Δεν είναι μόνον δύο πρώην υπουργοί παιδείας που διέκριναν οπισθοδρόμηση πίσω από την πρόσφατη απόφαση του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου (ΣτΕ) για την αντισυνταγματικότητα των αποφάσεων με τις οποίες εγκρίθηκαν το 2017 τα νέα αναλυτικά προγράμματα για το μάθημα των Θρησκευτικών. Στο κάτω-κάτω οι δύο αξιωματούχοι μιλούν ως πολιτικά πρόσωπα, έχουν πολιτικές και ιδεολογικές δεσμεύσεις απέναντι στο κόμμα στο οποίο ανήκουν και οι τοποθετήσεις τους για τις αποφάσεις που είχαν ληφθεί όταν ήταν υπουργοί είναι λίγο πολύ αναμενόμενες και προβλέψιμες. Η απογοήτευσή τους για την απόφαση του ΣτΕ – γνήσια ή θεατρική – έπρεπε με κάποιον τρόπο να εκφραστεί. Στην περίπτωσή μας, επιθετικά.
Βέβαια αν ζούσαμε σε κάποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα, ας πούμε στην «πολυ-πολιτισμική» Γερμανία, δεν θα ακούγαμε ποτέ από μη-περιθωριακά πολιτικά πρόσωπα πολιτικές καταδίκες μιας δικαστικής απόφασης, ειδικά όταν αυτή προέρχεται από το Ανώτατο Δικαστήριο της Καρλσρούης. Δεν ανήκει στον πολιτικό πολιτισμό των περισσότερων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης η Agit-Prop κατά δικαστικών αποφάσεων.
Στην Ελλάδα τα πράγματα είναι διαφορετικά και μάλλον έτσι θα μείνουν. Καιρός να το εμπεδώσουμε, μας βοηθά άλλωστε σ΄ αυτό και η στάση του συνόλου σχεδόν των Ελλήνων ευρωβουλευτών στο ευρωκοινοβούλιο που δεν αισθάνθηκαν την ανάγκη να συντονιστούν με τους συναδέλφους τους άλλων χωρών και να καταδικάσουν μέσω πρόσφατου ψηφίσματος τα εγκλήματα των δύο ολοκληρωτισμών του 20ού αιώνα που εν μέρει για διαφορετικούς, εν μέρει για τους ίδιους λόγους, έστειλαν στον άλλο κόσμο εκατομμύρια αθώους. Υπογραμμίστηκε με τον τρόπο αυτό σε ανώτατο θεσμικό επίπεδο η ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς στην Ελλάδα, τρεις δεκαετίες μετά την κατάρρευση του υπαρκτού. Η «αντισυστημική» Αριστερά, όταν δεν βρίσκεται στην κυβέρνηση, βλέπει τη δικαιοσύνη ως βραχίονα της εκτελεστικής εξουσίας, ως εργαλείο του συστήματος εξουσίας, και ασκεί όχι νομική, όπως ίσως θα μπορούσε, αλλά πολιτική-ιδεολογική κριτική στις δικαστικές αποφάσεις, ως εάν τα κίνητρα του δικαστή ήταν πολιτικά. Οι δικαστικές αποφάσεις δεν αξιολογούνται ως προς τη συμβατότητά τους με το ισχύον νομικό-ερμηνευτικό πλαίσιο το οποίο επικαλείται ο δικαστής στην τεκμηρίωσή τους, αλλά ως προς το αν υπηρετούν την «πρόοδο» ή τη «συντήρηση», αν είναι «φιλολαϊκές» ή «αντιλαϊκές».
Σ’ αυτήν την ελληνική ιδιαιτερότητα, μια από τις πολλές που έχουμε, δεν έχει νόημα να σταθούμε. Είναι γνωστή και μάλιστα από αρκετούς ευπρόσδεκτη. Αξίζει όμως να επισημάνουμε μιαν άλλη, η οποία σχετίζεται με την αντιπαράθεση που ξέσπασε με αφορμή την μνημονευθείσα απόφαση του ΣτΕ για τα αναλυτικά προγράμματα του μαθήματος των Θρησκευτικών τόσο ανάμεσα στους θεολόγους, όσο και μεταξύ των παιδαγωγών ως προς το αν το μάθημα αυτό οφείλει να έχει χαρακτήρα γνωσιοκεντρικό-θρησκειολογικό ή αν πρέπει να είναι μάθημα που, πέρα από την διεύρυνση του γνωστικού ορίζοντα των μαθητών για τις θρησκείες του σήμερα και του χθες, οφείλει να καλλιεργεί θρησκευτική συνείδηση, με άλλα λόγια να διαμορφώνει στάσεις και αξίες θετικές απέναντι στη θρησκευτική παράδοση της συλλογικότητας στην οποία ανήκει ο μαθητής και να δείχνει σεβασμό απέναντι στο φαινόμενο της θρησκευτικής πίστης.
