Τα χαμένα ποτάμια της Αττικής τα θυμόμαστε συχνά – όλοι, και ιδίως εμείς που δεν τα γνωρίσαμε ποτέ. Είναι ανθρώπινη αυτή η ανάγκη. Και φτιαχτή, ταυτόχρονα.
Μάθαμε να μισούμε την τσιμεντούπολη εμείς οι «γηγενείς» πρωτευουσιάνοι, τα παιδιά των μεταπολεμικών μετοίκων. Κουβαλάμε, χωρίς αμφιβολία, τα αγροτικά γονίδια των γονιών μας και τις αναμνήσεις της γενιάς που ήξερε να σπέρνει. Κουβαλάμε όμως και την παιδεία: τα αναγνωστικά με τις αναφορές στη ζωή του χωριού, τη λογοτεχνία στη σχεδόν βουκολική δημοτική γλώσσα του ’80, την οικολογική συνείδηση που καλλιεργήθηκε την ίδια εποχή.
Καλό πράγμα το δάσος, και απειλούμενο. Κακή η βιομηχανία και το γιώτα-χι. Όχι στην κάθετη δόμηση αλλά ναι στην οριζόντια. Σωστές αυτές οι απλοποιήσεις απέναντι σε όσους αμφισβητούσαν το υπαρκτό πρόβλημα του λεκανοπεδίου, καγχάζοντας ότι κανείς δεν μπορούσε να βρει ούτε «έναν νεκρό από το νέφος». Απλοποιήσεις, ωστόσο.
Το αν η οριζόντια επέκταση της Αθήνας (που μετέτρεψε σε προάστια πολλά χωριά της Αττικής) είναι προτιμότερη από τους ουρανοξύστες (που αποφεύχθηκαν), ας το κρίνουμε με το χέρι στην καρδιά αν ποτέ δούμε την πρωτεύουσα από ψηλά – από αεροπλάνο ή βουνοκορφή. Κυριαρχεί το γκρίζο των πάσης φύσεως κτιρίων, με την Ακρόπολη και τα λίγα ακόμη ορόσημα και μεγάλα πάρκα (δεν μιλάμε για τις πλατείες του μισού στρέμματος ή τις αόρατες νεραντζιές των πεζοδρομίων) να ξεχωρίζουν σαν την λαμπρή εξαίρεση, χωρίς επ’ ουδενί να δίνουν τον τόνο.
Ας κρίνουμε επίσης το αστικό μοντέλο όποτε βλέπουμε την πίσω όψη των πολυκατοικιών, τους ακάλυπτους χώρους που υποτίθεται θα συνενώνονταν ως πυρήνας πρασίνου σε κάθε οικοδομικό τετράγωνο. Όποτε επιδιώκουμε να μετακινηθούμε με αστική συγκοινωνία ανάμεσα σε διαφορετικές περιοχές του πολεοδομικού συγκροτήματος, ιδίως τις πολλές που δεν έχουν την τύχη να βρίσκονται σε ακτίνα μισού χιλιομέτρου από σταθμό μετρό. Όποτε αποτρέπουμε τους εαυτούς μας, τους οικείους και τους επισκέπτες από το να κάνουν μια βόλτα στους επικίνδυνους πράσινους χώρους: αναψυχής θεωρητικά, αλλά κυρίως (και δυστυχώς) εγκλήματος.
Μπορεί οι πολλοί που μετακόμισαν κοντά στη φύση – φυτεύοντας με μεράκι και με τις ευλογίες του δασαρχείου δέντρα από αυτά που κάποτε σπάνιζαν στη «λεπτόγεω» Αττική – να σχημάτισαν την εντύπωση ότι μια πράσινη Αθήνα είναι εφικτή και είναι μόνο ζήτημα χρόνου και μεθοδικότητας. Είναι κι η Ευρώπη που μας πλανεύει διαχρονικά και μας κάνει να πιστεύουμε ότι μπορούμε και πρέπει να της μοιάζουμε στα πάντα.
