Τα 117 χιλιόμετρα που υπολείπονται από τη μεγάλη πόλη, είναι μια ανάσα πριν την ανάδυση από μαύρα νερά. Ένα άνοιγμα- κλείσιμο των ματιών μπροστά στο ξαφνικό φως. Ένα βήμα πριν την εξώπορτα που σε μπάζει στο σκιερό διάδρομο με τις πολλές πόρτες. Έχοντας τρέξει χιλιάδες δρόμους ξέπνοοι, χωρίς σφυγμό και ζώντας μετέωροι πάνω στο σκοινί που τους δένει με τους φόβους τους, αυτή η αίσθηση του κοντινού τους γεμίζει απελπισία.
Ξέρουν, χωρίς να έχουν συνεννοηθεί, ότι αυτός ο καινούριος φόβος είναι η αίσθηση ότι δεν έχουν σωθεί, δεν είναι ασφαλείς, είναι ένα φορτίο που το σηκώνουν κι οι τρεις μαζί πάνω σε μια καρότσα που πάει αργά με ανοιχτή την πόρτα.
Αλλά είναι τόσο μικρή η απόσταση, τόσο λίγες οι ώρες που χρειάζονται για να πατήσουν την ελευθερία και να χαθούν στην αγκαλιά της, που βάζουν τους φόβους τους στην άκρη. Γιατί εκεί που συναντάει η Ανατολή τη Δύση σταματάει η αγωνία, σταματάει η αδρεναλίνη να κόβει βόλτες και η κόκκινη ταμπέλα «ΑΦΙΞΕΙΣ» που αναβοσβήνει στον σιδηροδρομικό σταθμό φωτίζει το αύριο μ’ ένα πλάγιο τρόπο που όσο κι αν δεν είναι ξεκάθαρος και φωτεινός, είναι ένα καινούριο σύνορο που όσοι το διαβήκανε έχουν να λένε…
Τέσσερις ώρες μόνο με την ταχεία του αναχωρεί στις 09.15, σημαίνει πως, χωρίς τους ενδιάμεσους σταθμούς κι αν όλα κυλήσουν ομαλά, εκεί, γύρω στις 1.30 το μεσημέρι θα φτάσουν. Κι άμα φτάσουν και βρουν αυτούς που τους περιμένουν, θα αφήσουν πίσω το φόβο που τους χτυπάει σαν χάρακας σε ανοιχτή παλάμη, θα ξεκλειδώσουν το λουκέτο που κλείνει στόμα και πόδια και θα πετάξουν το κλειδί, θ’ αφήσουν το σώμα τους να απλωθεί στη ζωή, θα σβήσουν την παρανομία που απλώνεται κάτω από το δέρμα τους αμείλικτα,- αυτό το εντελώς σαλεμένο κομμάτι του εαυτού τους θα χαθεί οριστικά με το πρώτο ζεστό μπάνιο.
Τρία σακίδια, μαύρα από τη σκόνη και τον αέρα, τρία ζευγάρια σπορτέξ τρύπια από το τρέξιμο, τρία γαλάζια τζιν που πλένονται στο δρόμο για να φορεθούν πριν στεγνώσουν, τρία κινητά κλειστά, πέντε βιβλία για να ονειρεύονται και πέντε δεκάρες για να’ χουν να τη βγάλουν πριν πέσουν από τα πόδια τους. Το καλοκαίρι μπορεί να είναι το ίδιο εύκολο όσο και αμείλικτο. Κι ο ήλιος εδώ, πυρπολεί το χώμα που σκορπάει κάτω από τα πόδια τους γαζώνοντας με μικρές βελονιές το δέρμα και τα χείλη. Η δύση αργεί, κι όταν έρχεται πάνω από αυλακιές τροχών και χαντάκια και χέρσα χωράφια κι αμπέλια και τρύπες σκαμμένες από αόρατα ζώα που κρύφτηκαν στο λαγούμι τους πριν απ’ αυτούς, κουβαλάει την κάψα μιας ημέρας που είναι βασανιστήριο γιατί ποτέ δεν βρέχει.
Μόνο τη νύχτα ξενοιάζουν, όταν δεν έχουν λόγο να κρύβονται, όταν κρυφογελάνε, όταν ο ένας καλλίφωνος αρχίζει να σιγοτραγουδάει κάνοντας τον αέρα μουσική κι οι άλλοι δυο βυθισμένοι στη νοσταλγία, μαλακώνουν και λιώνουν όπως το βούτυρο στο τηγάνι.
Αλλά απόψε, που είναι τόσο κοντά και τόσο μακριά, θα γείρουν πλάι πλάι για να νιώθουν σίγουροι πως με το πρώτο φως θα ξυπνήσουν, θα πιουν τον πρωινό καφέ στο αυτοσχέδιο μπρίκι, θα πλύνουν τα δόντια τους, θα αλλάξουν το μακό μπλουζάκι και με μάτια καθαρά θα υποδεχτούν το σιδερένιο τέρας που μέσα από το τράνταγμα των γραμμών, μέσα από τον θόρυβο που τρέχει πρώτος, - ένα θόρυβο που σε γεμίζει ελπίδα,- θα πάρει μαζί του και τρεις επιβάτες σ’ ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή…
Οι σκιές μεγαλώνουν όταν η νύχτα σφαλίζει τα μάτια, τα μέλη λύνονται, τα στόματα μισανοίγουν, κάπου στο βάθος ήχοι θεσπέσιοι, γαμήλιες μουσικές κεντάνε ψιλοβελονιά το βουβό πόνο τους, κι ο ύπνος σαν αδήριτος προστάτης του κάθε κυνηγημένου, απασφαλίζει τις τρεις κοιμισμένες χειροβομβίδες σκορπώντας τα θραύσματα τους μακριά με την ελπίδα πως, αύριο που θα ξυπνήσουν το φορτίο τους θα έχει ελαφρύνει.
Το αύριο είναι πάντα αλλιώς…
Οι τρεις μετανάστες, αγνώστων λοιπών στοιχείων- όπως βεβαίωσαν οι Αστυνομικές Αρχές,- διαμελίσθηκαν από διερχόμενη αμαξοστοιχία που εκτελούσε το δρομολόγιο Δράμας - Θεσσαλονίκης στις 09.15΄καθώς βρέθηκαν να αποκοιμισμένοι πάνω στις γραμμές.