Στην ανατολική Ινδονησία υπάρχουν περιοχές όπου σχεδόν όλες οι νεαρές μητέρες έχουν πάει να εργαστούν στο εξωτερικό. Οι Ινδονήσιοι αναφέρονται σε αυτές τις κοινότητες ως τα ”χωριά χωρίς μητέρες″. Η Ρεμπέκα Χένσκε του BBC πήγε να συναντήσει τα παιδιά που άφησαν πίσω.
Η Έλι Σουσιαβάτι ήταν 11 όταν η μητέρα της την άφησε να την προσέχει η γιαγιά της. Οι γονείς της είχαν μόλις χωριστεί για να βρουν δουλειές, ώστε να εξασφαλίσουν ένα καλύτερο μέλλον για την οικογένειά τους. Η μητέρα της πήγε ως οικιακή βοηθός στη Σαουδική Αραβία.
Όταν η δημοσιογράφος συναντήθηκε για πρώτη φορά με την Έλι, βρισκόταν στο τελευταίο της έτος στο σχολείο. Της εξομολογήθηκε πόσο άθλια ένιωθε μετά την αποχώρηση της μητέρας της - και ήταν σαφές ότι τη στοιχειώνει ακόμα. «Όταν βλέπω φίλους με τους γονείς τους στο σχολείο, στενοχωριέμαι πολύ και θέλω να επιστρέψει η μαμά μου», δηλώνει.
Στο χωριό της Έλι, στο Γουανασάμπα, που βρίσκεται στο ανατολικό Λόμποκ, επιτρέπεται οι νεαρές μητέρες να φεύγουν στο εξωτερικό για μια καλύτερη τύχη. Τα παιδιά, όμως, δεν τα έχουν σκεφτεί.
Οι περισσότεροι από τους άνδρες στο συγκεκριμένο χωριό εργάζονται ως αγρότες ή εργάτες, κερδίζοντας ένα ποσοστό από αυτά που μπορούν να βγάλουν οι γυναίκες ως οικιακοί βοηθοί ή νταντάδες στο εξωτερικό. Αλλά είναι οδυνηρό για κάθε παιδί να πει αντίο σε έναν γονέα.
Η μητέρα της Καριμάτουλ Αντίμπια έφυγε όταν εκείνη ήταν μόλις ενός έτους, οπότε είναι αδύνατο να έχει κάποια ανάμνησή της.
Μόλις τελείωσε το δημοτικό, η μητέρα της είχε βγάλει τα απαραίτητα χρήματα κια επέστρεψε για να τη δει. Η μικρή, όμως, είχε ήδη ως πρότυπο μητέρας τη θεία της. Όταν την αντίκρυσε για πρώτη φορά, εξομολογείται ότι ήταν συγχυσμένη. Η θεία της απάντησε ότι απλά δεν είχε φωτογραφία της.
Τώρα, σε ηλικία 13 ετών, τηλεφωνεί στη μαμά της κάθε βράδυ και συχνά αλληλοσυμπληρώνονται, αλλά εξακολουθεί να είναι μια δύσκολη σχέση.
«Ακόμη και όταν η μαμά μου έρχεται σπίτι όταν έχει άδεια, θέλω να μένω με τη θεία μου. Με ρωτάει να μείνω μαζί της, αλλά απλά της λέω ότι θα γυρίσω αργότερα».
Η θεία της μεγάλωσε άλλα εννέα παιδιά, αλλά μόνο το ένα από αυτά είναι δικά της. Όλα τα άλλα είναι τα παιδιά των αδελφών της που πήγαν στο εξωτερικό για να εργαστούν.
Οι γυναίκες άρχισαν να ταξιδεύουν στο εξωτερικό για να εργαστούν από αυτό το κομμάτιτης Ινδονησίας στη δεκαετία του 1980.
