Αρκετοί θεωρούν την Ταϊβάν ως την επόμενη εστία σύγκρουσης και διατάραξης της ισορροπίας ισχύος, μετά την Ουκρανία. Η Νάνσι Πελόζι επισκέφτηκε τον Αύγουστο την Ταϊβάν και είναι ο πλέον υψηλόβαθμος αξιωματούχος των ΗΠΑ που την επισκέπτεται. Η επίσκεψη της έχει δημιουργήσει ερωτηματικά, καθώς έγινε εν μέσω διεθνούς κρίσεως (πόλεμος στην Ουκρανία) και την ώρα που τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Κίνα έχουν έντονες εσωτερικές πολιτικές διεργασίες.
Στις ΗΠΑ πλησιάζουν οι ενδιάμεσες εκλογές και στην Κίνα ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ, όπως όλα δείχνουν, θα διεκδικήσει μια τρίτη θητεία στο 20ο συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος [1] και στην εναρκτήρια ομιλία του ανέφερε για το ζήτημα της Ταϊβάν ότι η Κίνα δεν αποκηρύσσει το δικαίωμα χρήσης βίας, αλλά θα προσπαθήσει για μια ειρηνική διευθέτηση του ζητήματος [2]
Όμως δεν είναι μόνο η επίσκεψη Πελόζι που προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Κίνας με δηλώσεις και στρατιωτικά γυμνάσια γύρω από την Ταϊβάν, είναι και η δήλωση του προέδρου Μπάιντεν ότι οι ΗΠΑ θα προστατεύσουν το νησί. Από την πλευρά του το Πεκίνο ανέφερε σε δήλωση μετά τη συνάντηση του Κινέζου Υπουργού Εξωτερικών με τον Αμερικανό ομόλογό του ότι όσο εντονότερες είναι οι προσπάθειες ανεξαρτησίας της Ταϊβάν τόσο λιγοστεύουν οι πιθανότητες ειρηνικής διευθέτησης του ζητήματος [3].
Ποια είναι όμως η ιστορία του τριγώνου ΗΠΑ-Ταϊβάν-Κίνας και γιατί είναι σημαντικό να μην σπάσουν οι ισορροπίες;
Για αρχή είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι σε αντίθεση με τις ευρωπαϊκές χώρες, οι χώρες της Ασίας δεν μοιράζονται ένα κοινό πολιτισμικό παρελθόν και αυτό σε συνδυασμό με τις ιστορικές τους αντιπαλότητες καθιστά την Ασία πολιτικά εύθραυστη [4]. Η Κίνα, ως ο ισχυρότερος κρατικός δρών του συστήματος της Ασίας, προσπαθεί να δημιουργήσει μία σφαίρα επιρροής ή έναν γεωγραφικό χώρο, στον οποίο τα συμφέροντά της θα γίνονται σεβαστά. Αυτό φαίνεται πως έχει επιτευχθεί, έως κάποιο σημείο, και αποδεικνύεται από το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της κρίσης στα Στενά της Ταϊβάν το 1996, χώρες της νότιο-ανατολικής Ασίας τήρησαν ουδέτερη στάση και χαρακτήρισαν την κρίση «εσωτερικό ζήτημα της Κίνας» [5].
Η ενσωμάτωσή της στην παγκόσμια οικονομία και η ραγδαία οικονομικής της ανάπτυξη οδήγησαν την Κίνα σε αναζήτηση ενός νέου ρόλου στο Διεθνές Σύστημα και τρόπους, για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά της. Το Πεκίνο, μετά την επιτυχή διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων και την διατήρηση θετικών ρυθμών ανάπτυξης παρά τη διεθνή ύφεση του 2008, έχει αυτοπεποίθηση και είναι σίγουρο για τη δύναμή του [6].
Για τις Ηνωμένες Πολιτείες η Ασία είναι σημαντική, γιατί είναι μέρος του Rimland (αναχωματικός δακτύλιος), όπως τον περιέγραψε ο N. J. Spykman, και συμβάλει στον περιορισμό της χερσαίας ηπειρωτικής δύναμης δηλαδή της Ρωσίας [7].
