Το μοντέλο της Ελλάδος ως μιας «ακροπεριφερειακής» επαρχίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης δείχνει να έχει εξαντλήσει σχεδόν πλήρως τη δυναμική και τις δυνατότητές του.
Άλλωστε είχε και αυτή η στρατηγική σοβαρές αρνητικές πτυχές, καθότι η Ελλάς κατέληξε να είναι -παρά τη θέση και την ευρύτερη δυνητική προοπτική της- έρμαιο στις γεωπολιτικές ορέξεις άλλων δυνάμεων όπως π.χ. είναι η Γερμανία.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει εδώ και πολλά χρόνια άλλωστε που δεν είναι ευρωπαϊκή, παρά μόνο καθαρά ένα εργαλείο της Γερμανίας στην προώθηση την γεωπολιτικών στόχων της.
Μα θα αναρωτηθεί κανείς. Να αφήσουμε την ΕΕ; Φυσικά και όχι. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι πρέπει να παραμείνουμε ο «φτωχός συγγενής», το «καλό παιδί» για τα θελήματα που λέει σε όλα ναι και δεν αποφασίζει το ίδιο για τον εαυτό του. Αντιθέτως η Ελλάς στο πλαίσιο της ΕΕ πρέπει να αναπτύξει ένα μοντέλο που θα της προσδώσει χαρακτηριστικά περιφερειακής δύναμης στις περιοχές της Χερσονήσου του Αίμου (λανθασμένα αποκληθέντων Βαλκανίων), της Παρευξείνιας ζώνης, του Καυκάσου, της Μέσης Ανατολής, της Ανατολικής Μεσογείου και της Βορείου Αφρικής.
Η προσπάθεια επαναδραστηριοποίησης της Ελλάδος σε όλο αυτό γεωγραφικό πλαίσιο μπορεί να ξεκινήσει από την επαναπροσέγγιση του ελληνικού κράτους με τις κατά τόπους ελληνικές εθνικές μειονότητες που δυστυχώς είναι ξεχασμένες στο έλεος του Θεού εδώ και πολλά πολλά έτη…
Ονομάζοντας ελληνικές εθνικές μειονότητες εννοούνται όλοι οι Έλληνες στην καταγωγή ή Ελληνορθόδοξοι που κατοικούν διαχρονικά σε περιοχές εκτός του ελληνικού κράτους.
Σε αυτούς προφανώς δεν περιλαμβάνονται -τουλάχιστον σε αυτό το πλαίσιο- οι Έλληνες ομογενείς οικονομικοί μετανάστες του 19ου και 20ου αιώνος που πήγαν κατά το πλείστον σε Δυτική Ευρώπη, Αμερική & Αυστραλία, αλλά ούτε και το τελευταίο κύμα μετανάστευσης της δεκαετίας της οικονομικής κρίσης.
Οι Έλληνες ομογενείς της διασποράς που κατοικούν στις προαναφερθείσες χώρες απολαύουν όλων των δικαιωμάτων τους αφενός, αφετέρου διατηρούν ισχυρούς σε μεγάλο βαθμό δεσμούς με τη μητέρα πατρίδα.
Αντιθέτως οι άλλοι «ξεχασμένοι» Έλληνες διώκονται καθημερινώς από ξένες κρατικές αρχές εχθρικές ή αδιάφορες ως προς τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία.
Ο πρόσφατος βίαιος ξεριζωμός των Ελλήνων της Ουκρανίας και ιδίως δε της Μαριούπολης που μετρούν αιώνες αδιάλειπτης παρουσίας καθιστούν την ανωτέρω ανάγκη εθνικής παγκόσμιας επανασυσπείρωσης ασφυκτικά επιτακτική.
