Τη Μεγάλη Πέμπτη που «επέστρεψε» ο Σάββας

Τη Μεγάλη Πέμπτη που «επέστρεψε» ο Σάββας
YIANNIS KOURTOGLOU via Getty Images

Η Μεγάλη Βδομάδα των παθών είναι συνδεδεμένη με τα πάθη των ανθρώπων μας. Η Κύπρος, ιδιαίτερα από το 1974, γέμισε με μαυροφορεμένες Παναγιές, που μια-μια αναχωρούν εις απάντησιν του Νυμφίου και του χαμένου τους σπλάγχνου. Εις μνήμην των μαυροφορεμένων Παναγίων μας, αναδημοσιεύω περσινό μου κείμενο.

Από τη μέρα που η Λαλλού παντρεύτηκε τον Κυριάκο, δεν ήταν μόνο γυναίκα του. Ήταν ο αφοσιωμένος υπάλληλος του στο σπαστήριο πέτρας (άμμο, χαλίκια κ.ά.) έξω από το χωριό στα ριζά του Πενταδάκτυλου. Υπάλληλος χωρίς πληρωμή ή άδεια. Μαζί έφευγαν νωρίς πρωί από το σπίτι με το φορτηγό και γύριζαν με την δύση του ήλιου βουτηγμένοι στη σκόνη. Στα φρύδια τους είχαν τόση στοιβαγμένη σκόνη που γέμιζε μισό σακούλι τσιμέντου.

Πως βρήκαν χρόνο να κάνουν 6 παιδιά, 4 αγόρια και 2 κορίτσια, ήταν το αινιγματικό αστείο στα καφενεία και τις Κυριακές στα σπίτια. Όταν η Λαλλού έμεινε έγκυος τον Αντρέα, το αποσπόρι της, το χωριό βούιξε:

- Η Λαλλού έγκυος πάλι...Τώρα που θ΄ αρχίσει να παντρεύει παιδιά! Κύριε Ελέησον...

- Πως κατάφερνει και γκαστρώνεται; Άραγε, καθώς ρίχνει πέτρες με γυμνά χέρια στον σπαστήρα...

Η Λαλλού γελούσε σαν τ’ άκουε και φαινόταν το κενό διάστημα ανάμεσα στα δυο της μπροστινά δόντια. Γέλιο γάργαρο και κρυστάλλινο όπως το νερό της πηγής που έβγαινε από τα ριζά του Πενταδάκτυλου παραδίπλα στον σπαστήρα.

Όλα σκοτείνιασαν τον Ιούλη του 1974 με την τουρκική εισβολή. Η Λαλλού πήρε το δρόμο του ξεριζωμού χωρίς κλειδί του σπιτιού, που ήταν πάντα ορθάνοιχτο. Ο γιος της ο Σάββας, ως Καταδρομέας πολέμησε στην κατάληψη του Αγίου Ιλαρίωνα και χάθηκε αργότερα στην ακτή της Κερύνειας όπου κατάστρεψε δύο τουρκικά άρματα αλλά δεν υπήρχαν βλήματα για τα άλλα που ακολουθούσαν.

Ο χαμός του Σάββα τσάκισε την Λαλλού που φόρεσε τα μαύρα και δεν ξαναγέλασε. Το μαράζι την γέρασε νωρίς και έπληξε το θυμητικό της. Μόνο το Σάββα θυμόταν και καρτερούσε. Με τα χρόνια, τα υπόλοιπα αγόρια της έφυγαν ένα-ένα και έμειναν οι κόρες της να την φροντίζουν με αγάπη στο Μέλαθρο Ευγηρίας όπου την επισκεπτόταν 2-3 φορές το χρόνο ο βαφτιστικός της. Παρά τα γηρατειά και την απώλεια μνήμης, ο βαφτιστικός της επέμενε κάθε φορά να τον αναγνωρίσει. Εκείνη, μετά από προσπάθεια αναφωνούσε:

- Ο βαφτιστικός μου… Και φαινόταν το κενό στα δόντια της, αλλά δεν γελούσε.

Εκείνη τη Μεγάλη Πέμπτη ο βαφτιστικός στάθηκε στην πόρτα όπως άλλοτε και της φώναξε:

- Ποιος είμαι Λαλλού μου και ήρθα να σε δω;

- Ποιος είσαι μάνα μου; Ρώτησε εκείνη με φωνή που τρεμόσβηνε και το βλέμμα της έριχνε ματιές προς το φως έξω από το παράθυρο.

- Ποιός είσαι, τον ρώτησε σχεδόν ψιθυριστά, αλλά ο βαφτιστικός στεκόταν στην πόρτα.

Ξαφνικά τα μάτια της έλαμψαν:

- Σάββα μου, ήρθες γιε μου... Ήρθες!

Εκείνος δεν είπε λέξη. Έπεσε στα γόνατα. Με λυγμούς σύρθηκε στα πόδια της, πήρε το τρεμάμενο χέρι της και το γλυκοφιλούσε. Καθώς του χάιδευε το κεφάλι, κοίταξε πάνω και είδε το γάργαρο κενό στα δόντια της. Μα δεν είπε λέξη. Παρακαλούσε να τον συγχωρέσει η Παναγία που δεν ομολόγησε πως δεν ήταν ο Σάββας. Ήταν και εκείνη μάνα… Εκείνο το βράδυ, Μεγάλη Πέμπτη, θα άρπαζαν το γιο της.

Το άρθρο ανανεώθηκε στις 26 Απριλίου του 2019

Δημοφιλή