Στη μακρά περίοδο της Τουρκοκρατίας, οι Έλληνες δεν έπαψαν ποτέ να αντιστέκονται και να οραματίζονται την απελευθέρωσή τους από τους Οθωμανούς. Τωόντι, αμέσως μετά την Άλωση, αρχίζει και η αντίσταση εναντίον των Οθωμανών, σε επιμαχία με τους Ενετούς ή τους Ισπανούς, μέχρι τον 17ο αιώνα, και εν συνεχεία τους Ρώσους. Από τον Κροκόνδειλο Κλαδά και την παράδοση των stradioti, που πολέμησαν σε όλα τα πολεμικά μέτωπα της Ευρώπης, μέχρι τον Ζαχαριά, τον Νικοτσάρα και τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, θα συνεχίζεται αδιάπτωτη η ένοπλη αντίσταση, με πυρήνες πύκνωσης τη Μάνη, το Σούλι, τα Σφακιά, τη Χιμάρα, τα Άγραφα κ.λπ.
Με αφετηρία τα Ορλωφικά, αυτή η «ενδημική» αντιστασιακή παράδοση θα μετασχηματιστεί σε επαναστατικές απόπειρες απελευθέρωσης. Τα «Ορλωφικά» έχουν διαστρεβλωθεί και υποτιμηθεί ως μια απλή ετερόφωτη κίνηση την οποία υποκίνησε το «ξανθό γένος», ξεχνώντας ότι, στη διάρκειά τους, οι Έλληνες, από την Κρήτη έως τη Μακεδονία, πραγματοποιούν επαναστατικές κινήσεις, χρησιμοποιώντας και ελπίζοντας στη ρωσική βοήθεια, κινήσεις στις οποίες συμμετέχουν ακόμα και οι βενετοκρατούμενοι Επτανήσιοι – το κίνημα, έλαβε τέτοιες διαστάσεις που δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό του ως την «πρώτη επανάσταση του νέου ελληνισμού» μια γενική δοκιμή του ’21.
Οι αδελφοί Ορλώφ στην Πελοπόννησο
Η Ρωσία κατέστη ο βασικός αντίπαλος των Οθωμανών από την εποχή του Μ. Πέτρου (1689-1725) ενώ ο στόχος της διάλυσης της οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καθίσταται η κυριότερη επιδίωξη της εξωτερικής πολιτικής της Αικατερίνης Β΄ .
Ο κόμης Γρηγόριος Ορλώφ, και οι αδελφοί του Αλέξιος και Θεόδωρος, ετέθησαν επικεφαλής της επιχείρησης και προσορμίστηκαν στις 17 Φεβρουαρίου 1770 στο Οίτυλο, όπου χιλιάδες Μανιάτες συνέρρευσαν, με επικεφαλής τους ιερείς, για να υποδεχθούν τους αντιπροσώπους του «ξανθού γένους» που έτσειλαν 14 σκάφη και 600 στρατιώτες. Ο ενθουσιασμός ήταν γενικός, ο δε καθαιρεθείς πατριάρχης Σεραφείμ Β΄ (1757-1761), που βρισκόταν στη Δημητσάνα, ευλόγησε την επανάσταση. Συγκροτήθηκαν δύο «Λεγεώνες», Ανατολική και Δυτική, που σημείωσαν αρκετές νίκες, ελέγχοντας το μεγαλύτερο μέρος της υπαίθρου, και αρκετές πόλεις και οχυρά, ενώ επεχείρησαν να καταλάβουν την Τρίπολη. Οι Τούρκοι, αιφνιδιάστηκαν και κάλεσαν στρατιωτικές ομάδες Τουρκαλβανών, ακόμα και από τη Βόρεια Αλβανία και, στη μάχη που έγινε στα Τρίκορφα, στις 29 Μαρτίου, οι άμαθοι σε μάχη εκ παρατάξεως Έλληνες διασκορπίστηκαν και ακολούθησε σφαγή των Ελλήνων της Τριπολιτσάς.
