Η μοναδική φορά που ταξιδέψαμε με τρένο – στην Ελλάδα – ήταν πριν από χρόνια όταν υπηρετούσα την θητεία μου στο Πολεμικό Ναυτικό. Στην ορκωμοσία μου ήταν παρών ο αδελφός μου, έφεδρος αξιωματικός ΣΕΜ την ίδια εποχή, οπότε με την τριήμερη τιμητική στα χέρια φύγαμε σφαίρα για το σταθμό Λαρίσης με προορισμό τη Θεσσαλονίκη. Τίποτε προσφορότερο και ταχύτερο για τα δεδομένα της εποχής αφού δεν οδηγούσαμε. Στα ελικοφόρα YS-11 της Ολυμπιακής χωρούσαν μετρημένοι στα δάχτυλα, ενώ στα ΚΤΕΛ του Κηφισού, τα “πράσινα” γουργούριζαν τεμπέλικα μέχρι να τιγκάρουν ως απάνω με βαλίτσες και κούτες πριν ξεκινήσουν ξερνώντας μαζούτ.
Υπολογίσαμε πως με μια κανονική ταχύτητα, χωρίς εμπόδια, θα φτάναμε στο Λιανοκλάδι σε κάποιες ώρες για να αλλάξουμε συρμό και να συνεχίσουμε ακάθεκτοι . Έπειτα στη Θεσσαλονίκη θα μετεπιβιβαζόμασταν στον γνωστό «Μουντζούρη» για Δράμα όπου θα μας περίμεναν για να μας φέρουν σπίτι με ΙΧ. Αν λοιπόν όλα πήγαιναν καλά, θα είχαμε δυο νύχτες στο κρεβάτι μας και λίγο χρόνο για να δούμε γνωστούς και φίλους.
Έγινε ακριβώς το ανάποδο. Από τις τρεις μέρες της αδείας, οι δυόμιση φαγώθηκαν στο πηγαινέλα και μας έμειναν κάτι ωρίτσες ίσα για να πλυθούμε , να αλλάξουμε ρούχα, να τσιμπήσουμε κάτι και να πάρουμε περίλυποι το δρόμο της επιστροφής. Ήταν τόση η ταλαιπωρία, τόσος ο εκνευρισμός από τις συνεχείς στάσεις, τη φασαρία και τα απρόβλεπτα, που το τρένο, ως μέσο μαζικής μεταφοράς, σβήστηκε από τις λίστες μας.
Δεν είναι υπερβολή αν πούμε πως έκτοτε δεν διασχίσαμε ΠΟΤΕ ξανά την απόσταση Καβάλα – Αθήνα και αντίστροφα ούτε με τρένο ούτε με λεωφορείο, ούτε καν με το αυτοκίνητο μας! Πετάει αεροπλάνο; Πετάει! Τότε ποιος ο λόγος να χρονοτριβούμε και να ταλαιπωρούμαστε. Οι επαφές μας, οι δουλειές μας, τα check up, τα μικροπροβλήματα, οι διακοπές, όλα γίνονταν μέσω του αερομεταφορέα που σε πάει παντού.
Φυσικά, από τότε κύλησε πολύ νερό στις ράγες των τρένων και οι συνθήκες βελτιώθηκαν, όχι τόσο όμως ώστε να υποκαταστήσουν την ταχύτητα, την εμβέλεια και την ασφάλεια του αεροπλάνου. Του αεροπλάνου που αν δεν βελτιωθούν τα δεδομένα που απαιτεί ο σύγχρονος επιβάτης, τουλάχιστον στη χώρα μας, δεν κινδυνεύει.
Γιατί στην Ιταλία, η ALITALIA αναδίπλωσε τα φτερά της και υπέστειλε τη σημαία της στις 15/10 μετά από 75 χρόνια αδιάλειπτης λειτουργίας. Είναι τόσο γρήγορο και τόσο οικονομικό το ταξίδι με τρένο, ώστε το κοινό στράφηκε σταδιακά προς αυτό από τη στιγμή που οι ταχύτητες του σε ταξιδεύουν με 300-340 χλμ την ώρα. Αν συγκρίνετε αυτά τα νούμερα με το χρόνο που απαιτείται για τα 214,31χλμ μέχρι τη Λαμία (3ώρες και 20 λεπτά συν 2 αλλαγές ) τότε καταλαβαίνετε πού βρίσκετε το πρόβλημα.
“Μας πήρατε τις στολές μας, μας πήρατε το δέρμα μας” κραύγαζαν απελπισμένες οι αεροσυνοδοί που βίωσαν το δράμα της απόλυσης. Σεβαστή και κατανοητή η αγανάκτηση. Αλλά και τα 14 δισ. που πέταξαν από τις τσέπες των Ιταλών σε μια δεκαετία κρίσης και πανδημίας το ίδιο είναι .
Παρ’ όλα αυτά δεν είναι μόνο η ταχύτητα, δηλαδή ο χρόνος και η σχέση του με το κόμιστρο που κανονίζουν ή θα έπρεπε να υπολογίζονται από τους συγκοινωνιολόγους όταν χαράσσουν την πολιτική της εταιρείας τους. Ότι κι αν φτιάχνεις, είτε γεφύρι είτε δρόμο είτε αεροδρόμιο, είτε στρώνεις το χαλίκι για να περάσει το τρένο, η ανάγκη της επικοινωνίας και της βελτίωσης της ζωής των ανθρώπων είναι και θα έπρεπε να είναι πάνω και πέρα από τους οικονομικούς δείκτες. Γιατί όσο κι αν ακούγεται σε μας ουτοπικό, κάπου αλλού ο σεβασμός στον συνάνθρωπο και το δικαίωμα στη μάθηση όσο και η υποχρέωση της εταιρίας στον κοινωνικό χαρακτήρα της, κράτησαν ένα τρένο στις ράγες αποκλειστικά και μόνο για ΕΝΑ και μόνο ΕΝΑ επιβάτη.
Συνέβη στη μακρινή Ιαπωνία, όπου η έφηβη Κάνα Χαράντα από τον οικισμό Shirataki με 38 κατοίκους, έπρεπε να διανύσει απόσταση μιας ώρας με τα πόδια μέχρι τον επόμενο σταθμό αν η Japan Railways που διαχειρίζεται το σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας της έκλεινε τη μοναδική γραμμή που συνέδεε τη μαθήτρια με το σχολείο της, αφού η ίδια ήταν ο μοναδικός επιβάτης στη συγκεκριμένη διαδρομή.
Σε μια χώρα όμως που το κράτος σέβεται τους πολίτες του, ο σεβασμός αυτός και η υποχρέωση δεν εξαντλούνται στα ευχολόγια αλλά γίνονται πράξη. Έτσι, η γραμμή παρέμεινε ανοιχτή και κάθε μέρα το τρένο έκανε μόνο δυο διαδρομές. Την πρώτη για να πάρει τη μαθήτρια από το σπίτι της και τη δεύτερη για να την επιστρέψει.
Ο σιδηροδρομικός σταθμός στο νησί Χοκάιντο έμεινε ανοικτός για 3 χρόνια και έκλεισε οριστικά όταν η μαθήτρια αποφοίτησε το 2016.