Το Kangerlussuaq δεν είναι ακριβώς αυτό που περίμενα να δω όταν η πτήση της Air Greenland από την Κοπεγχάγη προσγειώθηκε μετά από 4.30 ώρες πάνω από τον Βόρειο παγωμένο Ωκεανό. Κατεβαίνοντας από το αεροπλάνο, φαντάστηκα ότι η πόλη με το μοναδικό -σε ολόκληρη την Γροιλανδία- διάδρομο προσγείωσης και απογείωσης ικανό να δεχτεί διεθνείς πτήσεις- θα έμοιαζε έστω και αμυδρά με πόλη. Στην ουσία όμως πρόκειται για μια κοινότητα 500 ανθρώπων που αναπτύχθηκε σταδιακά γύρω από το αεροδρόμιο -το οποίο έχτισαν Αμερικανοί στρατιώτες το 1941 για να ανεφοδιάζονται τα αεροπλάνα τους. Όσο και να κοιτάξεις γύρω σου το μόνο που βλέπεις είναι πάγος, μικρά ελικοφόρα αεροπλάνα και το αεροδρόμιο. Ακόμα και το μοναδικό ξενοδοχείο/εστιατόριο της πόλης βρίσκεται μέσα στο αεροδρόμιο. Το ίδιο και το μουσείο. Και το σουπερ μάρκετ.
Το Kangerlussuaq πάντως είναι γνωστό και για άλλους λόγους. Εκτός από το μοναδικό «διεθνές» αεροδρόμιο της Γροιλανδίας, διαθέτει και το μοναδικό γκολφ κλαμπ του νησιού– το οποίο αριθμεί δύο μέλη- αλλά και τον μοναδικό δρόμο που οδηγεί απευθείας στους παγετώνες. Και αυτός ο τελευταίος λόγος, είναι αρκετός για να σε κρατήσει στην περιοχή περισσότερο από 12 ώρες. Οι παγετώνες της Γροιλανδίας σκεπάζουν το 80% τη επιφάνειας της και περιέχουν το 7% του γλυκού νερού ολόκληρου του πλανήτη. Ο μεγάλος παγετώνας ξεκινάει λίγα χιλιόμετρα έξω από το Kangerlussuaq και για καλή μας τύχη υπάρχει ο δρόμος για να σε πάει μέχρι εκεί οδικώς. Και λέω καλή τύχη γιατί η Γροιλανδία δεν έχει δρόμους. Ο μόνος τρόπος για να πας από τη μια περιοχή στην άλλη είναι με τα μικρά ελικοφόρα της Air Greenland τα οποία – εφόσον ο καιρός το επιτρέπει- πετάνε σε καθημερινή βάση.
Το 1998 όμως η Volkswagen- ναι η γνωστή εταιρεία- θέλοντας να δοκιμάσει το νέο μοντέλο της στις αρκτικές συνθήκες, κατασκεύασε μαζί με τη σουηδική Volvo στο Kangerlussuaq τον δρόμο που οδηγεί στον παγετώνα. Το νέο μοντέλο όμως δεν είχε τις αναμενόμενες πωλήσεις και η Volkswagen το 2006 εγκατέλειψε τις δοκιμές αφήνοντας τον δρόμο στην αυτόνομη Γροιλανδική κυβέρνηση.
Το τοπίο μέχρι τον παγετώνα είναι ιδιαίτερο. Ο δρόμος διασχίζει την αρκτική έρημο, μια ατέλειωτη έκταση ξερής γης όπου ο πάγος σχηματίζει δαιδαλώδη ποτάμια στις άκρες των οποίων φυτρώνουν κοντοί αγκαθωτοί θάμνοι. Πλησιάζοντας προς τον παγετώνα, η έρημος δίνει τη θέση της στις παγωμένες λίμνες, τα όρια των οποίων χάνονται κάτω από παχιά στρώματα πάγου. Λευκοί τάρανδοι μας κοιτάνε βαριεστημένα καθώς κρεμόμαστε έξω από τα παράθυρα του λεωφορείου να τραβήξουμε φωτογραφίες. Αναρωτιέμαι πόσο γελοίοι να τους φαινόμαστε καθώς τους σημαδεύουμε με φακούς, τηλεφακούς και κινητά. Με τα πρώτα κλικ, οι τάρανδοι γυρίζουν μεγαλόπρεπα το κεφάλι τους και με αργά βήματα απομακρύνονται μέχρι να γίνουν ένα με το λευκό τοπίο.
