To 1975, ένα μόλις χρόνο μετά την τουρκική εισβολή, ο Μίκης Θεοδωράκης έδωσε συναυλία «υπέρ των προσφύγων της Κύπρου» στο παλιό στάδιο ΓΣΠ, στη Λευκωσία. Ανοιχτές και αιμάσσουσες τότε οι πληγές: νεκροί, αγνοούμενοι, γυναίκες που βιάσθηκαν, εγκλωβισμένοι, αιχμάλωτοι που επέστρεψαν κι άλλοι όχι… Κι η προσφυγιά ακόμη στους καταυλισμούς σε αντίσκηνα και παραπήγματα.
Εκείνο το βράδυ του 1975, ο Θεοδωράκης ντυμένος στα μαύρα, με το χαρακτηριστικό πλούσιο μαλλί να ανεμίζει, διεύθυνε την ορχήστρα σε ένα κατάμεστο στάδιο με τον κόσμο στις εξέδρες αλλά και εντός του γηπέδου να παραληρεί.
Προς το τέλος της συναυλίας, άρχισε να τραγουδά ο ίδιος ένα τραγούδι θρήνο κι ελπίδα, σπαραγμό και θάρρος, όλα μαζί. Προχωρούσε συλλαβή με συλλαβή: «Τη Ρω-μιο-σύ-νη-μην-την-κλαι-αι-αι-αι-αι-ς»… κι άνοιγε σαν αητός τα χέρια του φτερούγες να αγκαλιάσει όλους και να τους πάρει πέρα από τον πόνο, σ’ ένα αγνάντεμα φωτεινών οριζόντων που θα ακολουθούσαν…
«Τη Ρω-μιο-σύ-νη-μην- την-κλαι-αι-αι-αι-αις-αις», αντηχούσε η φωνή του στις πολυκατοικίες τριγύρω, καθώς πάσκιζε να μεταλάβει ελπίδα την πονεμένη Ρωμιοσύνη εκείνο το βράδυ του 1975...
Εκείνο το βράδυ ο αητός ντυμένος στα μαύρα σπάραζε «Τη Ρω-μιο-σύ-νη-μην- την- κλαις» κι ανάμεσα στο πλήθος ένα προσφυγάκι έκλαιε…
Ο Θεοδωράκης αγάπησε την πονεμένη Ρωμιοσύνη, αγάπησε τον Ελληνισμό σε Ελλάδα και Κύπρο σαν μια πατρίδα, μια νοητή πατρίδα έξω από τα κρατικά σύνορα.
Μια νοητή πατρίδα που όταν τα κρατικά σύνορά της συρρικνώνονται και πέφτουν, μένουν υψωμένα κι ολόρθα τα κραταιά της σύνορα, του ελληνικού πολιτισμού. Αυτά που τρέφουν την επόμενη έγερση, αυτά που αποτελούν τη μαγιά για την επόμενη ανάσταση.
Ο Θεοδωράκης με τους αγώνες και την τέχνη του διεύρυνε τα όρια της πατρίδας και σφυρηλάτησε την νεοελληνική μας εθνική ταυτότητα έχοντας βαθιές ρίζες στην ιστορία του Έθνους και στις παραδόσεις του λαού μας. Πάτησε στέρεα με ευλάβεια στην παράδοση, δεν την ποδοπάτησε.
Έτσι πορεύτηκε στους αγώνες για λευτεριά και κοινωνική δικαιοσύνη υπηρετώντας πιστά την έννοια του ωραίου, που ο αρχαίος ελληνικός κόσμος τόσο ανέδειξε.
Ο Θεοδωράκης αγάπησε τόσο την πατρίδα και πάλεψε για αυτή, ώστε αναπόφευκτα αγάπησε ολόκληρη την οικουμένη και ακολούθησε με τον δικό του τρόπο τον δρόμο του αγώνα υπέρ των κατατρεγμένων, αψηφώντας εξορίες, φυλακίσεις και διώξεις, σεβόμενος πάντα τις παραδόσεις του λαού μας.
Όσοι επιμένουν στα μικρά της ανθρώπινης βιωτής του, αρνούμενοι την μεγαλοσύνη του (υπήρξε κάποιος που διέγνωσε … επιδειξιομανία!), είναι τη δική τους μικρότητα που δεν αντέχουν. Αυτός ο ωραίος ’Ελληνας της οικουμένης κινήθηκε με αξιοπρέπεια και αυτοπεποίθηση στις γειτονιές του κόσμου, χωρίς δουλοπρέπεια και μιμητισμό, καθώς ήξερε καλά ποιος ήταν.
Ο Θεοδωράκης αγάπησε τόσο την πατρίδα που έγινε μέρος της και στο ερώτημα «τι είναι πατρίδα» η απάντηση περιλαμβάνει πλέον και τον Θεοδωράκη.
Κώστας Μαυρίδης, Ευρωβουλευτής ΔΗΚΟ (S&D), Πρόεδρος Πολιτικής Επιτροπής για την Μεσόγειο