Το υπό συζήτηση διαπραγματευτικό πλαίσιο για λύση του Κυπριακού περιστρέφεται εδώ και πολλά χρόνια γύρω από τη διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία. Όμως παρά τις οποιεσδήποτε συγκλίσεις που έχουν επιτευχθεί μεταξύ των δύο πλευρών υπάρχουν διαφορετικές ερμηνείες σε πολλά θέματα. Είναι σημαντικό να αξιολογήσουμε κάποια κορυφαία ζητήματα για τα ομοσπονδιακά πολιτεύματα και ταυτόχρονα να δούμε τις προεκτάσεις για την Κύπρο.
Πάνω απ’ όλα θα πρέπει να δούμε πώς δημιουργούνται τα ομοσπονδιακά πολιτεύματα:
Κατηγορία Α: Μια ομοσπονδία δημιουργείται από την ένωση δύο ή περισσότερων κρατών/συστατικών οντοτήτων με στόχο την εξυπηρέτηση κοινών στόχων. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται η ασφάλεια και η οικονομική ευημερία. Πέραν τούτου εννοείται ότι τα συνιστώντα/συστατικά μέρη μιας ομοσπονδίας ενστερνίζονται ένα ελάχιστο πλαίσιο αρχών ή/και αξιών.
Κατηγορία Β: Μια χώρα είναι δυνατό να οδηγηθεί σε ένα ομοσπονδιακό σύστημα διά μέσω της μετεξέλιξης του πολιτεύματός της το οποίο στηριζόταν σε ενιαίο κράτος. Αυτό μπορεί να γίνει για σκοπούς αποκέντρωσης ή/και για την ικανοποίηση συγκεκριμένων επιδιώξεων κάποιων εθνοκοινοτικών ή/και θρησκευτικών ομάδων.
Κατηγορία Γ: Είναι τα ιδιότυπα πολιτεύματα στα οποία είναι δυνατό να εντοπισθούν στοιχεία ενιαίου κράτους και ομοσπονδίας. Θα μπορούσε να λεχθεί ότι τα πολιτεύματα της Βρετανίας και της Ισπανίας ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Και στις δύο χώρες υπάρχει για κάποιες περιοχές ευρεία αυτονομία (π.χ. Σκωτία στη Βρετανία και Καταλονία στη Ισπανία). Επιπρόσθετα, σε αυτά τα ιδιότυπα ομοσπονδιακά πολιτεύματα είναι δυνατό να υπάρχουν ασύμμετρες καταστάσεις. Για παράδειγμα, μια περιφέρεια μπορεί να έχει ευρύτερη αυτονομία και συγκεκριμένα προνόμια που να μην έχουν άλλες περιοχές της χώρας (π.χ. τα νησιά Aland στη Φινλανδία, που κατοικούνται αποκλειστικά από Σουηδόφωνους).
Μια άλλη διάσταση της ομοσπονδιακής θεωρίας είναι η αξιολόγηση των διαφόρων ειδών τέτοιων πολιτευμάτων.
Α) Μια συγκεκριμένη κατηγορία είναι αυτή των ενοποιητικών ομοσπονδιακών πολιτευμάτων (integrationalist federalism με κύριο θεωρητικό τον V. Horowitz). Κλασσικό παράδειγμα είναι το σύστημα των ΗΠΑ. Τα πολιτεύματα αυτά, τα οποία στηρίζονται στον συνταγματικό πατριωτισμό, υπογραμμίζουν την ενότητα του κράτους καθώς και την αυτονομία των επί μέρους συστατικών οντοτήτων. Τέτοιου είδους συντάγματα ενώ απορρίπτουν τον εθνοκοινοτισμό ως πυλώνα πολιτικής δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα στον σεβασμό των ατομικών ελευθεριών και των δικαιωμάτων μειονοτικών ομάδων.
Β) Μια άλλη σημαντική κατηγορία είναι αυτή των πολιτευμάτων συναινετικής δημοκρατίας (conscotiationalist democracy με κύριο θεωρητικό τον A. Lijphart). Αυτά τα μοντέλα στηρίζονται σε εθνοκοινοτικούς ή/και θρησκευτικούς πυλώνες. Κλασσικά παραδείγματα αυτών των μοντέλων είναι η Βοσνία, το Βέλγιο και ο Λίβανος. Η ειρηνική συμβίωση και η αποτελεσματική διακυβέρνηση απαιτούν ένα υψηλό πνεύμα συνεργασίας και αλληλοσεβασμού. Στην πραγματικότητα αυτό αποτελεί θεωρητική προσέγγιση παρά πράξη επί του εδάφους. Η επιτυχία τέτοιων πολιτευμάτων είναι εξαιρετικά δύσκολη έως αδύνατη ιδίως εάν τα συστατικά μέρη είναι μόνο δύο.