Χωρίς νομική προστασία οι εργαζόμενες μητέρες που αναζητούν μια σανίδα σωτηρίας σε κάποιο άλλο μέρος του πλανήτη, είναι ευάλωτες στην εκμετάλλευση. Υπάρχουν ιστορίες γυναικών που επιστρέφουν στο σπίτι σε φέρετρα. Άλλες έχουν υποστεί βίαιους ξυλοδαρμούς από τους εργοδότες τους, ενώ ορισμένες έχουν επιστρέψει στο σπίτι χωρίς να πληρώνονται.
Το χειρότερο, όμως, είναι μερικές επιστρέφουν στο σπίτι με περισσότερα παιδιά, που έρχονται στον κόσμο από αναγκαστικές ή συναινετικές σεξουαλικές σχέσεις, ακόμη και από βιασμούς. Οι ντόπιοι τα αποκαλούν anak oleh-oleh, τα παιδιά-σουβενίρ. Η δεκαοχτάχρονη Φατιμά, είναι μερικά από τα παιδιά αυτά.
«Πολλές φορές με κοιτάζουν με έκπληξη ή και θαυμασμό, γιατί λένε ότι έχω αραβικό αίμα. Αυτό με κάνει ευτυχισμένη», δηλώνει γελώντας νευρικά. Ωστόσο, οι ομάδες δικαιωμάτων των μεταναστών αναφέρουν ότι τα παιδιά- σουβενίρ στιγματίζονται και σχολιάζονται στο σχολείο.
Η Φατιμά δεν συναντήθηκε ποτέ με τον Σαουδάραβα πατέρα της, αλλά είχε βοηθήσει οικονομικά την οικογένεια λίγο πριν πεθάνει. Μετά από αυτό, η ζωή έγινε ξανά σκληρή κι έτσι η μητέρα της Φατιμά έφυγε ξανά για τη Σαουδική Αραβία. Η μικρή συνεχίζει με δάκρυα στα μάτια: «Αν η μαμά μου δεν είχε φύγει για τη Σαουδική Αραβία δεν θα είχαμε αρκετά χρήματα για να ζήσουμε».
Η Σουπριχάτι, μια από τις γυναίκες που κατάφερε να επιστρέψει και να μείνει στο χωριό, χωρίς να αναγκαστεί να φύγει ξανά, μιλά για την πρωτοβουλία λειτουργίας ενός χώρου συνάντησης όσων παιδιών περιμένουν τους γονείς τους να επιστρέψουν από το εξωτερικό. Αυτός ο χώρος, που είναι σαν δεύτερο σχολείο, διοικείται από τις γυναίκες που έχουν καταφέρει να μείνουν εκεί. «Έχω αντιμετωπίσει κακουχίες, αλλά αυτά ανήκουν στο παρελθόν» δηλώνει.
Κατάφερε να εξοικονομήσει αρκετά χρήματα για να σπουδάσει τα παιδιά της και τώρα τη συντηρούν αυτή. Ωστόσο, ίδρυσε αυτή την ομάδα για να τονίσει πόσο δύσκολη είναι η απουσία της μητέρας από το σπίτι.
Πάνω από τα δύο τρίτα των μεταναστών εργαζομένων της Ινδονησίας είναι γυναίκες και τα χρήματα που στέλνουν στο σπίτι σημαίνουν ότι η επόμενη γενιά μπορεί να ονειρευτεί πράγματα που δεν θα είχαν ποτέ πριν. Η Έλι δεν έχει δει τη μητέρα της για εννέα χρόνια, αλλά η αμοιβή της μητέρας της σημαίνει ότι είναι τώρα η πρώτη στην οικογένειά της που πηγαίνει στο πανεπιστήμιο.
Περιμένουν στο παράθυρο της κουζίνας μήπως και εμφανιστούν. Αλλά, όταν τις δουν να περνάνε το κατώφλι του σπιτιού, ξέρουν ότι τα πράγματα από εδώ και πέρα θα είναι καλύτερα. Γιατί αναλαμβάνει πια η μάνα.