Ακόμη και στα ποτάμια. Κι ας είναι το μέσο αθηναϊκό επίπεδο βροχόπτωσης πολύ χαμηλότερο από των περισσότερων ευρωπαϊκών πρωτευουσών – και οι λεκάνες απορροής των αττικών χειμάρρων μικροσκοπικές σε σχέση με τους κάμπους που τροφοδοτούν τον Δούναβη και τον Ρήνο (ή ακόμη και τους Πηνειό και Ληθαίο, που διασχίζουν δύο θεσσαλικές πρωτεύουσες νομών).
Οι κατά καιρούς πολύνεκρες και καταστροφικές πλημμύρες αποκαλύπτουν πολλά λάθη στη διαχείριση αλλά και τον σχεδιασμό των υδραυλικών υποδομών, ταυτόχρονα όμως αποτελούν μια ευκαιρία να θυμηθούμε τα αμείλικτα υδρολογικά δεδομένα της Αττικής. Οι μεγάλες εντάσεις βροχής απαιτούν μεγάλες διατομές, αλλά η εποχικότητα σημαίνει ότι η κοίτη θα είναι συνήθως στεγνή. Οι μακέτες που κυκλοφορούν, όποτε λανσάρονται ιδέες ανοίγματος των καλυμμένων χειμάρρων, δείχνουν μια ανέφικτη, εξωραϊσμένη κατάσταση με πολύ νερό, γαλήνη και ομορφιά.
Μου αρέσουν κι εμένα οι φωτογραφίες και ζωγραφιές από παλιότερες εποχές, με τον Ιλισό που κελάρυζε και τα τοξωτά γεφύρια που περνούσαν διαβάτες και άλογα στην απέναντι όχθη.
Είναι σίγουρο όμως ότι δεν μπορούν να έχουν την ίδια μορφή τα χίλια διακόσια μέτρα του ρέματος που οι Αρχές, με αφορμή τα προβλήματα του τραμ, προτίθενται να ξαναφέρουν στην επιφάνεια. Η ορθογωνική εγκιβωτισμένη κοίτη έως τώρα εξασφάλιζε αρκετό χώρο (δύο τριλώριδα) για την κυκλοφορία της Καλλιρρόης – μέρους του βασικού αστικού οδικού άξονα βορρά-νότου.
Αν αυτά μειωθούν ή εξαλειφθούν, κάτι που μέχρι τώρα δεν έχει γίνει σαφές, η επιβάρυνση στο πάνω μέρος της Συγγρού -ειδικά αφότου μεταφερθεί εκεί και το τραμ- θα θυμίζει τις δύσκολες, προ μετρό εποχές.
Πέρα από το πώς θα γίνει διαχείριση των υδατικών και κυκλοφοριακών ροών, το άνοιγμα του Ιλισού από την Αγία Φωτεινή έως του Φιξ γεννά και άλλα σοβαρά ζητήματα -αισθητικά, περιβαλλοντικά και δημόσιας υγείας- που πρέπει να συζητηθούν δημόσια και σοβαρά. Ένα από τα ερωτήματα είναι το αν το άλλοτε Δουργούτι της ελονοσίας και νυν Νέος Κόσμος θέλει να ξαναποκτήσει κουνούπια και δυσωδία. Ένα συναφές και γενικότερο είναι το πόσο μπορεί να διαφέρει ο νέος Ιλισός της Καλλιρρόης από το παρόμοιου μήκους τμήμα του αμέσως πριν τις εκβολές (Τζιτζιφιές/Μοσχάτο), που δεν το λες και υπόδειγμα άξονα αναψυχής, παρά την πρόσφατη προσθήκη ποδηλατόδρομου. Και τέλος, γιατί θα πρέπει να προσποιηθούμε ότι ο Κηφισός και ο Ιλισός μπορούν να γίνουν σαν τον Τίβερη – και τι τον θέλει η Αθήνα τον Τίβερη όταν έχει σε απόσταση αναπνοής (στον Σαρωνικό) τη δική της Ριβιέρα;
Διαβάστε επίσης: «Τα πάντα ρει», εκτός Αθηνών... Ας Ξεμπαζώσουμε τον Ιλισσό