Οι ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ τελείωσαν και το αποτέλεσμα δεν δικαίωσε τις δημοσκοπήσεις. Εν τέλει, οι Ρεπουμπλικάνοι δεν σάρωσαν μ’ ένα ”κόκκινο κύμα”. Η απώλεια της Βουλής των Αντιπροσώπων ήταν μεν αναμενόμενη για τους Δημοκρατικούς, δεν έλαβε όμως την προβλεπόμενη έκταση, ενώ η Γερουσία κατά πάσα πιθανότητα παραμένει στα χέρια τους. Την ίδια στιγμή, σημαντικές όσο και ανέλπιστες ήττες επιβάρυναν ακόμα περισσότερο το κλίμα για τους Ρεπουμπλικάνους σε κρίσιμες αναμετρήσεις για την πολιτειακή διακυβέρνηση.
Αναμφίβολα, τα αποτελέσματα των εκλογών αποτελούν μια μεγάλη, προσωπική ήττα του Τραμπ. Ο οποίος, μάλιστα, προσέβλεπε σε μια σαρωτική επικράτηση σε αυτές για να κυριαρχήσει πλήρως στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα, να το μεταβάλει σε προσωποπαγές και να το οδηγήσει τσιμενταρισμένο στις επόμενες προεδρικές εκλογές. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη. Και δεν συνέβη διότι το εκλογικό σώμα τον τιμώρησε γι’ αυτήν του τη στρατηγική, καθώς και για την εμπρηστική στάση που είχε αυτός και οι εκλεκτοί του μετά τις εκλογές του 2020.
Ωστόσο τα μηνύματα των φετινών ενδιάμεσων εκλογών, δεν έχουν μόνον αποδέκτη τους τον Τραμπ, αλλά και τους Δημοκρατικούς. Όπως θα δούμε η διάσωσή τους, οφείλεται σε αισθητές μετατοπίσεις στην ατζέντα που πρόταξαν οι διάφοροι υποψήφιοί τους στις αναμετρήσεις που επιφύλασσαν ανατροπές.
Και αν κάτι κάνει αίσθηση, είναι ότι η αποστασιοποίηση αυτή αφορά την απομάκρυνση από την φυλετιστική ατζέντα που επέβαλε εδώ και πολλά χρόνια στη γραμμή του κόμματος, η πολυπολιτισμική αριστερά του.
Ακόμα περισσότερο, τα αποτελέσματα εκφράζουν και βαθύτερες ιδεολογικές, πολιτικές αλλά και κοινωνικές μεταβολές στην αμερικανική κοινωνία, που φυσικά δεν αφορούν μόνον αυτήν, αλλά ευρύτερα τον δυτικό κόσμο.
Και φυσικά εμάς, τους Έλληνες, καθώς για τα στρατηγικά συμφέροντα της χώρας μας, οι εκλογές αυτές είχαν ανέλπιστα θετικά αποτελέσματα: Ο εκλεκτός του Ερντογάν, Δρ. Μεχμέτ Οζ, έχασε παταγωδώς στην Πενσυλβάνια· οι εκπρόσωποι της ομογένειας, καθώς και οι Αμερικάνοι υποψήφιοι που στηρίζουν την ατζέντα της, κατάφεραν να εκλεγούν· και ο ίδιος ο Τραμπ, που διατηρεί και προσωπικά οικονομικά συμφέροντα στην Τουρκία του Ερντογάν, αποδυναμώθηκε.
Πρόκειται άραγε για ευτυχείς συγκυρίες που οφείλονται στον ”θεό της Ελλάδας”; Ή μήπως είναι απόρροια της ευρύτερης αναβάθμισης του κύρους, της εικόνας, και της διπλωματίας της Ελλάδας που ήρθε σαν αποτέλεσμα της απόφασής της να μετακινηθεί προς την αποτροπή του τουρκικού επεκτατισμού, αλλά και να αξιοποιήσει επί τέλους το γεωπολιτικό και πολιτιστικό κεφάλαιο που απολαμβάνει μέσα στον δυτικό κόσμο, αλλά και ευρύτερα; Η συνέχεια θα το δείξει. Ωστόσο, η καλή πορεία των εκλογών για τα ελληνικά συμφέροντα στέλνει ένα μήνυμα και σε μας, καθώς, η ενεργητική υπεράσπισή τους από την πλευρά μας έχει αντίκτυπο και μάλιστα σε πεδία που πριν από λίγα χρόνια δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε.
