Η τρίτη διοργάνωση στην Αθήνα του Tectonics, του «περιοδεύοντος» σε αρκετές χώρες και πόλεις φεστιβάλ που ιδρυτής και καλλιτεχνικός διευθυντής του είναι ο σπουδαίος Ισραηλινός μαέστρος Ilan Volkov δεν θα μπορούσε ποτέ να μοιάζει με τις δύο προηγούμενες καθώς το ’17 και το ’19 δεν υπήρχε πανδημία. Ταυτόχρονα όμως έδειξε και έστειλε το μήνυμα ότι η διεθνής μουσική και μάλιστα στην απόλυτα σύγχρονη εκδοχή της αλλά και οι λειτουργοί της παραμένουν ζωντανοί και όρθιοι ακόμα και σε μια τόσο δυσχερή συγκυρία όπως όμως και το πόσο σημαντικό είναι το ότι συμβαίνει αυτό.
Όπως και τις προηγούμενες φορές διοργανωτής της ελληνικής εκδοχής του Tectonics ήταν η Στέγη Ωνάση ενώ εκτός από τον μόνιμο συνεργάτη του Ilan Volkov για τη χώρα μας, τον μουσικό Μιχάλη Μοσχούτη, αυτή τη φορά στην επιμελητική ομάδα είχε προστεθεί και η Νορβηγίδα Anne Hilde Neset η οποία ανήκει στον χώρο των εικαστικών. Η επίδραση της παρουσίας της φάνηκε από το ότι αυτή τη φορά, εκτός από τις συναυλίες, υπήρχαν και πολλές εκθέσεις και πολυμεσικές εγκαταστάσεις.
Το Tectonics ’21 διήρκεσε, όπως και τις προηγούμενες φορές, τρεις ημέρες και, εκτός από τις δύο σκηνές αλλά και άλλους χώρους της Στέγης Ωνάση, πραγματοποιήθηκε στο παλαιό κτίριο του Μικρού Χρηματιστηρίου Αθηνών, στο εμβληματικό παλαιό κτίριο της Βαλλιαννείου Εθνικής Βιβλιοθήκης και στο «Ρομάντσο» της Ομόνοιας.
Ηταν κυρίως οι συνθήκες της πανδημίας που με υποχρέωσαν ουσιαστικά να επιλέξω να παρακολουθήσω λιγότερες εκδηλώσεις του Tectonics ’21 από όσες τις άλλες φορές. Η μία από αυτές αναπόφευκτα ήταν η κεντρική, η συναυλία που όπως σε κάθε διοργάνωση του οπουδήποτε στον κόσμο που διευθύνει ο ίδιος ο Ilan Volkov η οποία όμως είχε και αυτή αρκετές διαφορές από τις άλλες φορές.
Εκτός από την αυτονόητα μικρότερη χωρητικότητα της κεντρικής σκηνής της Στέγης Ωνάση ο Ilan Volkov επέλεξε να μην διευθύνει μια συμφωνική ορχήστρα όπως τις άλλες δύο φορές αλλά ένα μικρότερο ενόργανο σύνολο, τους δεκαμελείς για την περίσταση (φλάουτο, σαξόφωνο, φαγκότο, πιάνο, ηλεκτρική κιθάρα, ακορντεόν και κρουστά συν κλαρινέτο, άρπα και κοντραμπάσο από τρεις πρόσθετους σολίστ) ΤΕΤΤΤΙΞ που ειδικεύεται στη σύγχρονη μουσική και αυτό προφανώς καθόρισε και το ρεπερτόριο της συναυλίας.
Τα έργα που παρουσιάστηκαν είχαν ως επίκεντρο τους το καθόλου ρητορικό ερώτημα «τι είναι η κλασική μουσική σήμερα».
Το «Thirteen Studies For Instruments», ένα έργο του 1977 του πολωνικής καταγωγής Αμερικανού συνθέτη και πιανίστα Frederic Rzewski (απεβίωσε τον Ιούνιο σε ηλικία ογδόντα τριών ετών) δίνει μιαν απάντηση διαμέσου μιας σύνθεσης με πολλές «οξείες γωνίες» και χρήσης του πιάνου όχι μόνον ως κρουστού αλλά ακόμα και σαν «ηχητικής πηγής», κάτι που χαρακτήριζε διαχρονικά την τολμηρή, συχνά και «εικονοκλαστική» γραφή του δημιουργού.
Το «Saba» (2017) τουημέτερου Νίκου Γαλενιανού αντίστοιχα εστιάζει σε σαγηνευτικές «λεπτομέρειες», όχι μόνο των ηχοχρωμάτων αλλά και των εφέ των ορχηστρικών οργάνων, κάτι που επίσης αποτελεί σταθερό στοιχεία του έργου αυτού του πολύ ενδιαφέροντος συνθέτη.
