Τέχνο – Δημοκρατίες και Τέχνο - Απολυταρχίες

O κινεζικός τεχνο-εθνικισμός και η συμμαχία των τεχνο-δημοκρατιών
Dilok Klaisataporn via Getty Images

Η τεχνολογική πρόκληση της Κίνας απασχολεί ιδιαίτερα την νέα αμερικανική κυβέρνηση. Ο επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Άντονι Μπλίνκεν στην ακρόαση του στην Γερουσία αναφέρθηκε στην αντιπαράθεση μεταξύ τεχνο-δημοκρατιών και τεχνο-απολυταρχιών, ως κρίσιμου στοιχείου στην διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ (1).

Ο Άντονι Μπλίνκεν αποδίδει αυτόν τον διαχωρισμό στον ίδιο τον Τζο Μπάιντεν, ο οποίος τον χρησιμοποιεί ως βάση για την δημιουργία της «Ψηφιακής Συμμαχίας» την οποία οραματίζεται (2). Ωστόσο, η στρατηγική που θα πρέπει να προκύψει από αυτή την θέση του νέου προέδρου των ΗΠΑ δεν είναι επαρκώς επεξεργασμένη και η νέα αμερικανική κυβέρνηση δεν έχει εκφράσει ακόμα τις θέσεις της.

Στο εσωτερικό των ΗΠΑ υπάρχουν διαφορετικές αντιλήψεις για την εξέλιξη του θέματος και οι διαφορές αυτές έχουν ήδη αρχίσει να έρχονται στην επικαιρότητα.

Η έκθεση του Atlantic Council

Ένα άρθρο στο Politico από ανώνυμο συντάκτη, ο οποίος αυτοπροσδιορίζεται ως πρώην υψηλόβαθμος κυβερνητικός αξιωματούχος με βαθιά γνώση και εμπειρία των θεμάτων της Κίνας, αποτέλεσε αφορμή για διάλογο (3).

Πρόκειται για απόσπασμα μίας έκθεσης που δημοσιεύτηκε από το Atlantic Council με τίτλο«Toward a New American China Strategy» και υπέρτιτλο «The Longer Telegram», για να γίνεται σύγκριση, σύμφωνα με τον συντάκτη με το ιστορικό κείμενο του 1946 του John KennanLong Telegram», για την σοβιετική υψηλή στρατηγική (4).

Στο κείμενο επισημαίνεται ότι είναι αναγκαία η διατύπωση μίας εθνικής στρατηγικής για τις ΗΠΑ, που θα έχει την στήριξη και των δύο κομμάτων και θα καθοδηγεί τις πολιτικές των κυβερνήσεων απέναντι στην Κίνα, τα επόμενα τριάντα χρόνια.

Το κείμενο θεωρεί ότι η Ουάσιγκτον θα πρέπει να ρίξει το βάρος της στην αντιμετώπιση του Σι Τζινπίνγκ. Και αυτό γιατί πιστεύει ότι ο Κινέζος πρόεδρος έχει δημιουργήσει ρήγματα στο Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας και τον παρομοιάζει με τον Βλαντιμίρ Πούτιν, δίνοντας έμφαση, μεταξύ άλλων στον προσωπικό και οικογενειακό του πλουτισμό.

Κάποιοι ειδικοί για την Κίνα, όπως ο Bill Bishop, απορρίπτουν την στρατηγική επικέντρωσης στον Σι, θεωρώντας ότι η απομάκρυνση του από την ηγεσία δεν θα αλλάξει την φύση και την οπτική του ΚΚΚ, το οποίο θα μπορούσε να κάνει ακόμα μεγαλύτερη στροφή προς τον εθνικισμό, ή να αυξηθεί στο εσωτερικό του η επιρροή του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (5).

Ειδική σημασία, σε αυτό το πλαίσιο της συζήτησης, έχουν οι απόψεις του James Mulvenon, το όνομα του οποίου ακούγεται για μία θέση στο υπουργείο Εμπορίου. Κατά τον Mulvenon, υπάρχει ένας ανανεωμένος κινεζικός τεχνο-εθνικισμός.

Αντί οι ΗΠΑ να επικεντρώνονται στους δασμούς και στις τιμωρητικές δράσεις, θα πρέπει να διαμορφώσουν μία ισορροπία, προωθώντας από την μία πλευρά επιθετικές επενδύσεις μαζί με την αναζωογόνηση της έρευνας, της τεχνολογίας και της βιομηχανικής βάσης της χώρας και από την άλλη, αναζητώντας μία εξωτερική πολιτική η οποία θα προωθεί το εμπόριο που θα χαρακτηρίζεται από αμοιβαία οφέλη.

Οι απόψεις αυτές διαμορφώνονται μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, το οποίο θεωρεί ότι η τεχνολογική παγκοσμιοποίηση έχει τελειώσει και ο κινεζικός τεχνο-εθνικισμός είναι ήδη παρών (6).

Πώς μπορεί να υλοποιηθεί μία τέτοια πολιτική; Σύμφωνα με τον συγγραφέα, με την βοήθεια της Big Tech, η οποία θα πρέπει να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Η αμερικανική κυβέρνηση θα πρέπει να θέσει τα μακροχρόνια συμφέροντα των ΗΠΑ, επάνω από τα βραχυχρόνια συμφέροντα της Silicon Valley, τηςWall Street και των πολυεθνικών, οι οποίες θα πρέπει να κατανοήσουν τις νέες διεθνείς ισορροπίες.

