Σε ποια πολιτισμένη χώρα του κόσμου μια ορχήστρα που ιδρύθηκε μεν με ιδιωτική πρωτοβουλία αλλά εξαρχής λειτουργούσε υπό την αιγίδα, αν όχι και με την αρωγή, του κράτους αφήνεται να φτάσει σε οικονομικό αδιέξοδο; Σε ποια πολιτισμένη χώρα μια ορχήστρα που διαπρέπει, τόσο από πλευράς αποδοχής του κοινού όσο και ποικίλων διακρίσεων, πολύ περισσότερο εκτός των συνόρων της χώρας από όσο εντός, αφήνεται να φτάσει σε τέτοιο μαρασμό ώστε τα μόνιμα μέλη της να είναι οκτώ (!) μουσικοί; Σε ποια ευνομούμενη χώρα μια σειρά κυβερνήσεων διαφορετικής κομματικής προέλευσης με τους αρμόδιους υπουργούς τους πολιτισμού (αλλά και οικονομίας) βλέπουν τις συνολικές πάσης φύσεως οφειλές και χρέη μιας ορχήστρας να αυξάνονται με δυσανάλογο, αλματώδη μάλλον, ρυθμό σε σχέση όχι μόνο με τα έσοδα της αλλά και με το ίδιο το αντικείμενο της δραστηριότητας της και δεν επιβάλλουν κατεπείγοντα οικονομικό έλεγχο και στη συνέχεια, αν κριθεί απαραίτητο, την παρέμβαση εισαγγελέα ώστε να διωχθούν ποινικά οι τυπικά και ουσιαστικά υπεύθυνοι για τα οικονομικά της ορχήστρας; Και τέλος, σε ποια χώρα του κόσμου που δεν δυναστεύεται όχι μόνον από την έλλειψη στοιχειώδους ανθρωπιάς αλλά κυριολεκτικά από το σουρεαλιστικά παράλογο διακεκριμένοι σολίστ, άνθρωποι που αφιέρωσαν την ζωή τους στο να κατέχουν πληρέστατα ένα μουσικό όργανο και δεν παύουν να μελετούν ώστε να συνεχίζουν πάντα να βελτιώνονται εκτελεστικά, αποστέλλουν στον πρωθυπουργό της ανοιχτή επιστολή όχι για οποιοδήποτε συντεχνιακό ή εργασιακό ζήτημα τους αλλά για να τους βοηθήσει να αποφύγουν το φάσμα της πείνας;
Καταρχήν συνοπτικά τα γεγονότα, για όσους και όσες δεν τα γνωρίζουν. Η Καμεράτα - Ορχήστρα των Φίλων Της Μουσικής (γνωστή εδώ και μερικά χρόνια διεθνώς ως Armonia Atenea) ιδρύθηκε το 1991 από τον σύλλογο Φίλοι Της Μουσικής με πρωτοβουλία του τότε προέδρου του Χρήστου Λαμπράκη. Έδρα της ήταν και παραμένει το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (το οποίο φυσικά ίδρυσε επίσης ο Χρήστος Λαμπράκης) και εξαρχής εποπτευόταν από το υπουργείο πολιτισμού. Η όχι απλά στενή αλλά οργανική σχέση της με το Μέγαρο Μουσικής την έκανε να ακολουθήσει την δική του πορεία, μιαν ολοένα και μεγαλύτερη ακμή στην δεκαετία του ’90 η οποία όμως σταμάτησε λίγο μετά το 2000 για να αρχίσει, μετά από ένα διάστημα, μια σε πρώτη φάση σταδιακή και στη συνέχεια διαρκώς επιταχυνόμενη καθοδική διαδρομή, από οικονομικής πλευράς και όχι μόνο. Τα οικονομικά προβλήματα εντάθηκαν ακόμα περισσότερο με τον θάνατο του Χρήστου Λαμπράκη το ’09 καθώς σχεδόν συνέπεσε με την αρχή της κρίσης. Την ίδια όμως χρονιά η Καμεράτα είχε την αληθινή τύχη να αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση της και να γίνει αρχιμουσικός της ο διεθνώς καταξιωμένος μαέστρος Γιώργος Πέτρου.
