινωνικών ανισοτήτων, ακριβώς εξαιτίας του παρασιτικού μοντέλου.
Το ίδιο μοντέλο ενταφιάζει και τις ευρύτερες προοπτικές του κόσμου της εργασίας, καθώς προάγει τον τύπο των απασχολήσεων που μένουν περισσότερο εκτεθειμένες στους σαρωτικούς μετασχηματισμούς του εργασιακού μοντέλου που επιφέρει η ψηφιοποίηση, η τεχνητή νοημοσύνη και η ρομποτοποίηση της οικονομίας.
Οφείλουμε να σημειώσουμε πως το παρασιτικό μοντέλο που ακόμα κυριαρχεί, δεν πλήττει την χώρα μόνον κοινωνικά, αλλά και εθνικά γιατί ενισχύοντας τα ελλείμματα της Ελλάδας με το εξωτερικό (εμπορικά, ενεργειακά κ.ά.) πλήττεται καίρια η οικονομική της αυτοδυναμία.
Υπάρχει εναλλακτική στρατηγική;
Το επίπεδο της εργασιακής δικαιοσύνης στην Ελλάδα, καθώς και της άμβλυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων, θα κριθούν από δύο πράγματα: Πρώτον, το αν η οικονομία θα καταφέρει να μετασχηματιστεί ενισχύοντας παραγωγικές δραστηριότητες υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Δεύτερον, αν η ελληνική εκπαίδευση ανασυγκροτηθεί καταφέρνοντας να αντιμετωπίσει την καθίζηση της μόρφωσης, της καλλιέργειας και των τεχνικών δεξιοτήτων στην βάση της κοινωνικής πυραμίδας, αλλά και την ισχνή αλληλεπίδραση μεταξύ τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και εγχώριας οικονομίας.
Οικονομική δικαιοσύνη δεν μπορεί να υπάρξει όταν εγκαταλείπονται οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στο έλεος της «φυσικής επιλογής» που προκύπτει από την αποχαλίνωση του αθέμιτου ανταγωνισμού.
Η έκθεση Πισσαρίδη ορθώς υποδεικνύει το πρόβλημα παραγωγικότητας, και εκσυγχρονισμού των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων.
Εντούτοις άλλες χώρες επέλεξαν διαφορετικούς δρόμους αντιμετώπισης, στην Ιαπωνία και την Ιταλία, το κράτος χρησιμοποιεί το τραπεζικό σύστημα ως μέσο για την δημιουργία πλέγματος συνεργειών, ενθαρρύνει, δηλαδή, τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις να συγκροτούν ένα δίκτυο υπεργολάβων γύρω από τις μεγάλες. Με αυτόν τον τρόπο, οι χώρες αυτές πετυχαίνουν τον εκσυγχρονισμό του επιχειρείν δίχως την καταστροφή της κοινωνικής φυσιογνωμίας της χώρας τους.
Στην Ελλάδα, το κράτος οφείλει να καθοδηγήσει τους μετασχηματισμούς αυτούς. Στην μετά την πανδημία εποχή ο ρόλος του κράτους σαν σχεδιαστή της ελεύθερης αγοράς (και όχι ως νυχτοφύλακά της, όπως ήθελε ο νεοφιλελευθερισμός) ενισχύεται σε παγκόσμια κλίμακα.
Οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης είναι ζωτικής σημασίας να ανανεώσουν το σύνολο της οικονομικής δομής και να μην κατευθυνθούν στην ανανέωση και τον εκσυγχρονισμό του μεγάλου κεφαλαίου.
Όσο για τις μεταρρυθμίσεις επί των εργασιακών, θα πρέπει να αλλάξουν περιεχόμενο, ώστε να εκφράσουν περισσότερο τις ανάγκες του κόσμου της εργασίας:
Η «διευθέτηση του χρόνου εργασίας» να εφαρμόζεται στοχευμένα, σε εργαζόμενους ατομικών συμβάσεων που αμείβονται με καλούς μισθούς και δεν έχουν ανάγκη από το συμπλήρωμα των υπερωριών, αλλά από ελεύθερο χρόνο.
Η διευκόλυνση των απολύσεων δημιουργεί ευνοϊκό κλίμα για την περαιτέρω επέκταση των χαμηλά αμειβόμενων και ανειδίκευτων θέσεων εργασίας. Υπηρετεί το μοντέλο της εναλλάξιμης, ελαστικής εργασίας, το οποίο με τη σειρά του βασίζεται στην αθρόα μετανάστευση και την υποκατάσταση του εγχώριου εργατικού δυναμικού. Ενισχύεται με αυτόν τον τρόπο η αγορά εργασίας των δύο ταχυτήτων.
Οι πολιτικές εναρμόνισης της οικογενειακής με την επαγγελματική ζωή είναι αρκετά αποσπασματικές και ανεπαρκείς, και θα παραμένουν τέτοιες όσο δεν πλαισιώνονται από μια ευρύτερη στρατηγική επί του δημογραφικού. Οι επιχειρήσεις μεγάλης/πολύ μεγάλης κεφαλαιοποίησης θα πρέπει να υποχρεωθούν να παρέχουν παιδικούς σταθμούς και χώρους δημιουργικής απασχόλησης των παιδιών προσχολικής ηλικίας. Τέλος, το επίδομα γεννήσεων να αυξάνεται κλιμακωτά από το 1ο, στο 2ο, στο 3ο παιδί κ.ο.κ.
Ένα σημείο τέλος για τον συνδικαλισμό. Ο παραγκωνισμός και η πλειοψηφική κοινωνική του απαξίωση οφείλεται στον εναγκαλισμό του με την κομματοκρατία, στην εργαλειοποίησή του από την μεταπολιτευτική αριστερά, την απομόνωσή του στις νησίδες της εργασιακής εξασφάλισης του δημοσίου, και συνακόλουθα την άλωση από το συντεχνιασμό της τελευταίας.
Εδώ και δεκαετίες, οι συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες αποφεύγουν συνειδητά να συνδέσουν τα επί μέρους αιτήματα, με τις ευρύτερες ανάγκες της κοινωνίας και της χώρας:
Η συμπεριφορά του εκπαιδευτικού συνδικαλισμού, που εμμένει σε μισθολογικά αιτήματα, και δεν τοποθετείται ποτέ επί της σχολικής αποτυχίας, της αμάθειας, της απαξίωσης της εθνικής παιδείας αλλά και των τεχνικών δεξιοτήτων μέσα στην εκπαίδευση είναι εξόχως χαρακτηριστική.
Εξίσου χαρακτηριστικές είναι απεργιακές κινητοποιήσεις στον δημόσιο τομέα, που εμμένοντας με τρόπο ισοπεδωτικό στο ιδιαίτερο συμφέρον, καταλήγουν πολλές φορές να θέτουν σε ομηρία την κοινωνία και όχι την εξουσία. Καταλήγουν με αυτές τις πρακτικές να πυροδοτούν έναν κοινωνικό αυτοματισμό, που προκαλεί την αποξένωση αν όχι την εναντίωση της κοινωνικής πλειοψηφίας στα συνδικάτα. Δεν είναι τυχαίο, εξ άλλου ότι έρχονται εδώ και χρόνια, συστηματικά, τελευταία στις δημοσκοπήσεις που καταγράφουν την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς.