Πριν από περίπου 200 χρόνια, ξεκίνησαν να δημιουργούνται τα πρώτα μουσεία στις μεγάλες Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, προκειμένου να στεγάσουν αντικείμενα του ιστορικού παρελθόντος και εξωτικά είδη από μακρινούς προορισμούς. Στους αιώνες που έχουν παρέλθει, έχουν μεταβληθεί ριζικά τόσο οι τρόποι με τους οποίους εμείς, ως θεατές, παρακολουθούμε και απορροφούμε τέχνη, όσο και το εύρος, το ύφος και η επικοινωνία των αντικειμένων ή εκθέσεων που βλέπουμε. Η κλασσική έννοια του μουσείου, επομένως, έχει ήδη εξελιχθεί, ενώ συνεχίζει να μεταμορφώνεται μέσα από διάφορες νέες πρωτοβουλίες. Η HuffPost Greece συνομίλησε με την Δρ.Nicole Ivy εξ′ Αμερικής, καθώς και με την Jess και τον Matt Turtle από τη Μ.Βρετανία, για να ανακαλύψει τους παράγοντες που θα οδηγήσουν στα μουσεία του μέλλοντος.
Η Δρ. Nicole Ivy είναι η πρώτη Διευθύντρια στο νεοσυσταθέν τμήμα Κοινωνικής Ενσωμάτωσης στην Αμερικανική Ένωση Μουσείων (AAM). «Αυτό που κάνουμε στα μουσεία της Αμερικής, δηλαδή στη διαδικασία της ενσωμάτωσης, είναι μια σειρά ενεργειών απ′ όπου μαθαίνουμε να αναγνωρίζουμε τις προκαταλήψεις μας. Η πρώτη σκέψη όλων μας μπορεί να είναι μεροληπτική, αλλά μετά έχουμε μια δεύτερη – και το τι κάνουμε με τη δεύτερη σκέψη είναι αυτό που έχει σημασία», είπε χαρακτηριστικά. Επομένως, προκειμένου τα μουσεία να αποτελέσουν έναν πόλο έλξης για κάθε πολίτη, χρειάζεται η ενσωμάτωση - το inclusiveness: «Για να δομήσεις μια αποτελεσματική κουλτούρα για μεγαλύτερη ποικιλία ανθρώπων, πρέπει να τους ενσωματώσεις όλους. Δεν υπάρχει ευκολότερη λύση. Αν επισκεφτεί κάποιος το μουσείο αλλά δεν αναγνωρίσει τον εαυτό του ούτε στη συλλογή έργων που προβάλλονται, ούτε στην προσέγγιση της έκθεσης, ούτε στη συμπεριφορά του προσωπικού, τότε απλώς θα κάνει αναστροφή και θα φύγει. Αυτά, πράγματι, πηγαίνουν χέρι-χέρι. Αν έχεις προσωπικό και επιμελητές τέχνης που πραγματικά τους απασχολεί να συμπεριλάβουν άπαντες, τότε το μουσείο θα είναι βιώσιμο και με ουσιαστικές σχέσεις με την τοπική κοινωνία».
Αναφέρεται σε μια Αθηναϊκή πρωτοβουλία για να εξηγήσει τη δυναμική των μουσείων του μέλλοντος: «Το Victoria Square Project είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα του πώς να χρησιμοποιήσεις σήμερα το μουσείο για να προσελκύσεις νέους ανθρώπους, αλλά και μια απόδειξη ότι 200 χρόνια μετά τα πρώτα μουσεία και τα πρώτα βήματα στα ανθρώπινα δικαιώματα, τα μουσεία σήμερα καταφέρνουν να ανταποκριθούν στις αλλαγές που συμβαίνουν στον κόσμο».
Επιπλέον, στρέφει την προσοχή μας στη σύγχρονη διεθνή τάση της βιώσιμης ανάπτυξης, της ηθικής κατανάλωσης και των περιβαλλοντικών επιλογών. «Οι ethical αλλαγές θα βοηθήσουν, γιατί είναι μια σημαντική προτεραιότητα της γενιάς των millennials». Όπως αναφέρει, οι millennials αποτελούν μια πολυάριθμη κατηγορία (στην Αμερική φτάνουν τα 8 εκατ.), «που σημαίνει ότι τα μουσεία θα πρέπει να προσελκύσουν κόσμο με ανθρωπιστική συνείδηση και με ανάγκη για επαφή μέσω κοινωνικών δικτύων». Όπως καταλήγει: «Η τεχνολογία, η οικονομία, η οικολογία και η πολιτική έχουν ήδη αλλάξει την κοινωνία - η ενσωμάτωση, επομένως, απλώς εκφράζει την νέα εποχή».
«Ο Πλάτωνας στην Ακαδημία του είχε έναν βωμό αφιερωμένο στις Μούσες - απ′ όπου προέρχεται η λέξη ‘μουσείο’ - ο οποίος ήταν ένας χώρος γνώσης και όχι ένα μέρος για να δεις πράγματα», είπαν οι Jess & Matt Turtle για την έμπνευση του Μουσείου Αστέγων (Βρετανία) που έχουν συν-ιδρύσει.
Αυτό που επί της ουσίας κάνουν και παράγουν στο Μουσείο Αστέγων, είναι να οργανώνουν δραστηριότητες «που φέρνουν τον κόσμο κοντά», όπως είπαν. «Δεν δημιουργούμε εμείς γνώση, αλλά δημιουργούμε μια κοινότητα που με τη σειρά της παράγει την εν λόγω γνώση». Πιο συγκεκριμένα, συλλέγουν και εκθέτουν διάφορα καθημερινά αντικείμενα: «ο άνθρωπος που προσφέρει αυτό το αντικείμενο διαλέγει τί θα είναι αυτό, κι εμείς μοιραζόμαστε την ιστορία που το συνοδεύει χρησιμοποιώντας τα λόγια του δότη». Όπως εξηγούν, «παίρνουμε αυτές τις κρυφές ιστορίες, τα ξεχασμένα αντικείμενα, τα συλλέγουμε σε έναν χώρο-μουσείο και έτσι είναι σαν να λέμε ότι αυτά τα πράγματα και οι ζωές τους έχουν σημασία». Η ανταπόκριση των μεγάλων μουσείων, μάλιστα, έχει υπάρξει ιδιαίτερα θερμή, καθώς συμμετείχαν στο πρώτο μεγάλο πρόγραμμα Tate Exchange στην Tate Modern, ενώ έχουν εκφράσει ενδιαφέρον τα μουσεία του Μάντσεστερ και της Γλασκώβης. «Η δουλειά μας συνδέεται κυρίως με την πολιτιστική ηγεσία κι εμείς οργανώνουμε διάφορα έργα προκειμένου να προσελκύσουμε κόσμο στο να καταλάβει τι συμβαίνει με τους άστεγους». Επιπλέον, από πρακτικής άποψης, προσφέρουν επαγγελματικές ευκαιρίες στους ανθρώπους του Μουσείου.
Τονίζουν ότι η δράση τους «Δεν αφορά στην ελεημοσύνη προς τους άπορους και τους άστεγους – αντιθέτως, είναι ένα σύστημα σχέσεων οπού όλοι κερδίζουν κάτι». Αναφέρουν την ταινία ‘Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέϊκ’ καθώς και τον συγγραφέα Τζορτζ Όργουελ («Πόσο θα θέλαμε να αποκτήσουμε τις μπότες του!», είπε η Jess), για να υπογραμμίσουν ότι, «Η Μ. Βρετανία έχει μια σπουδαία παράδοση οπού απλοί άνθρωποι ορθώνουν το ανάστημά τους για να φέρουν την αλλαγή. Αυτό παρατηρήθηκε κυρίως μετά τον Β′ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν υπήρξε μια τεράστια αντίδραση των χαμηλών τάξεων που άλλαξαν τον κόσμο, κυριολεκτικά αρχίζοντας από το μηδέν. Όλα ξεκίνησαν όταν κάποιοι απλώς είπαν ‘αρκετά!’. Το βλέπουμε και σήμερα αυτό - συνεχίζει να υφίσταται και είναι κάτι για το οποίο είμαστε υπερήφανοι». Καταλήγουν λέγοντας ότι, «Υπάρχουν 60 εκ. εκτοπισμένοι άνθρωποι στον κόσμο, έχουμε κλιματική αλλαγή, τα επίπεδα εμπιστοσύνης προς κυβερνήσεις και οργανισμούς συνεχώς μειώνονται – αλλά τα μουσεία παραμένουν εκπρόσωποι της αλήθειας, ένα μέρος για ιστορική έρευνα και γνώση που όλοι συνεχίζουν να εκτιμούν».
Οι συνεντεύξεις πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του συνεδρίου «Μουσεία ως Φορείς Αλλαγής: Διαφορετικότητα, Προσβασιμότητα και Ενσωμάτωση», που έλαβε χώρα στις 30 Νοεμβρίου στο Μουσείο Μπενάκη, σε συν-διοργάνωση της Πρεσβείας των Η.Π.Α. στην Αθήνα, του British Council και της Βρετανικής Πρεσβείας στην Αθήνα.