Η αναλογία μαθητή-δασκάλου υπολογίζεται διαιρώντας τον αριθμό μαθητών πλήρους απασχόλησης με τον αριθμό των εκπαιδευτικών πλήρους απασχόλησης που εργάζονται στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Στην Ελλάδα η αναλογία κυμαίνεται στο 8,7 - σχεδόν πέντε μονάδες κάτω από των ευρωπαϊκό μέσο όρο - καθιστώντας τη την χώρα με τον μικρότερο αριθμό δασκάλων δημοτικού ανά μαθητές.
Η χώρα με την υψηλότερη αναλογία -6 μονάδες πάνω από τον μέσο όρο- δεν ήταν κάποια ισχυρή οικονομία του ευρωπαϊκού βορά, αλλά η Ρουμανία (19,4). Ακολούθησαν η Γαλλία(18,8) και η Τσεχία(18,7).
Η θλιβερή πρωτιά της Ελλάδας δεν δικαιολογείται ούτε από το γεγονός ότι η αναλογία μαθητών-εκπαιδευτικών στο δημοτικό συνολικά για την Ευρωπαϊκή Ένωση μειώθηκε ελαφρώς από 13,6 το 2018 σε 13,5 το 2019, με 2,0 εκατομμύρια εκπαιδευτικούς να διδάσκουν 24,5 εκατομμύρια μαθητές.
Προς το παρόν η Eurostat δεν έχει δημοσιεύσει στοιχεία για το 2020, που προβλέπονται εξαιρετικά ενδιαφέροντα καθώς η πανδημία επέβαλε την τηλεκπαίδευση, επαναπροσδιορίζοντας μέσω της τεχνολογίας τις δυνατότητες διαμοιρασμού της γνώσης και τη παραδοσιακή έννοια της σχολική τάξης ως χώρου.
Η συγκεκριμένη βαθμίδα εκπαίδευσης παρέχει στους μαθητές τη σταθερή βασική εκπαίδευση στην ανάγνωση, τη γραφή και τα μαθηματικά και μια στοιχειώδη κατανόηση άλλων θεμάτων όπως η ιστορία, γεωγραφία, οι φυσικές και κοινωνικές επιστήμες και η τέχνη.
Ως εκ τούτου η ένταξη στην Ελλάδα ικανού αριθμού εκπαιδευτικών δημοτικού με βάση τα πρότυπα της Ρουμανίας, μπορεί μακροπρόθεσμα να αποβεί καθοριστική για τη σταδιοδρομία και τη σχέση των εκκολαπτόμενων πολιτών με τη γνώση.
Σημειώνεται πως η αναλογία μαθητή-δασκάλου δεν πρέπει να συγχέεται με το μέγεθος της τάξης. Για τον υπολογισμό του μεγέθους της τάξης ανά χώρα λαμβάνονται υπόψη ειδικές περιπτώσεις, όπως μικρές ομάδες μαθητών με ειδικές ανάγκες ή σε συγκεκριμένες περιοχές και η διαφορά στον αριθμό των ωρών διδασκαλίας που παρέχονται από τους εκπαιδευτικούς και στον αριθμό των ωρών διδασκαλίας που προβλέπονται για τους μαθητές.