Σύντομα και άλλες τουρκαλβανικές συμμορίες πέρασαν από το Ρίο στον Μοριά και κατευθύνθηκαν προς την Πάτρα, ενώ ταυτόχρονα πραγματοποίησε έξοδο η φρουρά της πόλης, που βρισκόταν επί τρεις εβδομάδες υπό πολιορκία.
Παρόλο που η βόρεια Πελοπόννησος είχε ήδη χαθεί, οι Ρώσοι και η Δυτική Λεγεώνα, μετά από πολιορκία, κατέλαβαν το Ναβαρίνο, στις 4 Απριλίου και στις 29 Απριλίου ξεκίνησε η πολιορκία της Μεθώνης ενώ οι επαναστατικές δυνάμεις κρατούσαν ακόμα τον Μυστρά, τη Μεσσήνη και την Καλαμάτα. Όμως στο Νησί (Μεσσήνη), στις 14 Μαΐου, παρά τη σθεναρή αντίσταση των Μαυρομιχαλαίων, ενώ οι ένοπλοι της Δυτικής Λεγεώνας, αποτελούμενοι από Ρώσους, Μανιάτες και Επτανησίους, υποχώρησαν με βαριές απώλειες στο Ναβαρίνο.
Οι Ρώσοι κατευθύνθηκαν στο Αιγαίο και τον Ιούλιο, με την συνεπικουρία ελληνικών πλοίων, καταναυμάχησαν τον οθωμανικό στόλο στον Τσεσμέ, καταστρέφοντας την τουρκική ναυαρχίδα και έτσι δημιούργησαν στις Κυκλάδες και τα άλλα νησιά μια ρωσοκρατούμενη αυτόνομη επικράτεια, μέχρι το 1774, όταν τερματίστηκε ο εξαετής πόλεμος με την υπογραφή της συνθήκης του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή.
Οι Αλβανοί που εισέβαλαν στην Πελοπόννησο υπολογίζονται μεταξύ 60.000 (Φραντζής) ενώ ο Γρηγοριάδης τους ανεβάζει στις 120.000. Η δράση τους θα συνεχιστεί καθ’ όλη τη δεκαετία του 1770. Υπολογίστηκε πως από τις 300.000 χριστιανούς της Πελοποννήσου χάθηκαν περί τις 100.000, το 1/3 του πληθυσμού. Ένα σημαντικό μέρος μετανάστευσε στη Μικρά Ασία, στα νησιά του Αν. Αιγαίου, στην περιοχή Σμύρνης και Αϊδινίου, αλλά και στα βόρεια παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Τελικά, ο σουλτάνος, μετά από εννέα ολόκληρα χρόνια (1770-1779) και αφού οι Αλβανοί είχαν αρχίσει να λεηλατούν και τους Τούρκους, επιφόρτισε τον καπουδάν πασά, Χασάν Τζεζαϊρλή, με την εξόντωσή τους. Ο τελευταίος, με την επικουρία του δραγουμάνου του στόλου, Ν. Μαυρογένη, συμμάχησε με τους κλέφτες για την εκδίωξη των Αλβανών. Μετά την εξόντωση των Αλβανών, οι Τούρκοι στράφηκαν κατά των κλεφτών, αρχίζοντας από τον Παναγιώταρο και τον Κωνσταντίνο Κολοκοτρώνη· αυτοί, κυνηγημένοι από χιλιάδες Τούρκους, κλείστηκαν στον πύργο του πρώτου, στην Καστάνιτσα, με 150 παλικάρια. Μετά από 12 ημερόνυχτα πολιορκίας και αφού εξαντλήθηκαν τα πυρομαχικά και τα τρόφιμα, επιχείρησαν ηρωική έξοδο, στις 19 Ιουλίου 