Έχουν ήδη ειπωθεί πολλά για το κίνημα των κίτρινων γιλέκων και σίγουρα, όπως συμβαίνει με τα περισσότερα λαϊκά κινήματα, η πολυμορφία των συντελεστών του ορίζει την πολυπλοκότητα των αιτημάτων και των μορφών έκφρασής του. Ωστόσο, στην Ελλάδα δεν στάθηκαν πολλοί στο σημείο αφετηρίας του κινήματος αυτού – ενδεικτικό μίας συχνής αδυναμίας των σύγχρονων Ελλήνων διανοουμένων να εκλάβουν νέα κοινωνικά διακυβεύματα, αδυνατώντας να κατανοήσουν ότι ξεφεύγει από τα συνήθη γνωστικά τους πεδία. Έτσι, συχνά, η επιβολή φόρου στα καύσιμα κίνησης, που αποτέλεσε την έναρξη αυτής της μαζικής λαϊκής αντίδρασης, γίνεται αντιληπτή μονάχα ως η «αφορμή» ενός τέτοιου κινήματος. Με αυτόν τον τρόπο όμως, ματαιώνεται η προσπάθεια κατανόησης ενός μείζονος κοινωνικού ζητήματος που αναμένεται να απασχολήσει την επικαιρότητα για αρκετά χρόνια.
Έχει σημασία τα γεγονότα να προσεγγίζονται συνολικά και με ακρίβεια. Σίγουρα υπάρχουν περισσότερα προβλήματα που ερμηνεύουν ένα κοινωνικό κίνημα με τέτοιες διαστάσεις. Αλλά η ενεργειακή μετάβαση, η συλλογιστική της οποίας οδήγησε στην απόπειρα της κυβέρνησης Μακρόν να αυξήσει τους φόρους στα υγρά καύσιμα κίνησης, αποτελεί, επίσης, ένα κορυφαίο κοινωνικό ζήτημα, στη Γαλλία και σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες, ειδικά μετά την αμφιλεγόμενη Συμφωνία των Παρισίων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, το 2015.
Βάσει των στοιχείων της Eurostat, ο συνολικός τζίρος του ευρύτερου τομέα της ενέργειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση εκτιμάται στα δύο τρισεκατομμύρια ευρώ, ενώ, αθροιστικά, το συνολικό ΑΕΠ της Ένωσης είναι λίγο πάνω από τα δεκατέσσερα τρισεκατομμύρια ευρώ*. Στη Γαλλία, ο τζίρος της ενέργειας εκτιμάται στα 150 δισεκατομμύρια ευρώ, την ώρα που το ΑΕΠ είναι 2,2 τρισ. ευρώ (στην Ελλάδα, ο ίδιος τζίρος ήταν περί τα 30 δισ. για 174 δισ. ΑΕΠ). Αυτοί οι αριθμοί δίνουν μία εικόνα του σημαντικού βάρους που διαθέτει η αλυσίδα παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας σε ανεπτυγμένες οικονομίες, όπως οι ευρωπαϊκές. Οι ριζικές αλλαγές που προτίθενται να επιφέρουν σε αυτόν τον κύκλο εργασιών οι φιλελεύθεροι «πράσινοι» τεχνοκράτες, είναι αντίστοιχης κλίμακας: Στη Γαλλία, το προβλεπόμενο κόστος της «ενεργειακής μετάβασης» αναμένεται, βάσει του σημερινού προγραμματισμού, να ξεπεράσει το ένα τρισεκατομμύριο ευρώ για τη περίοδο 2012-2030.
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτής της ενεργειακής μετάβασης, όπως επιχειρείται από τα τέλη του 20ου αιώνα, είναι ότι, σε αντίθεση με τις προηγούμενες, δεν συνίσταται στη συσσώρευση νέων πηγών στο ενεργειακό μείγμα, αλλά στην αντικατάσταση των παλαιότερων, ρυπογόνων υδρογονανθράκων, με πηγές χαμηλότερων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Αυτή η οικονομοτεχνική μετάβαση, όπως την αντιλαμβάνονται σήμερα οι συντελεστές της, διαθέτει δύο συνιστώσες: τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, που καλούνται να αντικαταστήσουν τους συμβατικούς υδρογονάνθρακες, και την άνοδο της ενεργειακής απόδοσης.
Έτερο χαρακτηριστικό αυτής της ενεργειακής μετάβασης είναι ότι πραγματοποιείται με έναν επιβαλλόμενο, ταχύ βηματισμό. Η κατεπείγουσα αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής που θέτει η οικολογική προοπτική, μεταφράζεται σε καθεστώς «έκτακτης ανάγκης». Με τον τρόπο αυτό, τα συμπλέγματα των κυρίαρχων πολιτικών και οικονομικών παραγόντων μπορούν να παραβλέψουν σωρεία αντιφάσεων – όπως η εγκατάσταση πάρκων ΑΠΕ σε προστατευόμενες περιοχές Natura, που βλέπουμε και στην Ελλάδα – ή και να υποβαθμίσουν πραγματικά κοινωνικά προβλήματα, ως δευτερεύοντα. Για να θυμηθούμε την κριτική του Τζιόρτζιο Αγκαμπέν, η «κατάσταση εξαίρεσης» ορίζει το σημείο πέρα από το οποίο δεν απαιτείται από τις πολιτικές αποφάσεις να επικαλούνται κάποιον αποχρώντα λόγο. Το καθεστώς «έκτακτης ανάγκης», που αναγνωρίζουν και σταδιακά θεσμοθετούν οι κυβερνήσεις της Ε.Ε., όσον αφορά την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, φαίνεται να οδηγεί όλο και συχνότερα στην αναπαραγωγή του παραπάνω σχήματος της «κατάστασης εξαίρεσης».