Στην Κύπρο δεν υπήρχε η βάση για τη δημιουργία μιας ομοσπονδίας πριν το 1974. Η βίαιη μετακίνηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού ως αποτέλεσμα της εισβολής του 1974 διαφοροποίησε τα δεδομένα. Πέραν τούτου στην Κύπρο η Τουρκία προσπαθεί να προωθήσει τη δημιουργία ενός ομοσπονδιακού πολιτεύματος με τρόπο που να εξασκεί έλεγχο μέσω του τουρκοκυπριακού συνιστώντος κράτους.
Παράλληλα, ενώ οι Τουρκοκύπριοι έχουν αποκτήσει ταξιδιωτικά και άλλα έγγραφα της Κυπριακής Δημοκρατίας και επωφελούνται της ιδιότητας του Ευρωπαίου πολίτη, οι περισσότεροι απ’ αυτούς δεν αναγνωρίζουν το νόμιμο κράτος. Επιπρόσθετα, αποκαλούν το νόμιμο κράτος «Ελληνοκυπριακή Διοίκηση» και η νομιμοφροσύνη τους είναι προς την «ΤΔΒΚ» και την Τουρκία.
Επίσης, σε πολιτικό επίπεδο δεν υπάρχει συναντίληψη για το ποιο θα είναι το κοινό ομοσπονδιακό κράτος: η Κυπριακή Δημοκρατία η οποία θα μετεξελιχθεί ή ένα νέο κράτος που θα δημιουργηθεί ως αποτέλεσμα της αλληλοαναγνώρισης Κυπριακής Δημοκρατίας και «ΤΔΒΚ»; Μέχρι τώρα ο ΟΗΕ προσπαθούσε να παρακάμψει τα ακανθώδη αυτά θέματα διά της μεθόδου της εποικοδομητικής ασάφειας.
Πέραν του μεγάλου ανισοζυγίου δυνάμεων δεν υπάρχει επαρκής γνώση για ομοσπονδιακά πολιτεύματα στο ελληνοκυπριακό πολιτικό σύστημα και στην κοινωνία. Ως αποτέλεσμα η πολιτική ηγεσία εγκλωβίσθηκε να συζητά τη δημιουργία μιας ομοσπονδίας στα πλαίσια της Κατηγορίας Α (ως αποτέλεσμα ένωσης δύο κρατών/συνιστωσών οντοτήτων) καθώς και στη βάση του μοντέλου της συναινετικής δημοκρατίας. Σύμφωνα με τον A. Lijphart, είναι σχεδόν αδύνατο να υπάρξει ένα ευοίωνο μέλλον ιδίως όταν τα συνιστώντα/συστατικά μέρη είναι μόνο δύο.
Ως έχουν όμως τα πράγματα μια διευθέτηση στη βάση διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά θα έχει ολέθριες συνέπειες. Και επειδή προβάλλεται το επιχείρημα ότι η απεμπλοκή από τη συγκεκριμένη φιλοσοφία επίλυσης θα έχει υψηλό κόστος, υπογραμμίζω ότι το κόστος της διαιώνισής της και ενδεχομένως «επιτυχίας» της θα είναι πολύ μεγαλύτερο από την απεμπλοκή.
Εάν η θέση αυτή είναι ορθή, τότε σε στρατηγικό επίπεδο επιβάλλεται μια πειστική εναλλακτική πορεία. Τα δεδομένα θα ήταν υποφερτά εάν το υπό συζήτηση πλαίσιο ενέπιπτε στην Κατηγορία Β (μετεξέλιξη από ενιαίο σε ομοσπονδιακό) ή την Κατηγορία Γ (ιδιότυπα ομοσπονδιακά πολιτεύματα), και εάν επιστρατεύοντο στοιχεία από το ενοποιητικό (integrationalist) ομοσπονδιακό μοντέλο. Κάτω από τέτοια δεδομένα θα ήταν εφικτό να οικοδομηθεί έστω και εξελικτικά ένα βιώσιμο ομοσπονδιακό σύστημα. Δύσκολο εγχείρημα, αλλά προφανώς απαραίτητο.