Είναι φανερό πως η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία -24 Φεβρουαρίου- προκάλεσε σημαντικές αλλαγές και ανακατατάξεις στην αρχιτεκτονική ασφάλειας, ιδίως σε ό,τι αφορά στην Ευρώπη.
Η ένταση με την οποία εκδηλώθηκε η ρωσική στρατιωτική επιχείρηση, αλλά και ο τρόπος της εισβολής, τόσο σε τακτικό, όσο και σε στρατηγικό επίπεδο, θυμίζει στην διεθνή κοινότητα τις σκοτεινές εποχές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (Β΄Π.Π.) Ωστόσο, δεν είναι η πρώτη φορά που η Ευρώπη βιώνει στρατιωτικές συγκρούσεις μετά τον Β΄Π.Π.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν, επίσης, η τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974, καθώς επίσης και ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία τη δεκαετία του 1990.
Αυτό που είναι διαφορετικό, ωστόσο, είναι ότι εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία, σημειώνεται μια δραματική αλλαγή στην αρχιτεκτονική ασφάλειας, η οποία εγκαθιδρύθηκε από το 1945.
Η Διάλυση της ΕΣΣΔ -1991-, οδήγησε, σε ορισμένες περιπτώσεις, στην παραβίαση κάποιων σταθερών της αρχιτεκτονικής αυτής. Σταδιακά, ωστόσο, η ενδυνάμωση της Ρωσίας, ιδίως τα τελευταία χρόνια, έφερνε όλο και μεγαλύτερη αντίδραση και μια καλή αφορμή για την Ρωσία να εκφράσει τις αναθεωρητικές της τάσεις.
Έτσι, λοιπόν, η ρωσική εισβολή προκαλεί συστημικές αλλαγές, καθώς η διεθνής κοινότητα εισέρχεται σε μια περίοδο ενός νέου «Ψυχρού Πολέμου».
Ο νέος «Ψυχρός Πόλεμος» μπορεί να επιβεβαιωθεί και από την αδρανοποίηση του Συμβουλίου Ασφαλείας -Σ.Α.-, το οποίο αποτελεί δέσμιο του βέτο που θέτει η Ρωσία για οποιαδήποτε απόφαση αφορά στον πόλεμο στην Ουκρανία και τον τερματισμό των εχθροπραξιών.
Ο Ρωσο-Ουκρανικός Πόλεμος
Αναφορικά με την Ρωσική εισβολή αυτή καθ’ αυτή, στρατηγικός στόχος του Πούτιν είναι η αποστρατικοποίηση ολόκληρης της ουκρανικής επικράτειας. Αυτός είναι, άλλωστε, ο λόγος για τον οποίο η Ρωσία διεξήγαγε εκτεταμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις σε ολόκληρη την Ουκρανία, συμπεριλαμβανομένης της ουκρανικής πρωτεύουσας.
Επιπλέον, ένας δεύτερος στόχος του Πούτιν είναι η αλλαγή ουκρανικής κυβέρνησης και κυρίως η αντικατάσταση Ζελένσκι. Σκοπός του Πούτιν είναι η εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος παρόμοιου με αυτό της Λευκορωσίας, το οποίο θα μπορεί να το ελέγχει -παρατηρείται, ωστόσο, τις τελευταίες ημέρες πως το Κρεμλίνο έχει κάνει βήματα πίσω αναφορικά με αυτή την απαίτηση. Τέλος, βασικός στόχος του Πούτιν είναι να αναγκάσει την Ουκρανία να προβεί σε αλλαγή του συντάγματος, ούτως ώστε να εξαλειφθεί κάθε πιθανότητα ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ.
Είναι, επίσης, σημαντικό να αναφερθεί πως τις τελευταίες ημέρες συζητείται ακόμα και το ενδεχόμενο η Ουκρανία να μετατραπεί σε συνομοσπονδία, δύο ή ακόμη και περισσότερων κρατιδίων. Κάτι το οποίο ίσως εξυπηρετήσει τα αφηγήματα και των δύο ηγετών. Μένει, ωστόσο, να δούμε τις εξελίξεις.
Η αντίδραση της Δύσης
Γερμανία
Πέρα, όμως, από την ρωσική εισβολή και τον πόλεμο στην Ουκρανία, η αντίδραση της Δύσης στην εισβολή αυτή πυροδότησε ακόμη μεγαλύτερες αλλαγές στην αρχιτεκτονική ασφάλειας, κυρίως σε ό,τι αφορά στην Ευρώπη.