1780, κατά την οποίοι σκοτώθηκαν οι δύο αρχηγοί – μεταξύ των ελάχιστων διασωθέντων, ο δεκάχρονος τότε Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Την πανελλαδική διάσταση του εγχειρήματος μαρτυρά το πλήθος των επαναστατικών κινήσεων, από τα Γρεβενά έως την Κρήτη, καθώς και η συμμετοχή των Σουλιωτών. Το 1772, στα Ορλωφικά, όταν οι Σουλεϊμάν και Χασάν Τσαπάρης οργάνωσαν μεγάλη επίθεση με 9.000 επίλεκτους Αλβανούς και 40 Αγάδες, αλλά ηττήθηκαν κατά κράτος και συνελήφθησαν αιχμάλωτοι ο Τσαπάρης με τον γιό του. Στα Γρεβενά πρωτοστατούσε ο αρματολός της Πίνδου, Τόσκας, και το πρωτοπαλλήκαρό του ο «γέρο-Ζιάκας» (1730 -1810), που σε καιρό ειρήνης διατηρούσε γύρω στους 1.700 οπλισμένους άντρες· μετά την αποτυχία της επανάστασης, κατεστράφη σχεδόν εξ ολοκλήρου η περιοχή, ιδίως τα σημερινά χωριά, Ζιάκας και Μαυρονόρος. Ο Τόσκας έδωσε μάχη με 2.000 Αρβανίτες που επέστρεφαν από την Πελοπόννησο, έχοντας μαζί τους 1.000 αιχμάλωτα γυναικόπαιδα, και τα απελευθέρωσε.
Στα Ορλωφικά, συμμετείχαν ιδιαίτερα ενεργά οι Κεφαλλονίτες, οι Ζακύνθιοι, και αρκετοί Λευκαδίτες: πάνω από 3.000 Κεφαλλονίτες και αρκετοί Ζακυνθινοί κατέλαβαν την Πάτρα και πολιόρκησαν τους Τούρκους, υπό την ηγεσία του κόμη Σπυρίδωνα Μεταξά, ενώ 2.000 Ζακύνθιοι, εισέβαλαν στην Ηλεία και πολιόρκησαν τον Πύργο. Εν συνεχεία, συγκρούστηκαν με τους πολυαριθμότερους Τουρκαλβανούς, σκοτώθηκαν πάνω από διακόσιοι ενώ, από τους διασωθέντες, άλλοι έφυγαν για τη Μάνη και αρκετοί επέστρεψαν στη Ζάκυνθο. Ακόμα και στη ναυμαχία του Τσεσμέ, συμμετείχαν δύο κεφαλλονίτικα πλοία, και ένα Ζακυνθινό . Οι Σπετσιώτες, που ξεσηκώθηκαν, αντιμετώπισαν και αυτοί τις επιδρομές των Τουρκαλβανών, οι δε Ψαριανοί ύψωσαν ρωσική σημαία στο νησί και με πενήντα πέντε σκάφη κούρσευαν όλα τα οθωμανικά σκάφη μέχρι τη Συρία, συμμετείχαν δε στη ναυμαχία του Τσεσμέ όπου ο Ιωάννης Βαρβάκης πυρπόλησε την τουρκική ναυαρχίδα.
Η επανάσταση του Δασκαλογιάννη και οι «γενιτσαραγάδες»
Η πανηγυρικότερη απόδειξη του πανελλαδικού χαρακτήρα της εξέγερσης είναι η «επανάσταση του Δασκαλογιάννη», στα Σφακιά, που αποτελεί το δεύτερο επίκεντρο της επανάστασης.
Οι αγώνες των Σφακιανών και το μαρτύριο του ηγέτη τους διεσώθησαν σε ένα έμμετρο έπος 1034 στίχων, το οποίο συνέθεσε ο συναγωνιστής του, ο αγράμματος τυροκόμος μπαρμπα Μπατζελιός (Παντελής), από το Μουρί Σφακίων.
