Η αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συνθήκη για τις Πυρηνικές Δυνάμεις Μεσαίας Εμβέλειας πυροδοτεί μια σειρά από ανησυχίες και προβληματισμούς σχετικά με το μέλλον του Διεθνούς Συστήματος, τις ισορροπίες ισχύος που θα καθοριστούν από εδώ και στο εξής αλλά και την πολιτική που θα ακολουθήσει η κάθε Μεγάλη Δύναμη.
Η Συνθήκη που υπογράφηκε το 1987 μεταξύ ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης απαγόρευε τη χρήση πυρηνικών ή συμβατικών πυραύλων, εμβέλειας 500-5000 χιλιομέτρων. Τα τελευταία χρόνια, οι δύο Δυνάμεις αμφότερες έχουν προχωρήσει σε κατηγορίες σχετικά με την παραβίαση της Συνθήκης και τη δραστηριοποίηση σε νέα είδη πυραύλων.
Πλέον, η μοναδική Συνθήκη η οποία βρίσκεται ακόμη εν ενεργεία μεταξύ των δύο χωρών είναι η New Start, η διάρκεια της οποίας φαίνεται να είναι περιορισμένη, μιας και πρόκειται να λήξει το 2021. Στο εξής, τόσο οι ΗΠΑ, όσο και η Ρωσία δεν θα λαμβάνουν κανένα περιορισμό ως προς τις πυραυλικές τους δραστηριότητες, εάν δεν υπογραφεί κάποια καινούρια Συνθήκη που να αντικαθιστά τις προηγούμενες.
Ασφαλώς, βασική προϋπόθεση για την εκ νέου δέσμευση των δύο Δυνάμεων θα είναι η συμμετοχή της Κίνας, η οποία μέχρι στιγμής δεν υφίσταται περιορισμούς ως προς τις πυραυλικές της δοκιμές. Μάλιστα, το τελευταίο διάστημα, οι ΗΠΑ έχουν επανειλημμένα κάνει λόγο για αυξημένη πυραυλική παρουσία της Κίνας στην περιοχή της Νότιας Σινικής Θάλασσας.
Όπως καταδεικνύει η ιστορία, η αλόγιστη χρήση της πυραυλικής και πυρηνικής ισχύος, εκτός από ανεπανόρθωτη ζημιά δεν είναι ικανή να επιφέρει κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Οι ίδιες οι Μεγάλες Δυνάμεις κατανοούν, κυρίως σε εμπειρικό επίπεδο, ότι ακόμη κι αν διαταραχθεί η ισορροπία ισχύος, αργά ή γρήγορα θα αποκατασταθεί, προκειμένου να συνεχίσει να λειτουργεί αρμονικά το Διεθνές Σύστημα.
Τα γεγονότα του παρελθόντος καταδεικνύουν ότι η εμφάνιση μιας πρόσκαιρης αταξικής σχέσης μεταξύ των Δυνάμεων συνήθως καταλήγει σε έναν συμβιβασμό προς αποφυγή μεγαλύτερων απωλειών.
Εάν παραλληλίσουμε την υπάρχουσα κατάσταση που βιώνει το Διεθνές Σύστημα με την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου και την Κρίση της Κούβας θα παρατηρήσουμε αρκετές ομοιότητες, οι οποίες είναι ικανές να μας καταδείξουν και την εξέλιξη των γεγονότων.
Κοινοί παρονομαστές των δύο καταστάσεων φαίνονται να είναι η επιθυμία για ένδειξη ισχύος και κυριαρχίας, ενώ ο βασικός στόχος και στις δύο περιπτώσεις είναι η αμοιβαία εξυπηρέτηση των εκάστοτε συμφερόντων.
Επανερχόμενοι στο σήμερα, είναι εμφανές ότι η μελλοντική και πιθανή αύξηση της κούρσας εξοπλισμών σε πυραυλική και πυρηνική ισχύ, αναμφισβήτητα, στοχεύει στην προσωρινή έξαρση της υφιστάμενης κατάστασης, έως ότου οι Μεγάλες Δυνάμεις αναγκαστούν να προχωρήσουν σε αμοιβαίες παραχωρήσεις.
Το βέβαιο είναι ότι οι ισορροπίες του Διεθνούς Συστήματος μεταβάλλονται και οι συσχετισμοί ισχύος διατυπώνονται εκ νέου. Ωστόσο, το σενάριο μιας μελλοντικής και μόνιμης ανισορροπίας δυνάμεων καθίσταται από μόνο του αβάσιμο.
Η σύναψη μιας νέας Συνθήκης μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένης και της Κίνας, διακατέχεται από πολλές συνισταμένες, που αφορούν τον οικονομικό πόλεμο μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, τις διεκδικήσεις της ιδίας σε στρατιωτικό και οικονομικό επίπεδο, αλλά και την ύπαρξη έτερων παικτών που τα τελευταία χρόνια έχουν προχωρήσει πυραυλικές δοκιμές.
Συμπερασματικά, γίνεται σαφές ότι η εγκατάλειψη της Συνθήκης για τις Πυρηνικές Δυνάμεις Μεσαίας Εμβέλειας, μολονότι είναι πιθανό να καταλήξει σε μια αυξημένη κούρσα εξοπλισμών και σε μια πρόσκαιρη ανισορροπία ισχύος, έχει ως απώτερο σκοπό να χαράξει εκ νέου τους κανόνες της Πυρηνικής Δύναμης των κρατών, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα υφιστάμενα δεδομένα και τις δυνατότητες όλων των παικτών.