Σε οποιαδήποτε περίπτωση, επειδή το πολιτικό κλίμα στις ΗΠΑ επηρεάζει σαφώς τις εξελίξεις και στην Ευρώπη, αξίζει να σταθούμε στα κυριότερα μηνύματα των ενδιάμεσων αμερικανικών εκλογών.
Αποστασιοποίηση από τις εξαλλοσύνες του Τραμπ και των «Αφυπνισμένων»
Ο Τραμπ επέλεξε τους δικούς του υποψηφίους με το σκεπτικό να οξύνει ακόμα περισσότερο τον διχασμό μέσα στην αμερικανική κοινωνία· οι περισσότεροι από αυτούς αμφισβητούσαν το αποτέλεσμα των εκλογών του 2020, και κάποιοι μάλιστα έφτασαν σε σημείο να υποστηρίζουν και την εισβολή του πλήθους στο Καπιτώλιο, στις 6 Ιανουαρίου 2020. Ένα μεγάλο τους κομμάτι ηττήθηκε στις κάλπες, γεγονός που καταδεικνύει ότι το αμερικάνικο εκλογικό κοινό φαίνεται να γυρίζει τις πλάτες του στις εξαλλοσύνες του πρώην Αμερικανού προέδρου και επιλέγει μετριοπαθέστερα.
Από την άλλη, ψήφο εμπιστοσύνης στις υποψηφιότητες εκείνες που φάνηκαν κατά την προεκλογική περίοδο διατεθειμένες να υπερβούν τους σκοτεινούς ορίζοντες του πολιτιστικού διχασμού έδωσαν και οι ψηφοφόροι των Δημοκρατικών.
Η επικράτηση του Τζόν Φέτερμαν στην αναμέτρηση για την Γερουσία της Πενσυλβάνια, έναντι του τραμπιστή, ερντογανικού, και τηλε-πλασιέ σκευασμάτων αδυνατίσματος Δρ. Μεχμέτ Οζ, συντελέστηκε επειδή ο υποψήφιος των Δημοκρατικών κέρδισε με μεγάλη διαφορά τις φτωχότερες περιοχές της Πολιτείας: το Ίρι, την Φιλαδέλφεια, και το Πίτσμπουργκ.
Αυτό κατέστη εφικτό, επειδή ο Φέτερμαν παραμέρισε την φυλετιστική ατζέντα της πολυπολιτισμικής αριστεράς, και επανήλθε με μια ρητορική απλή, άμεση και εύληπτη στην κοινωνιστική παράδοση του Δημοκρατικού Κόμματος, τονίζοντας το έλλειμμα στην ποιότητα εκπαίδευσης και περίθαλψης που ταλανίζει τις λαϊκές τάξεις, την μπλοκαρισμένη κοινωνική κινητικότητα, την ανάγκη για επαναβιομηχάνιση. Η νίκη του Φέτερμαν, με τη σειρά της, έστειλε το δικό της μήνυμα στην ηγεσία των Δημοκρατικών, τονίζοντας την ανάγκη αυτή να επιστρέψει στην παράδοση των πολιτικών Νιού Ντήλ και της «big society».
Εκλογική δημογραφία: Πως καταρρίπτονται οι παραδοχές της πολυπολιτισμικής αριστεράς
Αν κάτι, όμως, αποτελεί την μεγάλη διάψευση της στρατηγικής που επέβαλε η πολυπολιτισμική αριστερά στο Δημοκρατικό κόμμα εδώ και δεκαπέντε, περίπου χρόνια, είναι οι μετακινήσεις των ισπανόφωνων και των μαύρων ψηφοφόρων προς το Ρεπουμπλικανικό κόμμα.
Ήδη από την εποχή του Ομπάμα, στα εκλογικά επιτελεία των Δημοκρατικών κατισχύει η προσέγγιση περί ″νέου εκλογικού σώματος”. Σύμφωνα με αυτήν, καθώς οι δημογραφικοί συσχετισμοί μεταξύ λευκών και μη λευκών μεταβάλλονται τις τελευταίες δεκαετίες στις Ηνωμένες Πολιτείες, τείνει να συγκροτηθεί ένα νέο εκλογικό σώμα από πολιτισμικές και φυλετικές μειονότητες. Σύμφωνα με τους Δημοκρατικούς, αυτός ο κόσμος υποτίθεται πως ομνύει περισσότερο στην φυλετιστική ατζέντα, την καταγγελία του συστημικού χαρακτήρα που ενέχει ο ρατσισμός, η πατριαρχία, και η αποικιοκρατία στον πολιτισμό των «λευκών Ευρωπαίων και Αμερικάνων», και η γενικευμένη αποδόμηση της πνευματικής και πολιτιστικής κληρονομιάς του πολιτισμού τους. Άρα, υποστήριζε η πολυπολιτισμική αριστερά, η επένδυση σε αυτές τις θεματικές είναι σε θέση να συγκροτήσει ένα πλειοψηφικό ρεύμα για το κόμμα.