Τα Σφακιά, όπως η Μάνη, ήταν μια περιοχή ημιανεξάρτητη και απροσπέλαστη στους Τούρκους . Όταν τους απειλούσαν οι Τούρκοι, οι Σφακιανοί διέφευγαν στο πέλαγος ή κατέφευγαν στα βουνά και τα φαράγγια. Οι Σφακιανοί, σε αντίθεση με τους άλλους Κρητικούς που είχαν υποχρεωθεί να εγκαταλείψουν τη μεγάλη ναυτική παράδοση της Ενετοκρατίας, διατηρούσαν δεκάδες καράβια στον όρμο Λουτρό του Λιβυκού πελάγους. Ο Ιωάννης Βλάχος ή «Δάσκαλος» (1722~1730 – 1770), που γεννήθηκε στην Ανώπολη, κατείχε τέσσερα μεγάλα σκάφη, με τα οποία ταξίδευε στα λιμάνια της Μεσογείου και του Ευξείνου, μιλούσε δε ιταλικά και ρώσικα.
Ο Δασκαλογιάννης το 1769, επιστρέφει στα Σφακιά όπου προσπαθεί να πείσει τους συμπατριώτες του πως ήρθε η ώρα του σηκωμού.
Θέ μου, καὶ δώσ’ μου φώτιση, καρδιὰ σὰν τὸ καζάνι,
νὰ κάτσω νὰ συλλογιαστῶ τὸ Δάσκαλο τὸ Γιάννη, [ ]
Ὁ Μπέης ἀποὺ τὴ Βλαχιὰ κι ὁ Μπέης ’ποὺ τὴ Μάνη
κρυφοκουβέντες εἴχασι μὲ τὸ Δασκαλογιάννη, [ ]
μὲ τὴν καρδιὰ ντου ἤθελε τὴν Κρήτη Ρωμιοσύνη.
Κάθε Λαμπρὴ καὶ Κυριακὴ ἔβανε τὸ καπέλο
καὶ τοῦ Πρωτόπαπα ’λεγε «Τὸ Μόσκοβο θὰ φέρω,
νὰ τὰ συντράμει τὰ Σφακιά, τσὶ Τούρκους νὰ ζιγώξου
καὶ γιὰ τὴν Κόκκινη Μηλιὰ δρόμο νὰ τῶνε δώσου.».
«Οὕλ’ οἱ Ρωμιοὶ θὰ σηκωθοῦ καὶ τὴν Τουρκιὰ θὰ φᾶσι», «λεύτερη τὴν πατρίδα μας ὀγλήγορα νὰ δοῦμε»: Μετά λοιπόν από συνελεύσεις στις οποίες ψήφισαν όλοι οι «άνδρες των αρμάτων», άρχισαν φανερά πλέον οι προπαρασκευές και, στις 25 Μαρτίου 1770, δεκάδες πάνοπλοι παπάδες και δύο χιλιάδες επαναστάτες με τους καπετάνιους τους, ύστερα από μια πανηγυρική λειτουργία εν μέσω πυροβολισμών, κήρυξαν την επανάσταση, στην αυλή της Παναγίας της Θυμιανής.
Όμως, την τελευταία στιγμή, ο Αλέξιος Ορλώφ, αντί να πλεύσει προς τα Χανιά, όπως είχε υποσχεθεί, έπλευσε προς τον Τσεσμέ. Πράγματι, στα τέλη Μαΐου, άρχισαν οι μάχες· οι τουρκικές δυνάμεις χτυπούσαν τα Σφακιά από την ανατολική διάβαση και κατά μέτωπον. Παρά την τεράστια αριθμητική υπεροχή των Τούρκων, οι επαναστάτες έδωσαν φονικότατη μάχη στα στενά της Νίμπρου, και αιφνιδιάσαν τον εχθρό κυλώντας βράχους από τις πλαγιές των φαραγγιών.
Οι Τούρκοι, στέλνουν 6.000 στρατό στην Ανώπολη και απο τους 700-800 άνδρες του Δασκαλογιάννη, σκοτώθηκαν οι 300, οι δε Τούρκοι, παρότι είχαν πάνω από 1.000 νεκρούς, μπήκαν στην Ανώπολη και κατέσφαξαν τους πάντες. Όμως, στη Γενική Συνέλευση που συγκαλείται στα Κρούσια, οι επαναστάτες αποφασίζουν ομόφωνα ότι θα συνεχίσουν τον αγώνα.