Τέλος το «Traveller Song» (επίσης 2017) της σαρανταπεντάχρονης Καναδής συνθέτριας Cassandra Miller αναδεικνύει την σαφώς πειραματική φύση του έργου της όπως και της τεχνικής της μεταγραφής που χρησιμοποιεί σχεδόν πάντα, το να εκκινεί δηλαδή από μικρότερα ή μεγαλύτερα αποσπάσματα παλαιότερων έργων ή και τραγουδιών διαφόρων ιδιωμάτων και να τα αλλάζει προοδευτικά ώσπου να μεταμορφωθούν σε κάτι που δεν θυμίζει σε τίποτα – και δεν έχει σχέση – με την αρχική πηγή/σημείο αναφοράς του. Με έναν τύπο ρεπερτορίου που αναμφίβολα αποτελεί τον φυσικό χώρο τους οι ΤΕΤΤΤΙΞ απέδωσαν άριστα και τα τρία έργα υπό την εξαίρετη και εξαντλητικά μελετημένη όπως πάντα διεύθυνση του Ilan Volkov.
Στην κεντρική σκηνή της ΣΩ και πάλι ακολούθησε ένα ειδικά δημιουργημένο για την περίσταση έργο της Klein, μιας νιγηριανής καταγωγής Βρετανίδας μουσικού που το έργο της χαρακτηρίζεται από μία ηθελημένη συνεχή ηχητική ακρότητα χρησιμοποιώντας παραμορφωμένα samples από διάφορα ιδιώματα, κυρίως της αφροαμερικανικής μουσικής παράδοσης και έντονους ηλεκτρονικούς ήχους και θορύβους, σε αυτή την περίπτωση με την παρουσία ενός ακόμα μουσικού στην κυριολεκτικά…«οργισμένη» ηλεκτρική κιθάρα σε συνδυασμό με πολλά και έντονα κοινωνικά και πολιτικά μηνύματα, για την Αγγλία και όχι μόνον. Ηταν το είδος της εμφάνισης που δεν μπορείς να περιγράψεις παρά σαν «μια πολύ δυνατή εμπειρία».
Η δεύτερη εκδήλωση που παρακολούθησα ήταν η παράσταση «Eupepsia/Dyspepsia - An Archive Of Appropriations» στο Βαλλιάνειο Μέγαρο της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Μια ιδιαίτερη σύνθετη σύλληψη των Karin Harasser και Eva Reiter που εκκινεί από την σωματική διαταραχή της δυσπεψίας και χρησιμοποιώντας πληθώρα μουσικών (μπαρόκ και σύγχρονη μουσική, ευρωπαϊκά τραγούδια και άλλα από ολόκληρη την αμερικανική ήπειρο) και μη αναφορών επιχειρεί να καταγράψει χωρίς να σχολιάσει την ολέθρια πολιτιστική αλλά και βιολογική ακόμα επίδραση που είχε στους αυτόχθονες της Νοτίου Αμερικής ο βίαιος «εκπολιτισμός» τους από τους Ιησουίτες μοναχούς.
Δύο συνθέτες και ισάριθμες συνθέτριες υπογράφουν την εξαιρετικά ποικίλη και συνεχώς εναλλασσόμενη μουσική του έργου την οποία απέδωσαν όχι μόνο με δεξιοτεχνία αλλά και με εξαιρετικά ευρηματικό και «ευέλικτο» τρόπο δύο εκτελεστές και μια εκτελέστρια (ηλεκτρική κιθάρα, κρουστά και βιόλα ντα γκκάμπα αντίστοιχα αλλά και αρκετά επιπλέον όργανα) ενώ η Anna Mendelssohn ήταν η αφηγήτρια και υπεύθυνη για τις βίντεο προβολές. Ένα έργο που θέτει ερωτήματα τα οποία προκαλούν προβληματισμούς για τον υπαρκτό πολιτισμικό και όχι μόνον εδαφικό ιμπεριαλισμό.
Απόλυτα ενδεικτικό δηλαδή της προσήλωσης του Ilan Volkov και των συνεργατών του στην ερευνητική, διαρκώς με αναζήτηση και πειραματισμό, φύση του Tectonics ως ενός «ανήσυχου» μουσικού φεστιβάλ απόλυτα ανοιχτού στην ζωή και την κοινωνία το οποίο προσαρμόζεται στις όποιες αλλαγές τους, καταρχήν αποτυπώνοντας και λίγο πιο μακροπρόθεσμα αλλάζοντας και το ίδιο ώστε να ανταποκρίνεται σε αυτές.