Κι όμως, η εκλογική δημογραφία της ψήφου κατά τις ενδιάμεσες εκλογές καταδεικνύουν πως το προβάδισμα που παραδοσιακά απολαμβάνουν οι Δημοκρατικοί στους μη-λευκούς πληθυσμούς μειώνεται διαρκώς. Έτσι σε σχέση με τις ενδιάμεσες εκλογές του 2018, η Δημοκρατικοί κατέγραψαν απώλειες 7% στις ψήφους των μαύρων, και 13% σε εκείνες των λατίνων. Κι αυτό παρά την όξυνση των φυλετιστικών αντιπαραθέσεων τα τελευταία χρόνια, και παρά το γεγονός ότι, επίσης, η μαζική συρροή των νέων ψηφοφόρων και στο σύνολο του εκλογικού σώματος, και σε ό,τι αφορά στις μειονότητες, λειτούργησε κατά κύριο λόγο υπέρ των Δημοκρατικών. Επομένως, η στρατηγική του ”νέου εκλογικού σώματος” δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται καθώς με την επίταση των πολιτισμικών πολέμων η επιρροή των Δημοκρατικών μέσα στους μη λευκούς πληθυσμούς μειώνεται αντί να μεγεθύνεται.
Την ίδια στιγμή, χειροτερεύουν κατά πολύ οι επιδόσεις τους σε ό,τι αφορά στα χαμηλότερα και τα μεσαία στρώματα. Έτσι στις ενδιάμεσες εκλογές του 2018, οι Δημοκρατικοί θα έχουν ακόμα το προβάδισμα σε ό,τι αφορά στους ψηφοφόρους με εισόδημα κάτω από τις 50.000$ (57% έναντι 40% των Ρεπουμπλικάνων), αλλά και σε εκείνους με εισόδημα μεταξύ 50.000-100.000$ (50% έναντι 48%). Το 2022, παρουσιάζονται να χάνουν και στα μεσαία και τα κατώτερα εισοδήματα: στα πρώτα χάνουν 50 μονάδες (45% έναντι 49% και στα δεύτερα, 10 (47% έναντι 49%).
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι προφανώς αντί η στρατηγική του ”νέου εκλογικού σώματος” και η κατίσχυση της φυλετιστικής ατζέντας να ενισχύσει ένα πλειοψηφικό ρεύμα υπέρ των Δημοκρατικών, αντίθετα, το περιορίζει. Και συμβάλει στην αποξένωσή τους από την ραχοκοκαλιά της αμερικανικής κοινωνίας, τα κατώτερα και τα μεσαία στρώματα.
Είναι πολύ πιθανόν, επομένως, αν οι Δημοκρατικοί επιμένουν σε αυτήν την γραμμή, να χάσουν τις επόμενες προεδρικές εκλογές. Ιδίως αν στους Ρεπουμπλικάνους βρίσκεται ένας υποψήφιος που δεν συγκεντρώνει όλα τα αποκρουστικά χαρακτηριστικά του Τραμπ, που δημιουργούν τις τωρινές αντισυσπειρώσεις.
Με λίγα λόγια, η ατζέντα της πολυπολιτισμικής Αριστεράς περιορίζει την επιρροή των Δημοκρατικών στα ”μπλε” προπύργια των παγκοσμιοποιημένων μητροπόλεων που βρίσκονται στις δύο ακτές των ΗΠΑ. Όμως αυτά τα μπλε προπύργια, περικυκλώνονται από μια περιφέρεια που με τον καιρό γίνεται ολοένα και πιο έντονα ”κόκκινη”, πράγμα που εν τέλει απειλεί να μεταβάλει μόνιμα τους συσχετισμούς σε βάρος των Δημοκρατικών.