Η τελευταία πράξη παίχτηκε στο φαράγγι της Αράδαινας, στα Λευκά Όρη, και ο «δάσκαλος» αποφασίζει εν τέλει να παραδοθεί και ο πασάς αφού τον κράτησε για ένα διάστημα στο σεράι ως δόλωμα για τους τρεις αδελφούς του, που είχαν καταφύγει στα Κύθηρα– τον παρέδωσε βορρά στο μαινόμενο πλήθος, στις 17 Ιουνίου 1771, ημέρα Παρασκευή, αργία των Μουσουλμάνων. Αφού τον διαπόμπευσαν μέσα από τους κεντρικούς δρόμους, κατέληξαν στην ανατολική πύλη του Μεγάλου Κάστρου. Με τέσσερις πασσάλους και σανίδες έκαναν ένα κάθισμα όπου τον έβαλαν να καθίσει και, αφού τον έδεσαν, ένας γενίτσαρος άρχισε να τον γδέρνει με το ξυράφι. Ο Σγουρομάλλης τρελάθηκε, το δε πτώμα του Δασκάλου το άφησαν να το σαπίσει ο καλοκαιρινός ήλιος και μετά υποχρέωσαν δυο ραγιάδες να το θάψουν.
Στον φανταστικό διάλογο μεταξύ του πασά και του αιχμαλώτου Δασκαλογιάννη, ο πασάς απαριθμεί τα προνόμια των Σφακιανών, κατηγορώντας τον «Δάσκαλο» για αναίτια εξέγερση και αιματοχυσία:
Σὰ θέλεις, Δάσκαλε Γιαννιό, νὰ μὴν κακαποδώσεις,
πὲς μου, εἴντα ’το ἡ γὶ-ἀφορμὴ πόλεμο νὰ σηκώσεις;
Οἱ Σφακιανοὶ δωσίματα, χαράτσια δὲν ἐδίδα, [ ].
Μόνο ’σηκώθης, Δάσκαλε, μὲ τὸ Μωργιᾶν ἀντάμι
γιὰ νὰ χαθεῖ τόσος λαὸς κι ἐσὺ νὰ βγάλεις νάμι·
τ’ ἀσκέργια τὰ βασιλικὰ ν’ ἀδικοσκοτωθοῦσι
κι ἀποὺ τσὴ Κρήτης τὴν Τουρκιὰ χιλιάδες νὰ χαθοῦσι·
πάνω στὰ ὅρη, στὰ βουνά, εἰς τσ’ ἔρημες μαδάρες,
χιλιάδες ἀπομείνασι γιανίτσαροι κι ἀγάδες.
Ο Δασκαλογιάννης δέχεται ότι οι Σφακιανοί απολαμβάνουν προνομιακό καθεστώς, αλλά αναφέρεται στο σύνολο των Κρητικών που υφίστανται τα πάνδεινα από τους «γιαννιτσαραγάδες».
Πάντα γυρεύγετ’ ἀφορμὴ τὸ γ-αἷμα ντῶ νὰ πχεῖτε
καὶ νὰ σκοτώσετε Ρωμιὸ πολλά το πεθυμεῖτε·
κι ἔναι κι ἡ μόνη σας χαρὰ νὰ ἰδεῖτε σκοτωμένους,
ξεκοιλιασμένους στὰ στενὰ κι αἱματοκυλισμένους·[ ]
Καὶ ἡ γ-αἰτία εἶστε σεῖς, οἱ γὶ-ἄνομοι Πασάδες,
π’ ἀφῆνετ’ ἀχαλίνωτους τσὶ γιαννιτσαραγάδες·[ ]
γι’ αὐτὰ κι ἐγὼ ’ποφάσισα τὴν Κρήτη νὰ σηκώσω
κι ἀποὺ τ’ ἀνύχια τῶν Τουρκῶ νὰ τῆνε λευτερώσω·
πρῶτο γιὰ τὴν πατρίδα μου, δεύτερο γιὰ τὴν πίστη,
τρίτο γιὰ τσ’ ἄλλους χρισθιανοὺς ποὺ κάθουνται στὴν Κρήτη».