Η ιδέα ότι η θρησκευτική πίστη είναι ασύμβατη με τον ορθό λόγο και την επιστήμη και ότι αποτελεί εμπόδιο στην «πρόοδο» των κοινωνιών, δεν είναι καινούργια. Ούτε ήταν ο διαφωτισμός το πρώτο ιδεολογικό ρεύμα που αμφισβήτησε προγραμματικά τη θρησκεία και τη θρησκευτική πίστη και την αξία τους για την κοινωνία. Διαψεύδοντας όλους τους κοσμικούς «προφήτες» που έβλεπαν τη θρησκευτική πίστη και την αντίστοιχη παράδοση ως παιδικές ασθένειες της ανθρωπότητας στον εξελικτικό δρόμο της «προόδου» που επιταχύνεται νομοτελειακά, το θρησκευτικό φαινόμενο αποδείχθηκε μακροβιότερο από τις θεωρίες τους και πολύ πιο συνδεδεμένο με πολιτικές εξελίξεις απ’ ό,τι κανοναρχούσαν οι πατριάρχες της «επιστημονικής» πίστης: της πίστης στους νόμους της Ιστορίας. Οι θρησκείες αποδείχθηκαν ανθεκτικές στη νεωτερικότητα και στη μεταμοντέρνα εποχή, παρότι οι οργανισμοί που διαχειρίζονται το θρησκευτικό φαινόμενο συχνά με τα καμώματα των λειτουργών τους κάνουν ό,τι μπορούν για να δικαιώσουν όσους θα ήθελαν να δουν τη θρησκευτική πίστη να κλείνεται οριστικά στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας. Είναι οι ίδιοι που βλέπουν πίσω από την (συνταγματικά προβλεπόμενη) καλλιέργεια της θρησκευτικής συνείδησης κάτι οπισθοδρομικό: την «κατήχηση». Εννοείται ότι αυτό που ενοχλεί δεν είναι οποιαδήποτε «κατήχηση», όπως λ.χ. η πολιτική, αλλά η θρησκευτική. Και για να είμαστε ακριβέστεροι, όχι κάθε θρησκευτική «κατήχηση», αλλά μια συγκεκριμένη: αυτή της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκείας. Διότι ουδέποτε έχει αμφισβητηθεί από τους φορείς αυτής της κριτικής η αξία της καλλιέργειας της θρησκευτικής συνείδησης μέσω της διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών όταν οι μαθητές ανήκουν σε θρησκευτικές μειονότητες εντός της ελληνικής επικράτειας. Είναι ακριβώς αυτή η χρήση δύο μέτρων και σταθμών που προσδίδει στην κριτική το στοιχείο της αμετροέπειας και της αντίφασης ή, στη χειρότερη περίπτωση, της υποκρισίας και του κυνισμού. Διότι είναι προφανές ότι αν η «κατήχηση», όπως ονομάζουν ορισμένοι θεολόγοι, παιδαγωγοί και δημοσιολόγοι τον μη-θρησκειολογικό χαρακτήρα του μαθήματος, αποτελεί βλαπτική παιδαγωγική πρακτική, τότε αυτό ισχύει τόσο για τους μαθητές των οποίων οι γονείς ανήκουν στη στατιστικά δεσπόζουσα θρησκευτική κοινότητα, όσο και για τους μαθητές που προέρχονται από θρησκευτικές μειονότητες. Γιατί ειδικά στους τελευταίους όχι μόνον να επιτρέπεται, αλλά και να ενθαρρύνεται η «βλάβη», και μάλιστα με πύρινες κριτικές στον εκπαιδευτικό οργανισμό ότι δεν σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα των θρησκευτικών μειονοτήτων, ενώ για τους πρώτους να θεωρείται κατάρα; Όπως ο μειονοτικός μαθητής έχει δικαίωμα να καλλιεργεί μέσω του αναλυτικού προγράμματος, του σχολικού εγχειριδίου, της διδασκαλίας και των λοιπών σχολικών πρακτικών και συμβόλων τη θρησκευτική του συνείδηση, το ίδιο έχει και ο μαθητής της θρησκευτικής πλειοψηφίας. Δεν είναι δυνατόν η καλλιέργεια θρησκευτικής συνείδησης να είναι για τους πρώτους καλή παιδαγωγική πρακτική, αλλά για τους δεύτερους οπισθοδρομική και επικριτέα «κατήχηση».
