H Ταιβάν είναι μια χώρα 23,8 εκατ. ανθρώπων, σε απόσταση 81 μιλίων από την Κίνα -όπου τουλάχιστον 800.000 πολίτες της ζουν και εργάζονται- και συνδέεται με αυτή με πολλές καθημερινές αεροπορικές πτήσεις.
Έτσι όταν άρχισε να εξαπλώνεται ο κορονοϊός στην Κίνα, ήταν λογικό πολλοί να υποθέσουν πως η Ταϊβάν θα ήταν μια από τις πρώτες χώρες που θα αντιμετώπιζαν σοβαρό πρόβλημα.
Κι όμως. Ενώ διανύουμε τον τρίτο μήνα της επιδημίας, που έχει στοιχίσει παγκοσμίως τη ζωή σε περισσότερους από 4.000 ανθρώπους και άνω των 114.000 έχουν ασθενήσει, η Ταϊβάν έχει καταφέρει να διατηρήσει έναν πολύ χαμηλό αριθμό κρουσμάτων, μόλις 45 και έχει καταγραφεί μόνο ένας νεκρός. Αυτό μάλιστα σε αντίθεση με άλλες γειτονικές χώρες της Κίνας, όπως η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα που μόλις τις τελευταίες ημέρες φαίνεται πως καταφέρνουν να ελέγξουν τον ιό.
Και αυτό που είναι ακόμη πιο αξιέπαινο και κάνει πολλούς ειδικούς σε θέματα διαχείρισης κρίσεων στον τομέα της Δημόσιας Υγείας να αναφέρονται στην Ταϊβάν ως μια χώρα με υποδειγματική ανταπόκριση στην κρίση, είναι ότι το κατάφερε μόνη της.
Βλέπετε η νησιωτική χώρα δεν είναι καν μέλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (για την ακρίβεια είναι η μόνη χώρα στην οποία έχουν καταγραφεί κρούσματα του κορονοϊού και δεν είναι μέλος του Π.Ο.Υ), γεγονός που σημαίνει ότι οι υγειονομικές αρχές και η κυβέρνηση δεν λαμβάνουν και την πολύτιμη βοήθεια για την αντιμετώπιση της επιδημίας.
Αιτία της μη συμμετοχής της στον ΠΟΥ είναι φυσικά η άρνηση της Κίνας – που μπλοκάρει και την υποψηφιότητά της στον ΟΗΕ- αφού θεωρεί τη χώρα ως αποσχισθείσα περιοχή της που δεν δικαιούται να λειτουργεί ως μια ανεξάρτητη δημοκρατία και στόχος της είναι να την γονατίσει οικονομικά, πολιτικά και να την απομονώσει σε διεθνές επίπεδο.
Η Ταϊβάν όμως δεν γονάτισε ούτε από την επιδημία αλλά με τη στάση της κυβέρνησης και του κρατικού μηχανισμού της προκαλώντας το ενδιαφέρον αρκετών ΜΜΕ, όπως της βρετανικής Telegraph και του Vox, που εστιάζουν στους τρόπους με τους οποίους αντιμετωπίζεται με τόσο μεγάλη επιτυχία- μέχρι σήμερα τουλάχιστον- η εξάπλωση του ιού.
Η αντίδραση των αρχών στην Ταϊβάν στην επιδημία μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: έγκαιρη παρέμβαση, σαφής δομή διοίκησης, εφαρμογή μιας καλά δοκιμασμένης στρατηγικής απέναντι στις επιδημίες και τέλος σαφή και ξεκάθαρη επικοινωνία με τους πολίτες.
Περί τα τέλη Δεκεμβρίου, όταν ακόμη σε παγκόσμιο επίπεδο ουδείς ασχολείτο με τον κορονοϊο, η κυβέρνηση της Ταϊβάν φαίνεται πως εκτίμησε σωστά τον επικείμενο κίνδυνο αξιολογώντας τις αναφορές για την «μυστηριώδη νόσο» που προκαλεί σοβαρά αναπνευστικά προβλήματα.
Αμέσως άρχισε να μπλοκάρει πτήσεις από την Κίνα και να θέτει σε καραντίνα πολίτες που έρχονταν από περιοχές που είχαν εμφανιστεί κρούσματα, μέτρο που άλλες χώρες της Ασίας το έπραξαν πολύ αργότερα.
Παράλληλα τα Κέντρα Ελέγχου Λοιμωδών Νοσημάτων της χώρας εξέδιδαν- και συνεχίζουν να το κάνουν- καθημερινές ενημερώσεις και τακτικές προειδοποιήσεις σχετικά με τις περιοχές που επισκέφθηκαν πριν διαπιστωθεί πως είχαν μολυνθεί από τον Covid-19. Έτσι οι πολίτες γνωρίζουν εάν υπάρχει πιθανότητα να έχουν έρθει σε επαφή με ασθενή και να νοσήσουν και οι ίδιοι.
Κατά συνέπεια και οι αρχές και οι πολίτες δρουν άμεσα και συνεργάζονται στενά.
Στα δημόσια κτίρια, συμπεριλαμβανομένων των σχολείων, αλλά και τα εμπορικά κέντρα, κτήρια που στεγάζουν γραφεία κ.α. για να εισέλθει κάποιος απαιτείται να απολυμάνει τα χέρια του ενώ σε ό,τι αφορά επιπλέον μέτρα προστασίας η κυβέρνηση φρόντισε άμεσα, πριν αρχίσει να εκδηλώνεται πανικός, να μην υπάρξει έλλειψη σε μάσκες κάνοντας χρήση ενός αποθέματος 44 εκατ. και φροντίζοντας για την ομαλή διοχέτευσή της στους πολίτες.
