Μεταξύ 18 Απριλίου και 5 Μαΐου θα γνωρίζουμε ακριβώς τι πρόκειται να συμβεί στις τέσσερις συστημικές τράπεζες αφού θα έχουμε τα αποτελέσματα των Stress Tests και ειδικότερα τα κριτήρια του δυσμενούς σεναρίου για την οικονομία. Να θυμίσουμε μόνο ότι το δυσμενές σενάριο προβλέπει ΑΕΠ για το 2018 -1,3% και -2,1% για το 2019 με μηδενικό ή αρνητικό πληθωρισμό και σημαντική βουτιά στις τιμές των ακινήτων. Εάν δε συμβούν πάντως πάρα πολύ σοβαρά εξωτερικά γεγονότα αυτές οι αρνητικές προσδοκίες δεν θα γίνουν πραγματικότητα.
Στο σημείο αυτό δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για το τι αποτελέσματα θα έχουμε στα stress tests. Πολλές όμως ενδείξεις όπως οι κινήσεις των τραπεζών στο χρηματιστήριο και οι πληροφορίες του τύπου δείχνουν ότι οι τέσσερις τράπεζες μάλλον τα περνούν. Ουσιαστικά δηλαδή θα εμφανίσουν αποδεκτούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας στο δυσμενές σενάριο. Η κάλυψη των κεφαλαιακών αναγκών που θα προκύψουν θα δρομολογηθούν στο παρόν και το επόμενο έτος.
Αυτή η εξέλιξη εξάλλου συνάδει και με το γενικότερο πνεύμα που διέπει τις συνθήκες εξόδου από το Γ΄ Μνημόνιο. Μην ξεχνάμε ότι η εμπλοκή με τις τράπεζες θα δημιουργούσε και εμπλοκή και με την «έξοδο» της οικονομίας από το Γ΄ Μνημόνιο.
Πόσο όμως οι τράπεζες μπορούν να είναι αρωγοί στην απαιτούμενη οικονομική ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας από εδώ και πέρα; Αυτό είναι κρίσιμο ερώτημα γιατί από τη μία μεριά το ζήτημα της χρηματοοικονομικής σταθερότητας είναι ένα κρίσιμο θέμα και το ζήτημα της αναπτυξιακής συμβολής του τραπεζικού συστήματος είναι ένα εξίσου πολύ σοβαρό θέμα. Με άλλα λόγια η κεφαλαιακή επάρκεια δεν είναι αυτοσκοπός αλλά το μέσο για την ενεργοποίηση και εντέλει την χρησιμότητα του τραπεζικού συστήματος στην οικονομική ανάπτυξη.
Δυστυχώς οι ελληνικές τράπεζες έχουν ένα πολύ βαρύ φορτίο στους ώμους τους. Πρόκειται για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματά τους ύψους 93 δις ευρώ. Αυτό το μέγεθος σε συνδυασμό ότι τα δάνεια που έχουν ήδη δώσει και τις κατά πολύ χαμηλότερες καταθέσεις (παρόλο που τον τελευταίο καιρό σε ένα βαθμό επανακάμπτουν) δημιουργούν μία κατάσταση πενιχρής τραπεζικής ρευστότητας που οδηγεί ακόμα σε αρνητική μεταβολή των υπολοίπων προς την οικονομία, δηλαδή σε μείωση της χρηματοδότησής της! Αυτή είναι η διαδικασία της απομόχλευσης της οικονομίας που γνωρίζουμε ότι διαρκεί υπό φυσιολογικές συνθήκες σε οικονομίες σαν τη δική μας επτά με δέκα χρόνια!
Σ’ αυτό το διάστημα έχουμε συμπεριλάβει και τις επιπτώσεις που προκαλεί η κοινωνική αντίδραση και αφορά κυρίως την α΄ κατοικία. Ο κοινωνικός απόηχος της άρνησης της «δημιουργικής καταστροφής» οδηγεί σε επιβράδυνση της μεταβολής του παραγωγικού προτύπου.
Στον σκεπτικισμό για την αποτελεσματικότητα του τραπεζικού συστήματος θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και την σύνθεση των ίδιων κεφαλαίων των τραπεζών στην οποία καθοριστικό ρόλο παίζει η (μελλοντική) αναβαλλόμενη φορολογία. Με άλλα λόγια τα μελλοντικά κέρδη των τραπεζών.
Συμπερασματικά οι τράπεζες δε θα αποκτήσουν πάλι εύκολα τον ρόλο του καταλύτη στην παραγωγική μεταβολή και ανάπτυξη όπως στο παρελθόν. Αυτό απομειώνει τις θετικές οικονομικές προσδοκίες που έχουμε για το 2018 και 2019. Συνήθως δε η απομείωση αυτή δεν αποτυπώνεται στα μοντέλα προβλέψεων ου χρησιμοποιούμε. Παρόλα αυτά το γεγονός ότι επικρατούν ήπιες θετικές συνθήκες και στην οικονομία και στο πιστωτικό σύστημα στην Ελλάδα και το εξωτερικό, δημιουργεί μία αίσθηση κανονικότητας για τις οικονομικές εξελίξεις παρόλο που ο δρόμος της ανάκαμψης θα είναι κοπιαστικός.