Και για να πάμε τώρα στην ουσία του ζητήματος. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί το γεγονός ότι η μεγάλη πλειοψηφία των μαθητών στη χώρα μας προέρχεται από οικογενειακά περιβάλλοντα στα οποία η θρησκευτική πίστη είναι παρούσα. Εκφράζεται με πολλούς τρόπους, σύμβολα, γλωσσικές και άλλες πρακτικές. Πολύ πριν έρθουν στο σχολείο, τα παιδιά έχουν βιώσει θρησκευτικά γεγονότα, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο έχουν μετάσχει σ’ αυτά. Και εδώ δεν έχει καμιά σημασία αν το θρησκευτικό βίωμα ήταν το «σωστό» από τη σκοπιά της επίσημης εκκλησίας ή κάποιου άλλου αυθεντικού ερμηνευτή του «ορθού» θρησκευτικού βιώματος. Δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε στον Durkheim για να μάθουμε ότι πέρα από την ψυχολογική λειτουργία της θρησκευτικής πίστης σε ατομικό ή διϋποκειμενικό επίπεδο, η θρησκεία έχει και ευρύτερες κοινωνικές λειτουργίες, κυρίως στη συγκρότηση της κοινωνικής ηθικής, δηλαδή ενός κοινού κώδικα προσανατολισμών και δράσης που κάτω από προϋποθέσεις – ας αναλογιστούμε ότι οι θρησκείες είναι εξελισσόμενα συστήματα με αξιοζήλευτη προσαρμοστική ικανότητα - είναι σε θέση να συγκρατήσει τον επιθετικό ατομικισμό και το χάος που αυτός δυνητικά προκαλεί σε μικρή, μεσαία και μεγάλη κλίμακα. Γνώσεις για τις άλλες θρησκείες μπορεί και πρέπει να αποκτήσει ο μαθητής στο σχολείο. Όμως η απόκτηση γνώσεων γύρω από τις θρησκείες δεν ισοδυναμεί με την καλλιέργεια θρησκευτικής συνείδησης.
Υπάρχουν θεολόγοι, παιδαγωγοί και δημοσιολόγοι που οραματίζονται το ουδετερόθρησκο σχολείο, ένα σχολείο που ούτε έχει, ούτε θέλει να έχει σχέση με τη θρησκευτική συνείδηση και που απλώς ενημερώνει τους μαθητές για τις υπαρκτές θρησκείες. Είναι κι αυτό μια πρόοδος σε σύγκριση με κάποιους σε άλλες εποχές που ήθελαν τη θρησκεία εκτός σχολείου και ως πίστη και ως ενημέρωση. Μπορεί κανείς να αντιληφθεί τον φόβο που είχαν από μια ανταγωνιστική πίστη, πολύ πιο δυνατή και πιο ανθεκτική σε σύγκριση με την κοσμική πολιτική πίστη την οποία η ίδιοι πρέσβευαν και προωθούσαν στο σχολείο με μεθόδους ολοκληρωτικής κατήχησης. Η νοσταλγία του χαμένου σοσιαλιστικού παραδείσου όπου όλα ρυθμίζονται αρμονικά χωρίς το ιστορικό κατάλοιπο της θρησκευτικής πίστης, είναι επίσης μια κατανοητή ανθρώπινη αντίδραση. Αλλά όταν αυτή μετατρέπεται σε πολιτική κριτική εναντίον δικαστικών αποφάσεων, τότε δεν είναι πλέον νοσταλγία, είναι κάτι άλλο.
Και τι θα γίνει με τους μαθητές των οποίων οι γονείς (ή οι ίδιοι στο Γυμνάσιο και το Λύκειο) απορρίπτουν γενικώς τη θρησκεία και είναι αντίθετοι στη διαμόρφωση θρησκευτικής συνείδησης; Μήπως πρέπει, στο όνομα του δικαιώματος μιας μη-θρησκευτικής, κοσμικής, μειονότητας να σπουδάζει σε περιβάλλοντα που δεν υπάρχουν θρησκευτικά μαθήματα και σύμβολα, να αποκτήσει το μάθημα των Θρησκευτικών αμιγώς θρησκειολογικό χαρακτήρα;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι σχετικά απλή: γονείς που θεωρούν ότι η καλλιέργεια θρησκευτικής συνείδησης συνιστά κίνδυνο για το παιδί τους – ανεξάρτητα από την πηγή και την αιτιολόγηση αυτής της θεώρησης – έχουν ήδη το δικαίωμα να ζητήσουν την εξαίρεση του μαθητή από το συγκεκριμένο μάθημα. Αυτό που από παιδαγωγικής πλευράς δεν έχουν δικαίωμα είναι να αξιώσουν την αποψίλωση του σχολείου από θρησκευτικά σύμβολα και αντίστοιχες πρακτικές, όταν φρονούν λ. χ. ότι η εικόνα του Εσταυρωμένου προκαλεί ψυχικό τραύμα στο παιδί τους όταν την αντικρίζει. Έχουν βεβαίως δικαίωμα να προσφύγουν στα δικαστήρια και να πετύχουν ευνοϊκές γι αυτούς δικαστικές αποφάσεις τις οποίες οφείλει με τη σειρά του να σεβαστεί το σχολείο. Μέχρι τώρα όπου αυτό επιχειρήθηκε στην Ευρώπη, δεν οδήγησε σε αποκαθήλωση εικόνων ή συμβόλων. Οδήγησε, αντιθέτως, στο να συνειδητοποιήσουν οι θρησκευτικές πλειονότητες ότι έχουν κι αυτές ανθρώπινα δικαιώματα, ότι αυτά δεν είναι πλέον αυτονόητα όπως στο παρελθόν, και ότι ως εκ τούτου είναι αναγκασμένες ή να παραιτηθούν από αυτά ή να τα υπερασπιστούν όχι με αμιγώς παιδαγωγικά, αλλά και με νομικά επιχειρήματα.