Το 2012 ο πρόεδρος Ομπάμα ανακοίνωσε ότι η Ασία και ο Ειρηνικός θα ήταν στο επίκεντρο της νέας αμυντικής στρατηγικής της Αμερικής. Η αποδέσμευση των ΗΠΑ από τη Μέση Ανατολή και η στροφή τους προς την Ασία και τον Ειρηνικό είχε προταθεί, ήδη, από το 2006 και συνοδευόταν με την αλλαγή στην κατανομή των ναυτικών δυνάμεων, ώστε το 60% αυτών να βρίσκεται στην ευρύτερη περιοχή του Ειρηνικού [8].
Ο Κίσινγκερ πιστεύει ότι ο αναδυόμενος και ενισχυόμενος εθνικισμός της Κίνας και όχι η κομμουνιστική της ιδεολογία θα την οδηγήσει σε σύγκρουση με τις ΗΠΑ. Μάλιστα, η σύγκρουση Ουάσιγκτον-Πεκίνου δεν θα είναι για την παγκόσμια ηγεμονία, αλλά για την Ταϊβάν [9].
Το ζήτημα της Ταϊβάν έχει κεντρικό ρόλο στις σίνο-αμερικανικές σχέσεις. Η εμπλοκή των ΗΠΑ στη διευθέτηση του ζητήματος της Ταϊβάν έχει δυσαρεστήσει το Πεκίνο, το οποίο θεωρεί το θέμα εσωτερική του υπόθεση [10]. Το ζήτημα της Ταϊβάν είναι παλιό και η επίλυσή του δεν είναι εφικτή στο άμεσο μέλλον, με ειρηνικά τουλάχιστον μέσα. Ο Κίσινγκερ παραλλήλισε το ζήτημα της Ταϊβάν με το Παλαιστινιακό, καθώς αναφέρει ότι δεν έχουν σημασία οι προθέσεις των συνομιλητών, όσο καλές και αν είναι, αλλά το αν και πόσο αποφασισμένοι είναι να βρουν τη λύση. Για το Πεκίνο η ένωση της Ταϊβάν με την ηπειρωτική χώρα αποτελεί «ιερή εθνική υποχρέωση» [11].
Η στάση των ΗΠΑ για την Ταϊβάν και το καθεστώς της έχει διαμορφωθεί μέσα από τις τρεις Κοινές Διακηρύξεις με την Κίνα. Σύμφωνα μ’ αυτές:
1. Οι ΗΠΑ αναγνωρίζουν μόνο ένα κράτος ως τον νόμιμο εκπρόσωπο της Κίνας, πολιτική της «Μίας Κίνας»
2. Το Πεκίνο, βάσει της Συνθήκης Ειρήνης του Σαν Φρανσίσκο, δεν έχει τους «τίτλους» της Ταϊβάν, επομένως δεν μπορεί να τη διεκδικήσει.
3. Το ζήτημα της Ταϊβάν θα επιλυθεί με ειρηνικά μέσα
4. Καμία αμερικανική δέσμευση για την κυριαρχία και την ασφάλεια της Ταϊβάν δεν θ’ αλλάξει, παρά τις όποιες σίνο-αμερικανικές σχέσεις. [12]
Από την εποχή Κλίντον δεν έχει αλλάξει κάτι στην αμερικανική στάση έναντι της Ταϊβάν, με εξαίρεση την περίοδο μετά την 11η Σεπτεμβρίου και το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης το 2009. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις η βοήθεια και η συνεργασία του Πεκίνου ήταν κάτι που οι ΗΠΑ όχι μόνον ήθελαν, αλλά την επεδίωκαν [13].
Σταθερή πολιτική υπέρ της Ταϊβάν, αλλά όχι υπέρ της ανεξαρτησίας της είχε η διακυβέρνηση Τράμπ, η οποία -μετά και το ξέσπασμα της πανδημίας covid-19- ενέτεινε την κριτική της έναντι του Πεκίνου. Επιπλέον, ενέκρινε την πώληση μαχητικών αεροσκαφών, αρμάτων μάχης και λοιπών βαρέων όπλων στην Ταϊβάν κάτι που εκνεύρισε το Πεκίνο [14].
Δεν είναι όμως οι υποσχέσεις των ΗΠΑ προς την Ταϊβάν που τις δεσμεύουν στην προστασία του νησιού, αλλά η αλλαγή στην ισορροπία ισχύος που θα προκληθεί με την εδραίωση της κυριαρχίας του Πεκίνου στην περιοχή.