Αποσύνδεση των ΗΠΑ από την Κίνα

Στο ίδιο κλίμα κινείται και ένα κείμενο που υπογράφουν 15 ειδικοί σε θέματα τεχνολογίας και εθνικής ασφάλειας, η βασική κατεύθυνση του οποίου είναι, ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να αποσυνδεθούν από την Κίνα στον τομέα της τεχνολογίας.

Το κείμενο έχει τον τίτλο «Asymmetric Competition: A Strategy for China &Technology» και στους συγγραφείς του περιλαμβάνονται ο Eric Schmidt, πρώην CEO της Google, ο Jared Cohen,C EO της Jig saw και πρώην σύμβουλος της Χίλαρι Κλίντον και της Κοντολίζα Ράις, ο Richard Fontaine, CEO του think tank«Center for a New American Security», του οποίου ο ιδρυτής Kurt Campbell αποτελεί μέλος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας του Τζο Μπάιντεν και η Liz Economy εμπειρογνώμων για την Κίνα στο Council on Foreign Relations και στο Hoover Institution at Stanford University (7).

Σύμφωνα με τους συντάκτες του κειμένου, η ηγεσία των ΗΠΑ στον τεχνολογικό τομέα είναι κρίσιμη για την ασφάλεια, την ευημερία και την δημοκρατία της. Αλλά, αυτό το πλεονέκτημα των ΗΠΑ βρίσκεται σε κίνδυνο, καθώς η Κίνα προσπαθεί να υπερκεράσει τις ΗΠΑ σε σημαντικούς τομείς.

Η προσπάθεια της Κίνας διαμορφώνεται σε τρία επίπεδα.

Πρώτον, μέσα από έναν ασύμμετρο ανταγωνισμό ο οποίος βασίζεται σε διαφορετικούς κανόνες που επιτρέπουν την βιομηχανική κατασκοπεία, την μη φιλελεύθερη επιτήρηση και την ασαφή διάκριση ανάμεσα στον ιδιωτικό και τον κρατικό τομέα. Δεύτερον, για να αποφευχθεί η δημιουργία ενός κόσμου στον οποίον έχουν επιβληθεί οι αντιδημοκρατικοί κανόνες της Κίνας, πρέπει να υπάρξει αποσύνδεση των ΗΠΑ από την Κίνα.

Δύο από τους προαναφερθέντες, οι Cohen και Fontaine, είναι οι συγγραφείς ενός άρθρου στο Foreign Affairs του Οκτωβρίου, στο οποίο επισημαίνουν την ανάγκη για την διαμόρφωση μίας συμμαχίας μεταξύ των τεχνο—δημοκρατιών, για την αντιμετώπιση των τεχνο—απολυταρχιών, όπως η Κίνα, η Ρωσία, η Βόρεια Κορέα, η Κούβα και η Βενεζουέλα, σε διάφορους τομείς.

Μεταξύ αυτών των τομέων περιλαμβάνονται η αναγνώριση φωνής και προσώπου, η τεχνολογία 5G, οι ψηφιακές πληρωμές, οι κβαντικές επικοινωνίες, καθώς και η αγορά των εμπορικών drones (8).

Η προτεινόμενη συμμαχία των τεχνο-δημοκρατιών, η οποία θα μπορούσε να ονομάζεται «Τα-12», θα μπορούσε να περιλαμβάνει χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Γερμανία, η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιαπωνία, ο Καναδάς, η Ολλανδία, η Νότια Κορέα, η Φινλανδία, η Σουηδία, η Ινδία, η Αυστραλία και το Ισραήλ.

Η στάση της Ευρώπης

Η στάση της Ευρώπης στο ζήτημα αυτό δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη από την Ουάσιγκτον. Προς το παρόν, οι Βρυξέλλες δεν έχουν διευκρινίσει ακόμα, το αν επιθυμούν και σε τι βαθμό θα ήθελαν να εμπλακούν στην αντιπαράθεση μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας. Επιπρόσθετα, το σχήμα τεχνο-δημοκρατίες vs τεχνο-απολυταρχίες, ίσως να μην είναι ιδιαίτερα ελκυστικό για την Ευρώπη.

Θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι στις 30 Δεκεμβρίου 2020, η Ε.Ε. υπέγραψε την Συμφωνία Επενδύσεων Ε.Ε.—Κίνας, με βασική κατεύθυνση ότι «προηγούνται τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης».

Η κίνηση αυτή θεωρήθηκε ως μονομερής ενέργεια από την πλευρά της Ουάσιγκτον, η οποία θεωρεί ότι η ΕΕ γενικότερα και η Γερμανία ειδικότερα, θα πρέπει να δείξουν μεγαλύτερη υπευθυνότητα, υπερβαίνοντας την μερκαντιλιστική προσέγγιση στις διεθνείς σχέσεις.

Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι, εκτός από τις εμπορικές σχέσεις με το Πεκίνο, οι Βρυξέλλες και η Ουάσιγκτον διαφωνούν ριζικά για τον ψηφιακό φόρο, για την επιβολή του οποίου, υπάρχει πίεση από πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.

Με τα δεδομένα αυτά, η συμμετοχή ευρωπαϊκών χωρών στο σχήμα των τεχνο-δημοκρατιών, η της «Ψηφιακής Συμμαχίας», θα πρέπει να διευκρινιστεί μέσα από συνεννοήσεις με την Ουάσιγκτον, οι οποίες δεν θα είναι εύκολες.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

Δημοφιλή