Πετιούνται οι σακούλες σ’ ένα δάσος; Δεκαοκτώ ολάκερες σακούλες; Ποιος τις έφερε; Από που ήρθαν; Ποια η χώρα προέλευσής τους; Ποιος και ποια τις δημιούργησαν; Από τι υλικό είναι φτιαγμένες; Είναι οικολογικές; Επαναχρησιμοποιήσιμες; Το χρώμα τους; Μελαμψό; Γενικά προς το σκούρο; Καίγονται εύκολα, όταν πάρουν φωτιά; Νοιώθουν πόνο; Ποιον πόνο απ’ όλους, θα μου πεις… Αλλά ας μην το δραματοποιούμε κιόλας. Πολύ (τις) πάει, κατά πως φαίνεται:
Εδώ, ο άλλος ο «δικός μας», καμμιά εικοσιπενταριά που τις γλύτωσαν, τις μπαγλάρωσε σαν ντόπιος σερίφης, και τις κλείδωσε σαν σαρδέλες, «25 κομμάτια», όπως λέει ο ίδιος, στο κλειστό τρέιλερ του οχήματός του.
Παράλληλα, δημοσιοποίησε βίντεο με τις παράνομες πράξεις του, στο οποίο ακούγεται, σε ένα ρατσιστικό παραλήρημα βίας, να κατηγορεί τους μετανάστες ότι «θα μας κάψουνε» και να παρακινεί και άλλους σε ρατσιστικό πογκρόμ, καλώντας τους να οργανωθούν και να τον μιμηθούν.
Ταυτοποιούνται τέτοιου είδους «σακούλες»;
Ποιος ξέρει πόσα χιλιόμετρα ταξίδεψαν για να επισκεφθούν το δάσος της Δαδιάς.
Πολίτης αυτής της χώρας, με επαγγελματική ενασχόληση που κάποτε επεκτεινόταν ως το σύνολο της Θράκης, επισκέπτης της Αλεξανδρούπολης επίσης, δεν τα κατάφερα να εκπληρώσω την επιθυμία μου να επισκεφθώ το πανέμορφο αυτό δάσος.
Κι αυτές οι άθλιες «σακούλες» το κατάφεραν πριν από μένα. Έφθασαν, ένας Θεός ξέρει μέσα από τι διαδρομές, τι προσμονή, τι ελπίδα. Κι όταν πάτησαν το πόδι τους στο δάσος, κακή τους τύχη όπως πάντα, άρπαξαν φωτιά και εξαϋλώθηκαν. Δεκαοκτώ σακούλες. Για την ακρίβεια 16 μεγάλες σακούλες και δύο μικρές.
Ταυτοποιούνται τέτοιες «σακούλες»;
«Κι αν επιτυγχάνεται η ταυτοποίησή τους, ποιος αλήθεια ενημερώνεται; Αν δεν επιτυγχάνεται; Τι απ’ όλα γίνεται;», ρώτησα έναν γνώστη της ιατρικής επιστήμης ο οποίος μου απάντησε:
«Ναι βέβαια ταυτοποιούνται οι «σακούλες», το DNA πάντα ανιχνεύεται, αλλά για να μπορείς να ενημερώσεις αυτόν που ελπίζει για την καλή τύχη της απανθρακωμένης «σακούλας», θα πρέπει να υπάρχει μία γενικευμένη τράπεζα δεδομένων DNA. Κι από όσο γνωρίζω, ούτε οι χώρες αποστολής έχουν βέβαια, ούτε καν η Ελλάδα. Τι ψάχνεις τώρα;
«Επομένως;», τον ρώτησα.
«Επομένως, να κάπως έτσι, σαν τον «Κοκκινομάλλη» του Δανιήλ Χαρμς», μου απάντησε, «που αν παραφράσεις ελάχιστα το ποίημά του, θα καταλάβεις, ή θα προσπαθήσεις να καταλάβεις, καθώς όπως έχει μάλλον σωστά λεχθεί υπάρχουν δύο τρόποι για να ερμηνεύσεις τον κόσμο, τα Μαθηματικά και η Ποίηση»:
«Ο Μετανάστης
Υπήρχε ένας μετανάστης που δεν είχε μάτια ούτε αυτιά.
Ούτε είχε τρίχες, οπότε τον έλεγαν μετανάστη θεωρητικά.
Δεν μπορούσε να μιλήσει, αφού δεν είχε στόμα. Ούτε μύτη είχε.
Δεν είχε καν χέρια ή πόδια. Δεν είχε στομάχι και δεν είχε πλάτη, δεν είχε σπονδυλική στήλη και δεν είχε καθόλου σπλάχνα. Δεν είχε τίποτα απολύτως!
Επομένως, δεν ξέρουμε για ποιον μιλάμε.
Στην πραγματικότητα, καλύτερα να μην πούμε περισσότερα για αυτόν.»
Κάπως έτσι, στην ποίηση και στην ζωή.
***
Μιχάλης Κονιόρδος, καθηγητής Τμήματος Διοίκησης Τουρισμού στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής