Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ συνομίλησε τηλεφωνικά με τον ισχυρό άνδρα της ανατολικής Λιβύης, Χαλίφα Χαφτάρ, με τον οποίο συζήτησε «τις συνεχιζόμενες αντιτρομοκρατικές προσπάθειες» του στρατάρχη, οι δυνάμεις του οποίου έχουν εξαπολύσει επίθεση στην πρωτεύουσα Τρίπολη που ελέγχεται από τη διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση.
Στην ανακοίνωση που εξέδωσε ο Λευκός Οίκος αναφέρεται ότι ο πρόεδρος «αναγνώρισε το σημαντικό ρόλο του στρατάρχη Χαφτάρ στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας και τη διασφάλιση των πετρελαϊκών πόρων της Λιβύης». Οι δύο άνδρες αναφέρθηκαν επίσης στο κοινό όραμά τους για τη μετάβαση σε ένα σταθερό, δημοκρατικό πολιτικό σύστημα στη Λιβύη.
Δεν είναι σαφές γιατί άργησε πέντε ημέρες ο Λευκός Οίκος να δημοσιοποιήσει το τηλεφώνημα αυτό, που έγινε την Δευτέρα. Την Πέμπτη, τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ρωσία διαμήνυσαν ότι δεν μπορούν να στηρίξουν επί του παρόντος ένα ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας που θα καλούσε σε εκεχειρία στη Λιβύη. Η Ρωσία απορρίπτει το ψήφισμα που πρότεινε η Βρετανία επιρρίπτοντας την ευθύνη για τις συγκρούσεις στον Λιβυκό Εθνικό Στρατό του Χαφτάρ. Οι ΗΠΑ δεν διευκρίνισαν για ποιον λόγο δεν στήριξαν το ψήφισμα.
Στην Τρίπολη ακούγονταν και την Παρασκευή βομβαρδισμοί στα νότια προάστια, όπως και τις προηγούμενες ημέρες, όπως ανέφεραν κάτοικοι της περιοχής. Την Πέμπτη βλήματα όλμων έπεσαν κοντά σε μια κλινική της πρωτεύουσας.
Ο σύμβουλος του Λευκού Οίκου για θέματα εθνικής ασφάλειας Τζον Μπόλτον μίλησε επίσης πρόσφατα με τον Χαφτάρ.
Ο Τζαλέλ Χαρσαουί, ερευνητής στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων Κλίνγκενταλ της Χάγης σημείωσε ότι το τηλεφώνημα του Τραμπ ισοδυναμεί με έκφραση στήριξης στις επιχειρήσεις του Χαφτάρ και κατά συνέπεια «δημιουργεί ένα περιβάλλον όπου αυξάνεται η πιθανότητα στρατιωτικής επέμβασης από άλλες χώρες, όπως η Αίγυπτος».
«Ένας λόγος για το τηλεφώνημα του Τραμπ είναι ότι ο στρατός του Χαφτάρ αποδείχτηκε λιγότερος ισχυρός απ′ όσο ισχυριζόταν» ο ίδιος ο στρατάρχης, πρόσθεσε.
Ο Χαφτάρ ήταν ένας από τους αξιωματικούς που βοήθησαν τον Μουαμάρ Καντάφι να καταλάβει την εξουσία το 1969 όμως έπεσε σε δυσμένεια μετά τον πόλεμο με το Τσαντ, τη δεκαετία του 1980. Είχε αιχμαλωτιστεί από τις δυνάμεις του Τσαντ και διασώθηκε από τη CIA, αφού προηγουμένως εργάστηκε με στόχο την ανατροπή του Καντάφι.
Εγκαταστάθηκε στη Βιρτζίνια των ΗΠΑ όπου έζησε για περίπου 20 χρόνια και επέστρεψε στην πατρίδα του το 2011, εν μέσω της εξέγερσης για την ανατροπή του Καντάφι.
(με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠE, Reuters)