Αν και η απόσταση μέχρι την αρχή του παγετώνα είναι μόνο 34 χιλιόμετρα, χρειάζεται 1.30 με 2 ώρες για να φτάσεις. Ο δρόμος έχει συνεχόμενες στροφές, είναι απότομος και γεμάτος πέτρες και μαύρο χαλίκι. Το λεωφορείο – στην πραγματικότητα ένα isobox με ρόδες- κινείται αργά χοροπηδώντας άτσαλα στα χαλίκια. Είναι αδύνατον να σταθείς όρθιος, πόσο μάλλον να τραβήξεις φωτογραφίες. Αυτό όμως δεν πτοεί κανέναν επίδοξο φωτογράφο, με αποτέλεσμα να πέφτει ο ένας πάνω στον άλλο σε κάθε στροφή. Σκέφτομαι ότι οι περισσότερες φωτογραφίες αντί για αρκτικό τοπίο και ταράνδους θα έχουν μέσα το χέρι και το πόδι του διπλανού και σχεδόν με πιάνει ένα νευρικό χαιρέκακο γέλιο. Αρχίζω να πιστεύω ότι οι χαμηλές θερμοκρασίες πρέπει να με έχουν επηρεάσει…Και ενώ παλεύω να παραμείνω στη θέση μου, να αποφύγω χέρια, πόδια και φακούς αλλά και να πείσω τον γιο μου ότι σε λίγο φτάνουμε – πρέπει να του το έλεγα αυτό κάθε 10 λεπτά οπότε είχα χάσει πλέον κάθε αξιοπιστία- το λεωφορείο σταμάτησε. Ο Κλάους- ο δανός οδηγός- κατέβηκε χοροπηδώντας, άνοιξε την πόρτα και μας ανήγγειλε ότι φτάσαμε. Κατεβήκαμε σχεδόν εκστασιασμένοι αλλά αυτό που πατήσαμε δεν ήταν πάγος. Εκατοντάδες μέτρα ξερής γης απλώνονταν μπροστά μας. Ο Κλάους μας εξήγησε ότι έπρεπε να περπατήσουμε γύρω στα 500 μέτρα ακόμα και να ανέβουμε τον λοφίσκο για να φτάσουμε στην αρχή του παγετώνα. Δυστυχώς αυτό που εξελισσόταν εκεί μπροστά μας δεν ήταν παρά οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής σε πραγματικό χρόνο.
Είκοσι χρόνια πριν ο δρόμος σταματούσε εκεί που ξεκινούσε ο πάγος. Έκτοτε όμως η θερμοκρασία στη Γροιλανδία έχει ανέβει σχεδόν 3 βαθμούς. Το αποτέλεσμα είναι οι πάγοι να έχουν συρρικνωθεί και να λιώνουν και η ξερή γη να καταπίνει το κάποτε λευκό τοπίο. Η Γροιλανδία χάνει 281 δισεκατομμύρια μ. τόνους πάγου κάθε χρόνο και οι πάγοι στη χώρα λιώνουν 4 φορές πιο γρήγορα από κάθε άλλη περιοχή του πλανήτη. Το αποτέλεσμα είναι, μεταξύ 1992 και 2011- να ανέβει η στάθμη της θάλασσας κατά 7.5 χιλιοστά και η πορεία συνεχίζει να είναι ανοδική.
Καθώς σκαρφαλώνουμε στις μαύρες πέτρες για να φτάσουμε στον παγετώνα, δεν μπορώ παρά να σκεφτώ ότι κάποτε αυτό το άνυδρο μαύρο τοπίο θα είναι ο μόνος κόσμος που θα γνωρίσουν τα παιδιά και τα εγγόνια μας. Όσο μπορεί να φτάσει το βλέμμα μου απλώνεται ο κατάλευκος πάγος. Όμως ο πάγος είναι τόσο διάφανος, τόσο εύθραυστος που σχεδόν βλέπεις το νερό να τρέχει μέσα του. Το βουητό του παγωμένου αέρα φτάνει στα αυτιά μας σχεδόν σαν μοιρολόι.
Οι ντόπιοι Ινουίτ, που σήμερα αριθμούν μόνο 56,000, λένε ότι ο πάγος και τα ζώα δημιουργήθηκαν από τα κομμένα δάχτυλα της Μητέρας της Θάλασσας. Γι’ αυτό και είναι κομμάτι του εαυτού της και τα πονάει σαν παιδιά της. Η Μητέρα υποφέρει για κάθε λάθος του ανθρώπου. Όταν εκείνος δεν σέβεται τη γη και τα πλάσματα της, τα μαλλιά της Μητέρας βρωμίζονται και παγιδεύουν τα ζώα. Τότε ο άνθρωπος υποφέρει από ασθένειες και πείνα. Ο μόνος τρόπος να επιστρέψει η ισορροπία είναι να καθαρίσει ο άνθρωπος τα μαλλιά της Μητέρας ώστε να τον συγχωρέσει για την απληστία του.
Αναρωτιέμαι αν υπάρχει ακόμα χρόνος για συγχώρεση…
[Η περιήγηση στη Γροιλανδία θα συνεχιστεί τις επόμενες ημέρες με νέα κείμενα απο το Ilulusssat, τους μεγάλους πάγους της Δυτικής ακτής και τις επισκέψεις στους οικισμούς των Ινουιτ]
Περισσότερα στο Blog