Η αόρατη κινητοποίηση των γυναικών
Το ζήτημα των αμβλώσεων εν τέλει έπαιξε ρόλο στην διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος. Το παράδοξο όμως, είναι ότι δεν έπαιξε με τον τρόπο που θα το ήθελαν είτε οι Ρεπουμπλικάνοι, είτε οι Δημοκρατικοί της πολυπολιτισμικής αριστεράς. Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, οι αμβλώσεις στις ΗΠΑ δεν είναι ένα ζήτημα που ανήκει στην θεματική του πολυπολιτισμικού υπερδικαιωματισμού –κάτι που δεν έχουν συνειδητοποιήσει επαρκώς ούτε και οι Τραμπικοί. Έχει να κάνει στην μεγάλη μερίδα που το αφορά, με πολύ πιο προσγειωμένες και πρακτικές ανησυχίες, συνήθως μονογονεϊκών νοικοκυριών από τις φυλετικές μειονότητες, που με αυτόν τον τρόπο ασκούν πολιτική ελέγχου των γεννήσεων και έτσι αποφεύγουν την ακραία φτώχεια, την γκετοποίηση, την γέννηση ”παιδιών του κρακ” κ.ο.κ.
Από την άλλη εκείνο που δεν καταλαβαίνουν οι πολυπολιτισμικοί υπερδικαιωματιστές, είναι ότι το ζήτημα των αμβλώσεων όταν γίνεται μαζικό καταλήγει εν τέλει στην ενίσχυση και όχι στην σχετικοποίηση της γυναικείας ταυτότητας, που θέλουν να πετύχουν όσοι ισχυρίζονται ότι το φύλο δεν είναι βιολογικό αλλά ζήτημα επιθυμητικής βούλησης.
Έτσι, για παράδειγμα, οι ψήφοι των γυναικών, θα αποβούν καθοριστικές ώστε υποψήφιοι του περιβαλλοντός Τραμπ να υποστούν συντριπτικές ήττες και στις πολιτειακές εκλογές –στην Πενσυλβάνια (-14,2%), στο Μίσιγκαν (10,6%). Και την ίδια στιγμή, σε μια σειρά από Πολιτείες, την Καλιφόρνια, το Βερμόντ, το Μίσιγκαν αλλά ακόμα και στο πιο συντηρητικό Κεντάκι, όπου ψήφισαν παράλληλα με τις ενδιάμεσες εκλογές και για την αναθεώρηση των πολιτειακών τους Συνταγμάτων στην κατεύθυνση που αποφάσισε το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο με την ανατροπή της απόφασης Roy εναντίον Wade, η ετυμηγορία εναντίον των απαγορεύσεων υπήρξε καταιγιστική.
Οι μεταπανδημικές δυναμικές και η υπέρβαση του πολιτιστικού πολέμου
Υπάρχουν όμως, και υπόγειες αλλαγές που αλλάζουν –αργά αλλά σταθερά το πολιτικό κλίμα στις ΗΠΑ– και ίσως σε αυτές θα πρέπει να αποδώσουμε μια γενική στάση αποστασιοποίησης των ψηφοφόρων από τους σκληροπυρηνικούς του διχασμού και των δύο πλευρών.
Σύμφωνα με τον συγγραφέα και κοινωνικό γεωγράφο, Τζόελ Κότκιν, η μεταπανδημική Αμερική επιδεικνύει ορισμένες αξιοσημείωτες δυναμικές που είναι σε θέση, εφ όσον διαρκέσουν στο χρόνο, να μεταβάλουν το κοινωνικό και οικονομικό τοπίο των Ηνωμένων Πολιτειών.
Έτσι τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με τον Κότκιν καταγράφεται μια τάση μεταφοράς πληθυσμού, επενδύσεων, και οικονομικής δυναμικής από τα παραδοσιακά μητροπολιτικά κέντρα που θα κυριαρχήσουν στην οικονομική γεωγραφία της χώρας κατά την περίοδο της παγκοσμιοποίησης (Νέα Υόρκη, Σαν Φρανσίσκο και Καλιφόρνια) προς την περιφέρειά τους, αλλά και την ενδοχώρα (τις πολιτείες στο κέντρο των ΗΠΑ και μεσοδυτικά).
Πολλοί παράγοντες τροφοδοτούν αυτήν την τάση, η ραγδαία άνοδος του κόστους διαβίωσης στις μητροπόλεις, ο κορεσμένος –πια– χρηματοπιστωτικός κλάδος, το γεγονός ότι η πανδημία επιτάχυνε την καθιέρωση και την μονιμοποίηση μοντέλων απομακρυσμένης εργασίας, κι επίσης, το αργό αλλά σταθερό κύμα της επαναβιομηχάνισης που συντελείται τόσο σα συνέπεια της πανδημίας, όσο και ως απόρροια της όξυνσης του γεωπολιτικού ανταγωνισμού με την Κίνα.