Πρώτο και γνωστότερο παράδειγμα ελληνικής εθνικής μειονότητας απηνώς διωκόμενης από το αλβανικό κράτος είναι ο βορειοηπειρωτικός Ελληνισμός. Έλληνες κατοικούν στη Βόρειο Ήπειρο από αρχαιοτάτων χρόνων, καταφέρνοντας να διατηρήσουν την εθνική και θρησκευτική τους ιδιοσυστασία επί αιώνες παρά τις εναλλαγές των κατακτητών στο έδαφός τους. Το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας του 1914 αναγνωρίζει την αυτονομία της ελληνικής εθνικής μειονότητας της Βορείου Ηπείρου.
Η εν λόγω συνθήκη δεν έχει καταργηθεί η τροποποιηθεί από καμία άλλη έως και σήμερα!
Πότε καμία ελληνική κυβέρνηση ωστόσο δεν έχει αξιώσει από τις αλβανικές αρχές την εφαρμογή της εν λόγω συνθήκης, συμπεριφορά χώρας που αποτελεί πράγματι παγκόσμια πρωτοτυπία αναισθησίας, αδιαφορίας ή ανομολόγητης προδοσίας της Ελλάδος απέναντι σε Έλληνες που είχαν απλά την ατυχία να κατοικούν εκτός Ελλάδος και μάλιστα δίπλα της σε όμορη χώρα…
Χαρακτηριστική είναι δε η περίπτωση των βοσκών της νήσου Σασώνος -που εξεχώρησε η Ελλάς στην Αλβανία χωρίς κανένα αντάλλαγμα το έτος 1912 (!),- οι οποίοι παρακαλούσαν τις ελληνικές αρχές να μην εκχωρήσουν τη νήσο στη γειτονική χώρα… λέγοντας ότι είναι Έλληνες και ότι θέλουν να ανήκουν στην Ελλάδα και όχι στην Αλβανία!
Η δε συνεχιζόμενη παράνομη κράτηση του νόμιμα εκλεγμένου Δημάρχου Χειμάρρας αποδεικνύει του λόγου το ασφαλές και πόσο επιτακτική είναι η προστασία των Βορειοηπειρωτών και η επανασύνδεση μαζί τους.
Έτερη περίπτωση γνωστοτάτης ελληνικής εθνικής μειονότητας είναι οι Έλληνες της Τουρκίας. Το 1955 και το 1964 η ελληνική κυβέρνηση έκανε πως δεν γνώριζε… τους διωχθέντες Έλληνες της Πόλης με αποτέλεσμα σήμερα και μετά τους απηνείς εις βάρος των διωγμούς να αριθμούν μόλις 2.500 άτομα.
Ανάλογα γεγονότα έχουν συμβεί και με τους Ιμβρίους και τους Τενεδίους που συν τω χρόνω το τουρκικό κράτος φρόντισε «χειρουργικά» να αποδεκατίσει, παραβιάζοντας τη συνθήκη της Λωζάννης.
Τέλος υφίστανται ελληνοποντιακοί πληθυσμοί στον Πόντο οι οποίοι άλλοι είναι κρυπτοχριστιανοί και άλλοι είναι μουσουλμάνοι, αλλά σε κάθε περίπτωση ομιλούν την ποντιακή διάλεκτο της ελληνικής γλώσσας, έχοντες ελληνική εθνική αυτοσυνειδησία…Ήδη ….απόντος του ελληνικού κράτους, καθηγήτρια ξένου πανεπιστημίου κάνει σημαντικές προσπάθειες για την ανάδειξη της ελληνικής γλώσσας που ομιλούν.
Επιπροσθέτως αλγεινή εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι οι περίπου 200.000 Έλληνες των γειτονικών Σκοπίων παραμένουν άγνωστοι κυριολεκτικά και μεταφορικά για το ελληνικό κράτος.