Πρώτον το Πεκίνο θ΄ αποκτήσει τον έλεγχο της Νοτίου Σινικής Θάλασσας (ΝΣΘ) και μαζί την δυνατότητα παρεμπόδισης του 1/3 της παγκόσμιας ναυσιπλοΐας που πλέει στη ΝΣΘ, καθώς ήδη κατέχει τα νησιά Paracel. Από το 2014 ξεκίνησε ένα μεγάλο σχέδιο κατασκευής τεχνητών νησιών στη ΝΣΘ, κυρίως κοντά στα νησιά Spartly, και εγκαθιστά πάνω τους εξοπλισμό τόσο για πολιτική όσο και στρατιωτική χρήση. Αυτές οι τεχνητές νησίδες δίνουν τη δυνατότητα στο Πεκίνο να επεκτείνει το πεδίο εποπτείας και δράσης του πολεμικού του ναυτικού και αεροπορίας και την ίδια στιγμή να περιορίσει τη δυνατότητα της Αμερικής να παρέχει υποστήριξη στους συμμάχους της στην περιοχή [15].
Επιπλέον μια Ταϊβάν εκτός ελέγχου του Πεκίνου βοηθά τις ΗΠΑ να διατηρήσουν την κινεζική ισχύ πίσω από την «πρώτη αλυσίδα νησιών», μακριά από τους ανοιχτούς ωκεανούς και την αμερικανική κυριαρχία σ’ αυτούς, ενώ οι ίδιες διατηρούν τη δυνατότητα να κάνουν προβολή της ισχύος τους στην ξηρά [16].
Επίσης , στην Ταϊβάν παράγεται άνω του 60% των ημιαγωγών για την κατασκευή τσιπ που χρησιμοποιούνται σε κινητά τηλέφωνα και υπολογιστές έως μαχητικά αεροσκάφη. Επομένως, ο έλεγχος της παραγωγής τσιπ από το Πεκίνο, που μπορεί να χρησιμοποιηθούν από τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις, είναι μη αποδεκτός από την Ουάσιγκτον, τουλάχιστον μέχρι να δημιουργηθούν στις ΗΠΑ οι απαραίτητες μονάδες παραγωγής [17].
Το πότε και πως το Πεκίνο θα κάνει την κίνηση για ενσωμάτωση της Ταϊβάν στον εθνικό κορμό της Κίνας θα το κρίνει το αποτέλεσμα του πολέμου στην Ουκρανία. Μια θριαμβευτική νίκη της Μόσχας έναντι του Κιέβου και, έμμεσα, όσων το υποστήριξαν θα δώσει πολλές ελπίδες στο Πεκίνο ότι και το δικό του εγχείρημα θα έχει επιτυχία και δεν θα έχει εμπλοκή άλλων δρώντων, αφού έχασαν στην Ουκρανία. Από την άλλη, μια ήττα της Ρωσίας ή μια εκεχειρία που δεν θα ικανοποιεί τις γεωστρατηγικές της επιδιώξεις θα αποθαρρύνει το Πεκίνο να κάνει κάποια βιαστική ενέργεια.
Πάντως, το σίγουρο είναι ότι το Πεκίνο παρακολουθεί τις εξελίξεις και διαμορφώνει ανάλογα την στρατηγική του ακολουθώντας πιστά την προτροπή του Ντενγκ Σιαοπίνγκ «κρύψε τη δύναμή σου, περίμενε την (κατάλληλη) ώρα».
Παραπομπές και Σύνδεσμοι
[3] https://www.reuters.com/world/us-chinese-foreign-ministers-meet-taiwan-tensions-rise-2022-09-23/
[5] Brzezinski Zbigniew, «Η Μεγάλη Σκακιέρα», εκδ. Λιβάνη, Αθήνα, 1998, σ. 269
[7] Spykman Nicholas J., «Η Γεωγραφία της Ειρήνης», εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 2004, σ. 103
[8] Γρίβας Κωνσταντίνος, «Η Στρατιωτική Άνοδος της Κίνας και η Γεωπολιτική του Πολέμου στη Μέση Ανατολή», εκδ. Λιβάνη, Αθήνα, 2013, σς. 96-97
[10] Brzezinski Zbigniew, «Η Γεωστρατηγική Τριάδα», εκδ. Ευρασία, Αθήνα, 2002, σς. 28, 30