Τα κοράλλια λάμπουν - ακόμα και σε βάθος 45 μέτρων. Αυτά έχουν εξελιχθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να φωσφορίζουν μέσα στο απόλυτα σκοτεινό περιβάλλον που ζουν.
Ερευνητές του Πανεπιστημίου του Τελ Αβίβ (TAU) κατάφεραν να αποδείξουν για πρώτη φορά ότι τα φθορίζοντα χρώματα των κοραλλιών έχουν σχεδιαστεί για να χρησιμεύουν ως δέλεαρ για το θήραμά τους.
Η νέα μελέτη, που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Στέινχαρντ του TAU και το Διαπανεπιστημιακό Ινστιτούτο Θαλάσσιων Επιστημών στο Εϊλάτ, απέδειξε για πρώτη φορά ότι τα κοράλλια φωτοβολούν για να προσελκύσουν διάφορα θαλάσσια όντα τα οποία θα κινηθούν προς τα κοράλλια χωρίς να υποψιάζονται ότι προορίζονται να αποτελέσουν το επόμενο… γεύμα τους.
Το φαινόμενο είναι πολύ συχνό στα κοράλλια που κατασκευάζουν υφάλους, αλλά ο βιολογικός του ρόλος έχει αποτελέσει αντικείμενο συνεχούς συζήτησης. Οι ερευνητές πραγματοποίησαν πειράματα με τα κοράλλια «πυγολαμπίδες» και διαπίστωσαν ότι το φως έλκει το πλαγκτόν με το οποίο τρέφονται τα κοράλλια, ένα μικρό είδος γαρίδας και ένα είδος οστρακοειδούς που αποτελούν επίσης θηράματα των κοραλλιών.
Για να ελέγξουν την πιθανή έλξη των πλαγκτόν στον φθορισμό, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν, μεταξύ άλλων, την Αρτέμια σαλίνα (σσ. ένα είδος γαρίδας άλμης), η οποία χρησιμοποιείται σε πολλά πειράματα καθώς και ως τροφή για κοράλλια, αναφέρει η Jpost.
Οι ερευνητές ονόμασαν τα ευρήματα τους ως «θεωρία παγίδας φωτός» και θεωρούν ότι και άλλα θαλάσσια όντα που φωτοβολούν ανέπτυξαν αυτόν τον μηχανισμό για να προσελκύσουν θηράματα.
Αν αυτή η θεωρία αποδειχθεί τελικά ορθή αυτό σημαίνει ότι η ικανότητα της παραγωγής φωτός στη θάλασσα παίζει σημαντικότερο ρόλο στα θαλάσσια οικοσυστήματα από εκείνη που πιστεύαμε μέχρι σήμερα.
Τα κοράλλια είναι θαλάσσια ασπόνδυλα της ομοταξίας των Ανθοζώων της συνομοταξίας των Κνιδοζώων. Ζουν σε συμπαγείς αποικίες πολλών πανομοιότυπων ξεχωριστών πολυπόδων.
Η ομάδα περιλαμβάνει τους σημαντικούς «κτίστες» υφάλων που κατοικούν στους τροπικούς ωκεανούς και εκκρίνουν ανθρακικό ασβέστιο για να σχηματίζουν ένα σκληρό σκελετό.
Η δημοσίευση έγινε στην επιθεώρηση Communications Biology.