Το προανάκρουσμα του ’21
Στην πραγματικότητα, οι Έλληνες θα εγκαινιάσουν, το 1770, μια μακρά πορεία πενήντα χρόνων που θα τους φέρει αντιμέτωπους με την οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Λάμπρος Κατσώνης, είκοσι χρόνια μετά, θα ξεκινήσει τον αγώνα του ως Ρώσος αξιωματικός, στη διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου (1789-1792/3), θα τον συνεχίσει ως Έλληνας επαναστάτης, αρνούμενος να υποταχθεί στα κελεύσματα της Αικατερίνης. Σχεδόν την ίδια εποχή, ο Ρήγας Βελεστινλής θα διατυπώσει, το συνθετικό πρόταγμα που συνδυάζει θεωρία και δράση, βυζαντινό σχέδιο και δημοκρατική πολιτειακή μορφή. Ο Π. Μαγιάκος πιστεύει πως:
…από το 1770 όμως αρχίζει νέα περίοδος για τον Ελληνισμό. Είναι η πρώτη σελίδα της νεοελληνικής ιστορίας. Υπήρξε η κολυμπήθρα μέσα στην οποία αναβαπτίσθηκε η Ελληνική ψυχή και βγήκε εξαγνισμένη νέα. Είναι τόσα πολλά τα συμβάντα από τον Μάρτιο 1770 και τόσο συνδέονται μεταξύ τους, ώστε μπορεί να υποστηριχθή πως η επανάσταση αυτή ουδέποτε καταπνίγηκε. Έπαυε εδώ για να φανή αλλού, έσβυνε εκεί για να νάψη πιο πέρα, ώσπου εφούντωσε, γιγάντωσε και στο τέλος επέτυχε. [Παναγιώτης Μαγιάκος, Ο Λάμπρος Κατσώνης (1752-1804), Αθήνα 1932, σ. 19.]
Η Φιλική Εταιρεία θα κάνει το επόμενο αποφασιστικό βήμα. Η Επανάσταση θα αποτελέσει έργο των Ελλήνων αποκλειστικά, παρά την εχθρότητα όλων των μεγάλων δυνάμεων. Χαρακτηριστικά, ο πρώην υπασπιστής του Τσάρου ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, θα γράψει, στις 8 Οκτωβρίου του 1820, απευθυνόμενος, στους «Ἀρχιερεῖς, Ἄρχοντες καὶ Προεστῶτες, προύχοντες τοῦ Γένους, ἁπανταχοῦ εἰς τὰς νήσους τοῦ Ἀρχιπελάγους διατρίβοντες», οι οποίοι ταλαντεύονταν, ακριβώς γιατί δεν ήταν βέβαιοι για τη ρωσική βοήθεια:
Ἐξεύρω, ὅτι εἰς ὅλων τὰς καρδίας εἶναι ριζωμένη ἡ ματαία ἐκείνη πρόληψις, ὅτι ποτὲ μόνοι μας δὲν ἐμποροῦμεν νὰ ἐλευθερωθῶμεν, ἀλλὰ πρέπει νὰ προσμένωμεν ἀπὸ ξένους τὴν σωτηρίαν μας. Ἕκαστος νουνεχὴς ἐμπορεῖ νὰ γνωρίσῃ πόσον ψευδὴς εἶναι ἡ πρόληψις αὕτη, ἀρκεῖ μόνον νὰ βαθύνῃ εἰς τὰ πράγματα τῆς πατρίδος μας. Ρίψατε τὰ βλέμματά σας εἰς τὰς θάλασσας καὶ θέλετε τὰς ἰδεῖ κατασκεπασμένας ἀπὸ θαλασσοπόρους ὁμογενεῖς, ἑτοίμους νὰ ἀκολουθήσωσι τὸ παράδειγμα τῶν ἡρώων τῆς Σαλαμῖνος. Κοιτάξατε καὶ εἰς τὴν ξηρὰν καὶ ἁπανταχοῦ βλέπετε Λεωνίδας ὁδηγοῦντας φιλοπάτριδας Σπαρτιάτας.