Λαμβάνοντας ως δεδομένη την υφιστάμενη λειτουργία της οικονομίας και δίχως μία κριτική προσέγγιση στο περιεχόμενο αυτού που αποκαλείται «ανάπτυξη», μπορεί να επιδοτείται η τοποθέτηση γιγαντιαίων αιολικών πάρκων που μετατρέπει παρθένες βουνοκορφές σε βιομηχανικές ζώνες και – προκειμένου να χρηματοδοτηθούν τέτοιου τύπου αυθαιρεσίες – να επιβάλλεται αύξηση στον φόρο κατανάλωσης του καυσίμου κίνησης, που χρησιμοποιούν οι φτωχότεροι. Το αφήγημα είναι το ίδιο: Η ενεργειακή μετάβαση πρέπει να γίνει, χωρίς όμως να πειραχτεί το κατασκεύασμα της οικονομίας της αγοράς με τις ιεραρχίες που προϋποθέτει και αυτές που δημιουργεί. Είναι γελοιογραφικό το παράδειγμα κάποιων φιλελεύθερων Αμερικανών επιστημόνων, που εργάζονται σε δημοφιλή πανεπιστημιακά ιδρύματα, όπως ανέδειξε πρόσφατα ο Σταν Κοξ: Ενώ προτείνουν σενάρια για μία μετάβαση που θα καλύπτει 100% από ανανεώσιμες πηγές την ενέργεια που χρειάζονται οι άνθρωποι, σε παγκόσμια κλίμακα, θεωρούν δεδομένη τη διατήρηση των υπαρχουσών ανισοτήτων στην κατανάλωση ενέργειας. Με άλλα λόγια, δεν ασχολούνται με το ζήτημα της ενεργειακής φτώχειας (που εκτιμάται ότι βιώνει, με διάφορες μορφές, το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού), ενώ, φυσικά, δεν διανοούνται να βάλουν στη συζήτηση την ιδέα μίας μείωσης στη κατανάλωση του ανεπτυγμένου κόσμου.
Ταυτόχρονα, έχουν ήδη αρχίσει να διατυπώνονται ενστάσεις ως προς το ίδιο το οικολογικό επιχείρημα της ενεργειακής μετάβασης. Στη Γαλλία, ο δημοσιογράφος Γκιγιόμ Πιτρόν έχει αναδείξει κάποια μείζονα οικολογικά προβλήματα που προκαλεί η εξόρυξη των σπάνιων μετάλλων, χωρίς τα οποία δεν μπορούν να παραχθούν ούτε τα συστήματα ΑΠΕ, ούτε τα πληροφοριακά συστήματα που υποστηρίζουν την ενεργειακή απόδοση, ενώ ακόμη περιμένουμε σαφείς αριθμούς σχετικά με το συνολικό οικολογικό αποτύπωμα της βιομηχανίας παραγωγής ΑΠΕ. Αυτά τα επιχειρήματα ενισχύουν την υπόθεση πως η ενεργειακή μετάβαση δεν συνιστά λύση, αλλά, όπως γίνεται συχνά, μεταφορά του οικολογικού προβλήματος.
Ο Αϊνστάιν έλεγε πως δεν λύνουμε ένα πρόβλημα με τους ίδιους συλλογισμούς που το δημιούργησαν. Το πραγματικό πρόβλημα που θέτει η κλιματική αλλαγή στις ανθρώπινες κοινωνίες δεν λύνεται άνευ μίας κριτικής στην προμηθεϊκή ιδέα μίας αέναης ανάπτυξης που υπόσχονται τα κυρίαρχα ρεύματα σκέψης της σύγχρονης εποχής (τόσο ο φιλελευθερισμός, όσο και ο σοσιαλισμός). Απαιτεί συνεπώς έναν σφαιρικότερο οικολογικό αναστοχασμό πάνω στους τρόπους και τις στάσεις ζωής των ανθρώπων. Αυτός ο αναστοχασμός οφείλει να κατανοεί τις αλληλοσυνδέσεις των επί μέρους ζητημάτων και να προνοεί τις αλληλεπιδράσεις τους. Όσο δεν γίνεται αυτή η προσπάθεια, είναι αναμενόμενο, το πεδίο των ιδεών να καλύψουν οι αρνητές της κλιματικής αλλαγής – που έχουν κερδίσει ήδη μεγάλο έδαφος στα λαϊκιστικά κινήματα – οι οποίοι απαντούν με τη δική τους αυθαιρεσία στην αυθαιρεσία των οικοτεχνοκρατών.
* Τα στοιχεία είναι του 2015 (δηλαδή τα πιο πρόσφατα που διαθέτει η Eurostat). Πηγή: EU Energy in Figures. Statistical Pocketbook 2018.