Πιο συγκεκριμένα, ο Γερμανός καγκελάριος, Σόλτς, ανακοίνωσε εξοπλιστικό πρόγραμμα για την Γερμανίας ύψους 100 δις ευρώ για το 2022. Είναι η πρώτη φορά μετά το πέρας του Β΄ΠΠ, όπου η Γερμανία προβαίνει σε τέτοιες ανακοινώσεις. Ο στρατιωτικός εξοπλισμός της Γερμανίας, λοιπόν, θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε αλλαγή της ισορροπίας ισχύος, τόσο εντός, όσο και εκτός της Δυτικής Συμμαχίας.
Είναι φανερό, πως η απόφαση αυτή της Γερμανίας καταργεί στην πράξη την “Ostpolitik” και τις σχέσεις που είχε συνάψει τις τελευταίες δεκαετίες το Βερολίνο με τη Μόσχα, πολλές φορές κινούμενο και εκτός πλαισίου της Δυτικής Συμμαχίας.
Πάνω σε αυτή την απόφαση της Γερμανίας είναι σίγουρο πως θα βασιστεί ολόκληρη η νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας στην Ευρώπη, καθώς η Ρωσία θα λογίζεται ως εχθρός και σε καμία περίπτωση ως εμπορικός και ενεργειακός εταίρος, όπως συνέβαινε μέχρι τώρα -τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στο Βερολίνο.
Επιπρόσθετα, οι στρατιωτικές ισορροπίες θα αλλάξουν δραματικά εντός ΕΕ, καθώς τώρα η κυρίαρχη στρατιωτικά δύναμη στην ΕΕ είναι η Γαλλία, μετά όμως από τις ανακοινώσεις αυτές, είναι φανερό πως η Γερμανία θα διεκδικήσει ηγετικό ρόλο και στο στρατιωτικό κομμάτι. Λαμβάνοντας υπόψη πως η Γερμανία είναι η κυρίαρχη οικονομικά δύναμη της ΕΕ, είναι πιθανό η ενδεχόμενη στρατιωτική της κυριαρχία να δημιουργήσει σημαντικές τριβές με τη Γαλλία και όχι απαραίτητα ένα πλαίσιο συνεργασίας.
Επιπλέον, η στρατιωτική ενδυνάμωση της Γερμανίας, λειτουργεί υπέρ των συμφερόντων των ΗΠΑ, καθώς έχει παρατηρηθεί η τάση αλλαγής του κέντρου βάρους της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια από την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή, στη Ανατολική Ασία και την Κίνα. Άρα, μια ισχυρή στρατιωτικά Γερμανία -πόσο μάλλον όταν αυτή εξαρτάται εν μέρει από το αμερικανικό LNG- θα αποτελέσει εγγύηση έναντι της ρωσικής επιθετικότητας στην Ευρώπη.
Τέλος, το γεγονός ότι η Γερμανία ανακοίνωσε το γιγαντιαίο αυτό εξοπλιστικό πρόγραμμα, δεν σημαίνει απαραίτητα πως η ΕΕ γίνεται ισχυρότερη στρατιωτικά, καθώς πρόκειται για μια απόφαση που πάρθηκε σε εθνικό επίπεδο και αφορά στην διαφύλαξη των γερμανικών συμφερόντων και μόνο -τουλάχιστον σε ένα πρώτο επίπεδο.
Ευρωπαϊκή Ένωση
Πέραν, ωστόσο, από τις αποφάσεις της Γερμανίας, η ΕΕ προχώρησε και αυτή σε μια σειρά αποφάσεων. Είναι πρωτοφανής η απόφασή της για παροχή στρατιωτικών εξοπλισμών στην Ουκρανία ύψους 450 εκ ευρώ -συν 50 εκ ευρώ για ανθρωπιστική βοήθεια. Αν και η απόφαση αυτή της ΕΕ ήταν γρήγορη και συντονισμένη, καθώς υπήρξε ενότητα από τα κράτη-μέλη, αυτό δεν σημαίνει αυτόματα ισχυρότερη Κοινή Πολιτική Άμυνας και Ασφάλειας -ΚΠΑΑ- από τη στιγμή που η απόφαση για στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία πάρθηκε σε διακυβερνητικό και όχι σε υπερεθνικό επίπεδο.