[ ]Ἐξεύρω, ὅτι εἰς ὅλων τὰς καρδίας εἶναι ριζωμένη ἡ ματαία ἐκείνη πρόληψις, ὅτι ποτὲ μόνοι μας δὲν ἐμποροῦμεν νὰ ἐλευθερωθῶμεν, ἀλλὰ πρέπει νὰ προσμένωμεν ἀπὸ ξένους τὴν σωτηρίαν μας. Ἕκαστος νουνεχὴς ἐμπορεῖ νὰ γνωρίσῃ πόσον ψευδὴς εἶναι ἡ πρόληψις αὕτη, ἀρκεῖ μόνον νὰ βαθύνῃ εἰς τὰ πράγματα τῆς πατρίδος μας. Ρίψατε τὰ βλέμματά σας εἰς τὰς θάλασσας καὶ θέλετε τὰς ἰδεῖ κατασκεπασμένας ἀπὸ θαλασσοπόρους ὁμογενεῖς, ἑτοίμους νὰ ἀκολουθήσωσι τὸ παράδειγμα τῶν ἡρώων τῆς Σαλαμῖνος. Κοιτάξατε καὶ εἰς τὴν ξηρὰν καὶ ἁπανταχοῦ βλέπετε Λεωνίδας ὁδηγοῦντας φιλοπάτριδας Σπαρτιάτας. [ ] Ναί, ἀδελφοὶ ὁμογενεῖς. Ἔχετε πάντοτε πρὸ ὀφθαλμῶν, ὅτι ποτὲ ξένος δὲν βοηθεῖ ξένον χωρὶς μεγαλώτατα κέρδη. Τὸ αἷμα, τὸ ὁποῖον θέλουσι χύσει οἱ ξένοι δι’ ἡμᾶς, θέλομεν τὸ πληρώσει ἀκριβότατα· καὶ ουαὶ εἰς τὴν Ἑλλάδα, ὅταν συστηματικὴ δεσποτεία ἐνθρονισθῇ εἰς τὰ σπλάχνα της. Ὅταν ὅμως μόνοι μας ἀποσείσωμεν τὸν ζυγὸν τῆς τυραννίας, τότε τῆς Εὐρώπης ἡ πολιτικὴ θέλει βιάσει ὅλας τὰς ἰσχυρὰς δυνάμεις νὰ κλεισωσι μὲ ημᾶς συμμαχίας καὶ ἐπιμαχίας ἀδιαλύτους. Χαίρετε.
Ἰσμαὴλ τὴν 8ην Ὀκτωβρίου 1820
1 Εμμ. Γ. Πρωτοψάλτης, Η Φιλική Εταιρεία – αναμνηστικόν τεύχος επί τη εκατονταετηρίδι, Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα 1964, σ. 284.
Οι Έλληνες, μετά την εμπειρία των Ορλωφικών και τις απογοητεύσεις που τους προκάλεσε η στάση του Ναπολέοντα και της Γαλλίας, θα στηρίζονται στις δικές τους δυνάμεις... Τώρα, το μόνο που μπορούν και πρέπει να προσδοκούν οι Έλληνες είναι πως η δική τους επανάσταση θα υποχρεώσει τις μεγάλες δυνάμεις να πάρουν θέση, όπως και πράγματι θα συμβεί. Και γι’ αυτό εξ άλλου δεν εισάκουσαν και όλους εκείνους που προσπαθούσαν να τους αποτρέψουν από το επαναστατικό διάβημα, με το επιχείρημα πως οι διεθνείς γεωπολιτικές συγκυρίες δεν ήταν καθόλου ευνοϊκές (Ιερά Συμμαχία, Μέττερνιχ κ.λπ.). Ως αποφασιστικό κριτήριο θα θεωρήσουν μόνο την εσωτερική ωρίμανση των επαναστατικών συνθηκών στην οθωμανική Αυτοκρατορία και προπαντός την επαναστατική βούληση και προετοιμασία των Ελλήνων.