Ο δε Όντρεϊ Τανγκ, υπουργός αρμόδιος για θέματα Ψηφιακής Πολιτικής βοήθησε θέτοντας σε εφαρμογή ένα ηλεκτρονικό σύστημα ανίχνευσης που επιτρέπει στους ανθρώπους να αναζητούν φαρμακεία που έχουν εναπομείναντα αποθέματα, για να αποφεύγουν να κάθονται σε ουρές.
Όπως τονίζεται αυτή η επαγρύπνηση, τα γρήγορα αντανακλαστικά και η προφανής εξειδίκευση στους τρόπους αντιμετώπισης της επιδημίας, αποτελεί κληρονομιά από την εποχή του SARS που το 2003 διέλυσε τη χώρα αλλά και εξαιτίας της βαθιά ριζωμένης δυσπιστίας προς την Κίνα αλλά και προς τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας που καθυστέρησε εγκληματικά στην παροχή βοήθειας για την αντιμετώπιση του SARS.
Όπως τονίζουν κυβερνητικοί αξιωματούχοι στην Ταϊβάν, στην περίπτωση που απαιτείται ο έλεγχος της εξάπλωσης μια επιδημίας σε παγκόσμιο επίπεδο, η πολιτική του αποκλεισμού της χώρας από Οργανισμούς όπως ο ΠΟΥ θέτει σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές.
Επειδή όμως αυτή πολιτική δεν έχει αλλάξει η κυβέρνηση της Ταϊπέι και ο κρατικός μηχανισμός δεν είχαν άλλη λύση παρά να βασιστούν στις δυνάμεις τους, τις εμπειρίες τους και τη ευρηματικότητα τους.
«Μετά από το SARS, προετοιμαζόταν ήδη για την επόμενη [επιδημία]», δήλωσε στην Telegraph ο Τζέισον Γουάνγκ, αναπληρωτής καθηγητής παιδιατρικής στο Stanford Medicine στην Καλιφόρνια. «Οι κυβερνήσεις οφείλουν να λαμβάνουν τα μέτρα τους πριν καν οι πολίτες καταλάβουν τι συμβαίνει».
Και συμπληρώνει: «Η δημιουργία του Εθνικού Κέντρου Διαχείρισης ήταν κρίσιμη. Εκεί συγκεντρώνονται όλες οι πληροφορίες που προέρχονται από τις τοπικές κυβερνήσεις και την τοπική κυβέρνηση και ενσωματώνονται» και όπως εξηγεί τα δεδομένα λαμβάνονται, υπόκεινται σε επεξεργασία και στη συνέχεια οι αρχές μπορούν να ενημερώσουν υπεύθυνα τους πολίτες.
Σε μια δημοσίευση στo περιοδικό της Αμερικανικής Ιατρικής Ένωσης αυτή την εβδομάδα, ο καθηγητής Γουάνγκ, ο Τσουνγκ Ντζι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Ταϊπέι και ο Ρόμπερτ Μπρουκ, καθηγητής ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, επαίνεσαν την ανταπόκριση των αρχών της Ταϊβάν στην επιδημία υπογραμμίζοντας τη χρήση big data, νέων τεχνολογιών και προληπτικών εξετάσεων σε ασθενείς με σοβαρά αναπνευστικά προβλήματα.
Η Ταϊβάν συνδύασε μέτρα σφιχτού ελέγχου των συνόρων με την ταχεία αναγνώριση των κρουσμάτων και τον άμεσο περιορισμό ύποπτων κρουσμάτων.
Το εθνικό σύστημα υγείας και οι αρμόδιες αρχές για θέματα μετανάστευσης επίσης ένωσαν τις δυνάμεις τους για να παρακολουθήσουν άτομα υψηλού κινδύνου λόγω πρόσφατων ταξιδιών τους σε πληγείσες περιοχές ενώ η κατ′ οίκον απομόνωσή τους επίσης παρακολουθείτω στενά.
Στο μεταξύ, σε κάθε μεγάλη πόλη άνοιξε μια ξεχωριστή τηλεφωνική γραμμή στην οποία απευθύνονται οι πολίτες και αναφέρουν ύποπτα συμπτώματα που μπορεί να έχουν παρατηρήσει.
«Μέσω της έγκαιρης αναγνώρισης της επικείμενης κρίσης, των καθημερινών ενημερώσεων των πολιτών και των απλών, μηνυμάτων υγείας η κυβέρνηση ήταν σε θέση να καθησυχάσει τους πολίτες παρέχοντας άμεσα, ακριβείς και ξεκάθαρες πληροφορίες σχετικά με την εξελισσόμενη επιδημίες» καταλήγουν οι δύο ειδικοί.
«Η Ταϊβάν είναι ένα υπόδειγμα για το πώς μια κοινωνία μπορεί να ανταποκριθεί γρήγορα σε μια κρίση και να προστατεύσει τα συμφέροντα των πολιτών της».
Πολίτες που ανησυχούν ότι πάσχουν από λοίμωξη του αναπνευστικού (πυρετό ή/και βήχα ή/και δύσπνοια) και ήρθαν σε επαφή με πιθανό ή επιβεβαιωμένο κρούσμα ή/και έχουν ιστορικό ταξιδιού σε πληττόμενες χώρες θα πρέπει να επικοινωνούν με τον ΕΟΔΥ στο τηλ. 1135.
Προσοχή: Δεν θα πρέπει να επισκέπτονται ιδιωτικά ιατρεία, εφημερεύοντα νοσοκομεία, εξωτερικά ιατρεία κ.λπ. Ο ΕΟΔΥ θα μεριμνήσει για την διακομιδή τους σε νοσοκομεία αναφοράς του κορονοϊού. Χρήσιμες πληροφορίες εδώ.