Του Κώστα Θεολόγου, Διευθυντή του Τομέα Ανθρωπιστικών, Κοινωνικών Επιστημών και Δικαίου στο ΕΜΠ
Εκτός από τα ιστιοπλοϊκά στις γαλαζοπράσινες παραλίες, οι Νεοέλληνες, ματσωμένοι ή ρέστοι συνωστίζονται σε εξωφρενικά ακριβοπληρωμένες και εκνευριστικά παραδιπλανές ομπρέλες, για να μυρίζουν την αντηλιακή ιδρωτίλα του παρακείμενου περήφανου μαλακοπίτουρα «μπαμπάααα, κοίτα!» ή για να οφθαλμολούζονται τη ναζιάρα μιλφ με το κοφτό μπραζίλιαν. Εκτός από τους ήσυχους πολιτισμένους ανθρώπους που συζητούν ευγενικά σε κάποιον κήπο ή στο εστιατόριο, οι υπόλοιποι Νεοέλληνες ωρύονται ομοτράπεζοι, ομοούσιοι, ωμοί και άξεστοι, περιφέροντας τη χυδαιότητά τους, προσκολλημένοι στον επαρχιωτισμό τού «δείτε με, ρε, ήρθα!», «Δείτε με, παίρνω χάλκινο στις ρακέτες!». Χειρονομώντας όρθιοι παραγγέλνουν συμπληρωματικά τσίπουρα και τσιπούρες, μπιφτέκι με τηγανητές πατάτες για το παιδί που ήρθε «καθυστερημένο» στο τραπέζι.
Εκτός από τις σιωπηρές φιγούρες των γυμνών λουομένων σε όσες απόμειναν απόμερες αμμουδιές, οι υπόλοιπες Νεοελληνίδες καμώνονται τις ατρόμητες στη φωτογήρανση ανοίγοντας τα σκέλια τους να πάρουν χρώμα στα απόκρυφα, παραδομένες σε μιαν ειδωλολατρική σχέση με τον ναρκισσισμό τους. Η εκούσια έκθεση σκελών, οπισθίων και μαστικών αδένων είναι υποκριτική, σωματικά επιβλαβής και καθόλου ψυχωφέλιμη· δεν διδάσκει κάτι σοφό και είναι υποκριτική, επειδή περιορίζεται στην επί της ξαπλώστρας άνεση να τα επιδεικνύουν αναιδώς.
Εκτός από τους ολίγους σοφούς συμφιλιωμένους με την Αθήνα τον Αύγουστο, οι υπόλοιποι Νεοέλληνες σταθμεύουν το ΙΧ τους στην αμμουδιά, ει δυνατόν δίπλα σε ομπρέλα, μέσα στα αρμυρίκια, στο ταπεράκι με τα κεφτεδάκια, με τα ροδάκινα και τα καρπούζια, τις φλούδες που θα αφήσουν φεύγοντας, σουβενίρ στη μάνα Γη. Κάθονται ημίγυμνοι – σάρκινες καρικατούρες – στις ασφυκτικά γεμάτες ταβέρνες, παραγγέλνουν βροντόφωνα σαργούς και φαγκριά, σαλάτες, ούζα και μπίρες, τρώγουν φωνασκώντας, την κάνουν ταράτσα, βιώνουν ευδαιμονικά την αυγουστιάτικη κουλτούρα των μπάνιων του λαού, σωρεύουν ενέργεια για έναν ακόμη δύσκολο χειμώνα της εθνικής πίκρας μας, διατηρούν την ψευδαίσθηση των διακοπών, ξενυχτώντας στα μπαρ με ουίσκια, μαργαρίτες και τζιν τόνικ, καπνίζοντας αρειμανίως και διηγούμενοι επιτυχίες προσωπικές, σεξουαλικές, φαγοποσίας, ψαροφαγίας ή προτείνοντας με περισσή πεποίθηση τις υποκειμενικά ποιοτικές και φτηνές επιλογές τους στους υπόλοιπους… τι απίστευτο κομφούζιο οι «διακοπές» (τι διακόπτουν, άραγε;) των Νεοελλήνων! Όλα καλύπτονται από τις βροντερές φωνές των παραλιών, από το αλκοόλ και τα ρεψίματα, καθώς τα παιδιά μας λαμβάνουν αγωγή χυδαιότητας, μαζικότητας, αγενών τρόπων και χοντροκομμένων αστεϊσμών.
Εκτός από τους Νεοέλληνες αυτής της στάσης, που υποστηρίζει σθεναρά τα εθνικά ιδεώδη της παλλαϊκής συμπεριφοράς, ορισμένοι βλέπουν από μια ήσυχη σχεδόν κωφάλαλη γωνιά «άστρα και γιασεμιά», ελπίζοντας ότι κάποτε όλοι θα αποκτήσουμε αγωγή του πολίτη, ασπαζόμενοι ισόνομα δικαιώματα και υποχρεώσεις: φορολογικές, συμπεριφορικές, θεσμικές, κοινωνικές και πολιτικές. Ίσως κάποτε οι Νεοέλληνες αντί για χοντροκομμένα και χυδαία μπάνια να επιλέξουν εμπράκτως μια συνειδητά ευγενική κοινωνική συνύπαρξη, ώστε η γενιά που μεγαλώνει στο σπίτι μαζί τους, να κολυμπάει και να παίζει χαρούμενη στη θάλασσα δίπλα σε άλλες οικογένειες, χωρίς υστερίες, χωρίς νευρολογικές διαταραχές, χωρίς παράλογες απαιτήσεις και διεκδικήσεις.