Η μειονότητα αυτή ευρισκόμενη στην περιοχή της αρχαίας Πελαγονίας και για της οποίας τα δικαιώματα δεν υπήρξε καμία πρόβλεψη στην έτσι κι αλλιώς κατάπτυστη συμφωνία των Πρεσπών αποτελεί έναν κρυμμένο θησαυρό για την Ελλάδα…
Το σκοπιανό κρατίδιο έχει ήδη απαγορεύσει την ελληνική οργάνωση «Μοσχόπολη» επειδή έκανε μεταξύ άλλων μαθήματα ελληνικών και από το ελληνικό κράτος δεν υπήρξε δυστυχώς καμία αντίδραση…
Στον χώρο της μέσης Ανατολής η περίπτωση των Ελλήνων της Συρίας είναι δε από τις πλέον χαρακτηριστικές της αδιαφορίας του ελληνικού κράτους. Ελληνικοί πληθυσμοί που υφίστανται στην ευρύτερη περιοχή Συρίας, Λιβάνου και της νοτιοανατολικής Τουρκίας (Κιλικία-Αλεξανδρέττα) από την αρχαία εποχή, ευρίσκονται κυριολεκτικά αφημένοι στην τύχη τους από το επίσημο ελληνικό κράτος. Ορισμένοι εξ αυτών είναι χριστιανοί και άλλοι μουσουλμάνοι, άπαντες ωστόσο έχουν ελληνική συνείδηση και αποζητούν το ενδιαφέρον και την προσοχή της Ελλάδος.
Οι Έλληνες της Αιγύπτου ή Αιγυπτιώτες, ήταν οι ελληνικοί πληθυσμοί που διαχρονικά είχαν μεταναστεύσει και ζούσαν στην Αίγυπτο. Είχαν ιδιαίτερα ακμάζουσα παρουσία στη χώρα κατά την κλασική αρχαιότητα, ρωμαϊκή και πρωτοβυζαντινή περίοδο, και από τον 19ο αιώνα έως τη δεκαετία του 1960. Οι σύγχρονοι Αιγυπτιώτες για εκατό και πλέον χρόνια απολάμβαναν μεγάλη οικονομική και πολιτική ισχύ, ενώ έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στον εκσυγχρονισμό και στην εκκοσμίκευση της χώρας. Ο πληθυσμός και η αίγλη της κοινότητας αποκορυφώθηκε περίπου το 1940, όποτε και αριθμούσε γύρω στα 250.000 άτομα. Η έλευση του καθεστώτος Νάσερ το 1953 και οι αντιδυτικές μεταρρυθμίσεις που εφάρμοσε ήταν καταστροφικές για τους Αιγυπτιώτες και τους ανάγκασε να εγκαταλείψουν τη χώρα. Σήμερα η κοινότητα αριθμεί γύρω στα 9.000 μέλη, συγκεντρωμένα κυρίως στην Αλεξάνδρεια και το Κάιρο.
Τέλος οι Έλληνες της Κάτω Ιταλίας ζώντες στην Μεγάλη Ελλάδα (Magna Grecia) στην περιοχή αυτή από τον ελληνικό αποικισμό του 8ου αιώνα π.Χ. αποτελούν ίσως το ευτυχέστερο παράδειγμα ελληνικής εθνικής μειονότητας αναγνωρισθείσης μάλιστα με τον Νόμο 482/1999 από το ιταλικό κράτος ως τέτοιας. Η εν λόγω ελληνική εθνική μειονότητα ομιλεί την Γκρίκο, διάλεκτο της ελληνικής, επίσης αναγνωρισθείσα από τη γείτονα Ιταλία ως μειονοτική γλώσσα.
Όλα δε τα ανωτέρω αποδεικνύουν περίτρανα την οικουμενικότητα και την αέναη διαχρονία του ελληνικού έθνους.
Μένει επιτέλους το ελληνικό κράτος δια του ΥΠΕΞ να επιδιώξει την ολοένα και στενότερη σχέση με τους Έλληνες της υφηλίου, όπως άλλωστε επιτάσσει εμφατικά το άρθρο 108 του Ελληνικού Συντάγματος για τη διαρκή ενδυνάμωση των δεσμών των Ελλήνων ομογενών ανά τον πλανήτη με τη μητέρα πατρίδα.
*
*Ο Χρήστος Φασλής είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω – Διαμεσολαβητής CEDR – PON Harvard Alumnus