Η απόφαση αυτή πάρθηκε σε διακυβερνητικό επίπεδο, διότι σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λισαβώνας -ΣΛ- τα κράτη-μέλη είναι αυτά που αποφασίζουν για τέτοιου είδους ζητήματα. Υπάρχουν, δηλαδή, θεσμικοί περιορισμοί που καθιστούν την ΕΕ ανήμπορη να πάρει ως ενιαία οντότητα απόφαση για ζητήματα άμυνας και ασφάλειας.
Πέρα από τους θεσμικούς περιορισμούς, ωστόσο, υπάρχει και έλλειψη βούλησης από ορισμένα κράτη-μέλη να προκύψει περισσότερη εμβάθυνση. Αν και έχει πέσει στο τραπέζι η συζήτηση για την αμυντική αυτονομία της ΕΕ, αυτό δεν σημαίνει πως η απόφαση που πάρθηκε για την Ουκρανία έχει ήδη οδηγήσει σε στρατηγική αυτονομία της ΕΕ.
Επίσης, το σημαντικότερο τεστ για να διαπιστώσει κανείς αν η ΕΕ μπορεί να γίνει στρατηγικά αυτόνομη είναι όταν οι αντικειμενικοί της στόχοι θα είναι διαφορετικοί από αυτούς του ΝΑΤΟ.
Στην περίπτωση της Ουκρανίας, όπου ΝΑΤΟ και ΕΕ έχουν κοινό στόχο, δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί η στρατηγική αυτονομία της ΕΕ. Αντίθετα στην περίπτωση επιβολής κυρώσεων έναντι της Τουρκίας, που είναι κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ, τότε θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για στρατηγική αυτονομία της ΕΕ, αν και όποτε συμβεί κάτι τέτοιο.
Θα είναι η Μολδαβία και η Γεωργία ο επόμενος στόχος;
Η πλειονότητα των αναλυτών πίστευε πως ο Πούτιν δεν υπήρχε περίπτωση να διεξαγάγει στρατιωτική επιχείρηση μεγάλης έκτασης στην Ουκρανία, καθώς αυτή θα ήταν οικονομικά ασύμφορη πρωτίστως για την ίδια τη Ρωσία. Ωστόσο, ο Πούτιν διέψευσε την πλειονότητα των αναλυτών αλλά και πολλών κυβερνήσεων, με αποτέλεσμα να αποδειχθεί εξαιρετικά απρόβλεπτος. Έτσι, λοιπόν, αν και, με μια πρώτη ανάλυση, θα ήταν ανορθολογικό να επεκτείνει ο Πούτιν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του πέρα από την Ουκρανία, κανείς πια δεν μπορεί να είναι σίγουρος για το πώς θα κινηθεί ο Ρώσος πρόεδρος.
Εντός αυτού του πλαισίου, τόσο η Μολδαβία, όσο και η Γεωργία έχουν αρκετούς λόγους να ανησυχούν πως αυτές θα είναι πιθανώς ο επόμενος στόχος της Ρωσίας.
Αρχικά, τόσο η Μολδαβία, όσο και η Γεωργία δεν είναι ούτε κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ, ούτε της ΕΕ. Δεύτερον, και τα δύο κράτη έχουν υιοθετήσει μια φιλοδυτική πολιτική. Τρίτον, και τα δύο κράτη έχουν στην επικράτειά τους αυτόνομες φιλο-ρωσικές περιοχές σαν αυτή του Ντονμπάς στην Ουκρανία. Στην περίπτωση της Μολδαβίας είναι η Υπερδνειστερία, ενώ στην περίπτωση της Γεωργίας είναι η Νότια Οσετία και η Αμπχαζία. Για τους λόγους αυτούς θα μπορούσε η Ρωσία να στηρίξει ευκολότερα μια ακόμη εισβολή στα δύο αυτά κράτη.
Ωστόσο, αν και η Ρωσία έχει υιοθετήσει επιθετική ρητορική και σε άλλα κράτη -πρόσφατα σε Σουηδία και Φινλανδία- το εάν αυτές οι απειλές θα περάσουν από τη θεωρία στην πράξη εξαρτάται από το με πόση ευκολία θα καταφέρει η Ρωσία να πετύχει τους στρατηγικούς της στόχους στην Ουκρανία -αν το καταφέρει-, αλλά και από τους στρατηγικούς στόχους που έχει θέσει το Κρεμλίνο εν γένει.