Η νέα μεγάλη επένδυση της Ίντελ, για παράδειγμα, που εντάσσεται στον ευρύτερο σχεδιασμό επίτευξης στρατηγικής αυτονομίας στην παραγωγή εξελιγμένων ημιαγωγών, η οποία φτάνει το αστρονομικό ποσό των 20 δισ.$, θα πραγματοποιηθεί όχι στη Σίλικον Βάλεϊ, που κάποτε ήταν το κατ’ εξοχήν κέντρο των δραστηριοτήτων αυτών, αλλά στο αποβιομηχανοποιημένο Οχάιο.
Τι σημαίνουν όλα τα παραπάνω; Ότι υπό την επίδραση κοσμοϊστορικών γεγονότων και εξελίξεων, όπως ήταν η πανδημία, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανίας, και η προϊούσα συγκρότηση ενός Ευρασιατικού μπλοκ που τοποθετείται ανταγωνιστικά με τη Δύση, η αμερικανική πολιτική υπέρ της άνευ όρων διεθνοποίησης μεταβάλλεται. Και μαζί της αλλάζει, με αργούς ρυθμούς αλλά αποφασιστικά, και η ίδια η κοινωνική πραγματικότητα εντός των Ηνωμένων Πολιτειών. Πράγμα που αποδυναμώνει με τη σειρά του και το κοινωνικό και οικονομικό υπόβαθρο του διχασμού και των πολιτιστικών πολέμων.
Εξ άλλου δεν θα πρέπει να θεωρήσουμε άσχετη την αποστασιοποίηση των Αμερικανών ψηφοφόρων από τις πιο εξτρεμιστικές φωνές εκατέρωθεν, με το γεγονός ότι τους προηγούμενους μήνες τόσο η τραμπική εναλλακτική δεξιά, όσο και εμβληματικοί εκφραστές της ”πολυπολιτισμικής Αριστεράς” θα ασκήσουν κριτική στην επιλογή του Μπάιντεν να στηρίξει τόσο κατηγορηματικά την Ουκρανία.
Η σύμπτωση των δύο στην γραμμή του κατευνασμού πραγματοποιείται από διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες, μιας και οι Τραμπιστές θαυμάζουν το πρότυπο της αυταρχικής ηγεσίας ή την απόρριψη των αξιών του σύγχρονου κόσμου που εκφράζουν ηγέτες όπως ο Πούτιν, ο Ερντογάν ή ο Σι· ταυτόχρονα η πολυπολιτισμική αριστερά δείχνει να συμφωνεί με την θέση τους ότι ο ρατσισμός και η αποικιοκρατία συνιστούν αποκλειστικά και έμφυτα γνωρίσματα του Δυτικού Κόσμου. Παρ’ όλα αυτά, όμως, το σημείο κατάληξης και των δύο πλευρών είναι το ίδιο, ο κατευνασμός του ρωσικού επεκτατισμού.
Σε μια εποχή, λοιπόν, όπου ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός κλιμακώνεται, και η επιλογή του Ευρασιατικού μπλοκ να ανατρέψει υπό την απειλή των όπλων τους παγκόσμιους συσχετισμούς υπέρ του έχει άμεσο αντίκτυπο στη ζωή και τις τσέπες ιδίως των λαϊκών στρωμάτων σε όλο τον δυτικό κόσμο, κανένας εκ των δυο πόλων της διχαστικής αντιπαράθεσης δεν φαίνεται να διατεθειμένος να τον υπερασπιστεί.
Υπάρχει εδώ και μια διάσταση αναχρονισμού. Εν τέλει φαίνεται πως η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, με όλα τα συνταρακτικά παρεπόμενά της, η όξυνση που επιχειρεί η Κίνα και η Τουρκία στην αντιπαράθεσή της με τον Δυτικό Κόσμο, καθιστά λίγο ανεπίκαιρη την διχαστική πολιτική του διπόλου πολυπολιτισμικής αριστεράς και τραμπιστών. Κι αυτό γιατί η εξωτερική απειλή, με όλες τις παραμέτρους της εσωτερικής κρίσης που τονίζει, πιέζει για ιδεολογική και πολιτική ανανέωση στο πολιτικά κλίμα μέσα στον δυτικό κόσμο.