Η μικρή Μπέλα μάς είχε συστηθεί ακριβώς πριν ένα χρόνο, όταν παρέα με τη γάτα της Τραβιάτα (γιατί νιαουρίζει μια οκτάβα πιο ψηλά) και το σκύλο της Φιστίκη (γιατί λατρεύει τα peanuts ), χάθηκαν στη μεγάλη πόλη έχοντας μια ακατανίκητη ροπή για τα μεγάλα ταξίδια και την περιπέτεια. Κι αφού πήραν μικρούς και μεγάλους δρόμους και έγιναν διεθνής είδηση ως προσφυγόπουλα που σώθηκαν απ’ του Αιγαίου τα μανιασμένα κύματα, έψαχναν τότε μια Δομή να φιλοξενηθούν μέχρι να βρεθεί κάποιος φιλεύσπλαχνος ιερέας να τα υιοθετήσει… Ευτυχώς, η περιπέτεια έληξε σύντομα κι όλη η τσακαλοπαρέα επέστρεψε σπίτι σώα και αβλαβής μετά από αυστηρές νουθεσίες και συστάσεις…
Ένα χρόνο μετά, η Μπέλα , μαθήτρια Δευτέρας Δημοτικού, ψήλωσε λιγάκι, είναι πιο σοφή, μαθαίνει ξένες γλώσσες και πιάνο, είναι αχώριστη με την Τραβιάτα και τον Φιστίκη και η τρέλα της για τα μεγάλα ταξίδια συναγωνίζεται εκείνη του Τομ Σόγερ και του Χάκλμπερι Φιν. Η Μπέλα προτιμάει την ελευθερία από τον πολιτισμό αλλά οι γονείς της έχουν άλλη άποψη. Τα φετινά Χριστούγεννα θα τα περάσουν οι τρει, στην πρωτεύουσα μιας πολιτισμένης Ευρωπαϊκής χώρας του Βορά, εκεί όπου τo old και το new money , οι λομπίστες και οι κότες με τα κοστούμια από τη Savile Row κακαρίζουν από χαρά κάθε που το κοτέτσι της Χρυσοτόκου Όρνιθας ξεχειλίζει από χρήμα, πεσκέσια, προσκλήσεις και διακοπές σε εξωτικά βασίλεια.
Αλλά η Μπέλα, αγρόν αγοράζει. Ντυμένη ζεστά, κρατώντας μπαμπά και μαμά, στροβιλίζεται στη δίνη των φώτων και της χαράς ζώντας με όλη της τη δύναμη τη χριστουγεννιάτικη μαγεία. Φυσικά της λείπουν ο Άρης και η γιαγιά που έμειναν πίσω κι ακόμη περισσότερο η Τραβιάτα και ο Φυστίκης, αλλά…
Κολλημένη στη βιτρίνα ενός τεράστιου παιχνιδάδικου, ούτε που κατάλαβε πώς ξέφυγε από την προσοχή των δικών της. Τι καλά! Ευκαιρία να περιηγηθεί μόνη στα στενά που πλημμυρίζουν από ευωδιές, στο καρουσέλ, στους κατάφορτους πάγκους , στα παιχνίδια, στα καταστήματα με τα νέα κινητά και τις μάτριξ οθόνες, όπου πλήθος κόσμου παρακολουθεί ποδόσφαιρο. Είναι τόση η αγωνία και η ένταση για την έκβαση του αγώνα που κανείς δεν δίνει σημασία στη μικρή μέχρι το ημίχρονο. Τότε, ανάμεσα σε πακέτα προσφορών , ηλεκτρικά αυτοκίνητα, τυρογαριδάκια και μαλακτικά, το ΕΚΤΑΚΤΟ ΔΕΛΤΙΟ δείχνει τη φωτογραφία ενός ζευγαριού που καθρεφτίζεται αγκαλιασμένο στο κατάστρωμα μιας θαλαμηγού με φόντο τα καταγάλανα νερά του Αιγαίου.
Αυτή την ξέρω! Την ξέρω! φωνάζει η Μπέλα, με όλη τη δύναμη της. Την ξέρω, την ξέρω, είναι πολύ γνωστή !
Αυτή που ξέρει η Μπέλα, και που σήμερα γνωρίζουν και οι πέτρες, είναι μια ψηλή ξανθιά γαλανομάτα, που οδηγείται σιδηροδέσμια σε ένα περιπολικό που εξαφανίζεται ουρλιάζοντας.
Την ξέρω! Την ξέρω! ξαναλέει η Μπέλα.
Σιγή ασυρμάτου. Άπαντες γυρίζουν και την κοιτάνε ξαφνιασμένοι. Το ποδόσφαιρο για λίγο, ξεχνιέται. Εκείνη, αδιάφορη έως περήφανη για τις υψηλές γνωριμίες της δείχνει να το απολαμβάνει.
Την ξέρεις καλά; Ρωτάει ένας ένστολος κύριος που στέκεται δίπλα της.
Ουυυυυυ! Πάρα πολύ, απαντάει η Μπέλα. Τη βλέπω κάθε μέρα. Μια με τον ένα, μια με τον άλλον. Μια με ένα πολύ χοντρό κύριο τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους, την άλλη με ωραία τουαλέτα κοιτάζει ένα πολύ μελαχρινό στα χέρια, την τρίτη πάνω σε ένα κότερο, τη τέταρτη σε ένα θρανίο, όλο γυρνάει! Γενικά τη ξέρω καλά!
Αφού την ξέρεις τόσο καλά, δεν έρχεσαι να τα πεις και σε μας; Τι μυστικά κρύβεις; Για πια υπερδύναμη δουλεύεις; Πού κρύβεις το χρήμα; Λέγε! αγριεύει ο ένστολος και την τραβάει από το χέρι.
Δεν έχω λεφτά κύριε. Τα έδωσα στον Άρη να πάρει χριστουγεννιάτικο δώρο για εκείνον και τη γιαγιά, λέει η Μπέλα μέσα στα αναφιλητά της. Σας παρακαλώ μη με κλείσετε φυλακή, εγώ δεν είμαι αυτή. Αλήθεια σας λέω. Αφήστε με να πάω στο μπαμπά μου και θα σας στείλω ένα κομμάτι βασιλόπιτα. Η μαμά τη φτιάχνει υπέροχη. Εγώ θέλω το μπαμπά μου, τη μαμά μου, τον Άρη, τη γιαγιά, την Τραβιάτα και τον Φυστίκη που τρώει από το πιάτο μου, συνεχίζει η Μπέλα με λυγμούς.
Γκοοοοολ! ακούγεται η ιαχή και η πλατεία παίρνει φωτιά. Όλοι χειρονομούν έξαλλα. Ο ένστολος ξεχνάει και τη Μπέλα και το μαύρο χρήμα.
Μπέλα, τι κάνεις εκεί; φωνάζει ο πατέρας της από απέναντι. Πάλι ονειρεύεσαι; Τι σε ρωτούσε ο κύριος;
Με ρωτούσε… εεεε, χμμμμ… τι ομάδα υποστηρίζω!
Και τι του απάντησες;
Πως στο σπίτι μας, όλοι είμαστε με την Ελλάδα.