Ο ρόλος της Τουρκίας
Είναι σημαντικό, επίσης, να αναφερθεί ο ρόλος της Τουρκίας στο συγκεκριμένο πόλεμο. Η Τουρκία αποτελεί μια μοναδική περίπτωση διότι είναι μέλος του ΝΑΤΟ, έχει πολύ καλές σχέσεις με τη Ρωσία, σε σημείο να έχει προμηθευτεί και στρατιωτικούς εξοπλισμούς από αυτή, ενώ παράλληλα είναι σημαντικός αμυντικός εταίρος της Ουκρανίας. Έτσι, λοιπόν, ο Ερντογάν, προσπαθεί να βγάλει από τη δύσκολη θέση την Τουρκία παίζοντας το ρόλο του διαμεσολαβητή στη σύγκρουση αυτή. Στην προσπάθεια του αυτή εντάσσεται και η πολύ πρόσφατη συνάντηση των Υπουργών Εξωτερικών της Ουκρανίας και της Ρωσίας στην Αττάλεια.
Η Τουρκία προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ Ανατολής και Δύσης, για τον λόγο αυτό καθυστέρησε να κλείσει τα στενά -ήταν υποχρεωμένη να το κάνει σύμφωνα με τη συνθήκη του Μοντρέ-, ενώ τάχθηκε ενάντια στην επιβολή οποιουδήποτε είδους κυρώσεων στη Ρωσία. Είναι αβέβαιο, ωστόσο, για πόσο καιρό θα μπορεί η Τουρκία να παραμένει ουδέτερη και σίγουρα αυτό εξαρτάται και από το πόσο ανεκτικές είναι οι ΗΠΑ απέναντί της -μέχρι τώρα φαίνεται να είναι αρκετά ανεκτικές.
Συμπεράσματα
Εν κατακλείδι, λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις πρωτοφανείς για τον 21ο αιώνα εξελίξεις είναι εμφανές πως η γεωπολιτική και τα power politics έχουν επιστρέψει στην διεθνή σκηνή. Ως επακόλουθου αυτού, έχει πυροδοτηθεί η ολική αναδιαμόρφωση της διεθνούς αρχιτεκτονικής ασφάλειας, καθώς η διεθνής κοινότητα μπαίνει σε έναν νέο «Ψυχρό Πόλεμο», ο οποίος θα είναι σίγουρα πολύ πιο απρόβλεπτος από τον προηγούμενο, ιδίως εάν αναλογιστεί κανείς τη ευνοϊκότερη, ως προς τη Ρωσία, στάση που φαίνεται πως κρατάει η Κίνα.
Η μεγάλη οικονομική ανάπτυξη των αναδυόμενων δυνάμεων, σε συνδυασμό με το νέο ψυχροπολεμικό κλίμα, δημιουργεί πολύ πιο εύθραυστες διεθνείς ισορροπίες, οι οποίες καθιστούν το ατύχημα που θα οδηγήσει σε μια γενικευμένη σύρραξη πιο πιθανό από ποτέ.
Εντός αυτού του πλαισίου, αποτελεί επιτακτική ανάγκη για την ΕΕ να βρει τρόπους να αναβαθμίσει διεθνώς τη θέση και το ρόλο της, ειδάλλως θα είναι μόνιμα εξαρτημένη από τον αμερικανικό παράγοντα, αλλά και από κάθε αναθεωρητική δύναμη που θα προβαίνει σε επιθετικές ενέργειες.
Τέλος, κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει αν ο πόλεμος στην Ουκρανία θα τελειώσει σύντομα. Αυτό όμως που είναι σίγουρο είναι πως το κόστος που έχει υποστεί και θα υποστεί ο ουκρανικός λαός σε ανθρωπιστικό επίπεδο είναι τεράστιο. Επίσης, μεγάλο θα είναι το κόστος για τους λαούς στην Ευρώπη και διεθνώς, καθώς πάνω στην παρακαταθήκη της πανδημίας, η ουκρανική κρίση οδηγεί στη διόγκωση της ενεργειακής κρίσης και της κρίσης ακρίβειας γενικότερα, ενώ θέτει σε σοβαρό κίνδυνο και τη διασφάλιση επαρκούς ποσότητας τροφής για τους πληθυσμούς.
Σε κάθε περίπτωση, η μόνη βιώσιμη λύση μπορεί να έρθει μέσα από διάλογο και διπλωματία και σε καμία περίπτωση μέσα από στρατιωτική κλιμάκωση. Ο τερματισμός των εχθροπραξιών και κατ’ επέκταση της ανθρωπιστικής κρίσης στην Ουκρανία οφείλει να είναι το πρώτο μέλημα για τη διεθνή κοινότητα.