“Διεθνώς θεωρείται πως το οκτώ είναι ο μίνιμουμ αριθμός μουσικών που χρειάζονται μαέστρο για να τους διευθύνει, λιγότεροι από τόσους είναι απλά ένα μουσικό σχήμα, με άλλα λόγια ένας ή μία λιγότερος/η και η Καμεράτα τυπικά θα πάψει να είναι ορχήστρα!”
Όσοι βρισκόμαστε λίγο πιο κοντά στην Καμεράτα γνωρίζουμε πολύ καλά τον στην κυριολεξία τιτάνιο αγώνα που δίνει έκτοτε ο Γιώργος Πέτρου μαζί φυσικά με όλους/ες τους και τις μουσικούς της ορχήστρας και μάλιστα σε δύο μέτωπα.
Αφενός δηλαδή με μια σειρά κινήσεων που συχνά διακρίνονται και για την πρωτοτυπία τους προσπαθούν να κάνουν την Καμεράτα πιο γνωστή στην Ελλάδα αλλά και ακόμα περισσότερο στο εξωτερικό με την όλο και πιο συχνή συναυλιακή αλλά και δισκογραφική παρουσία της εκεί και, κρίνοντας από την προσέλευση του κοινού όσον αφορά στο πρώτο και τα πολλά βραβεία σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες για το δεύτερο, το κατορθώνουν και με το παραπάνω.
Αυτό αγγίζει τα όρια του θαύματος δεδομένου ότι αφετέρου πρέπει παράλληλα να αγωνίζονται σε καθημερινή βάση για να υπερβούν μια σειρά όχι μόνον οικονομικά αλλά και νομικά, ακόμα και θεσμικά εμπόδια που απειλούν συνεχώς να τερματίσουν την ύπαρξη της ορχήστρας.
Για κάποιους από εμάς λοιπόν που γνωρίζουμε την δεινότατη κατάσταση στην οποία βρίσκεται η ορχήστρα και τα μέλη της και η οποία δοκιμάζει πολλαπλά τις αντοχές τους ως μουσικών και ανθρώπων δεν αποτέλεσε έκπληξη το ότι πριν λίγο καιρό προσκάλεσαν τους εκπροσώπους των ΜΜΕ σε συνέντευξη Τύπου στο κτίριο της ΕΣΗΕΑ στην οποία ομίλησαν οι μόλις οκτώ εναπομείναντες/ασες μόνιμοι μουσικοί της ορχήστρας. Αξίζει να σημειώσουμε σε αυτό το σημείο ότι διεθνώς θεωρείται πως το οκτώ είναι ο μίνιμουμ αριθμός μουσικών που χρειάζονται μαέστρο για να τους διευθύνει, λιγότεροι από τόσους είναι απλά ένα μουσικό σχήμα, με άλλα λόγια ένας ή μία λιγότερος/η και η Καμεράτα τυπικά θα πάψει να είναι ορχήστρα! Με τον Γιώργο Πέτρου πάντως να μην είναι μεν στο πάνελ αλλά να παρευρίσκεται δηλώνοντας έτσι την πλήρη υποστήριξη του στον αγώνα τους οι οκτώ μουσικοί περιέγραψαν την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η ορχήστρα και οι ίδιοι/ιες. Κατέληξαν με μια κραυγή όχι αγωνίας αλλά σωτηρίας, «είναι ντροπή να το λέμε αλλά έχουμε φτάσει να πεινάμε» και προανήγγειλαν την ανοιχτή επιστολή που θα έστελναν στον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, αυτή δηλαδή που ακολουθεί.
Αξιότιμε κύριε Πρωθυπουργέ,
Καθώς γνωρίζουμε την ευαισθησία σας για τον πολύπαθο χώρο του πολιτισμού στην Ελλάδα, αλλά και για τα δικαιώματα όλων των εργαζομένων, εμείς, οι Μουσικοί της Ορχήστρας Καμεράτα του Συλλόγου των Φίλων της Μουσικής, μπροστά στο αδιέξοδο που έχει δημιουργηθεί εδώ και τέσσερα χρόνια και θέτει εμπόδια στην λειτουργία και επιβίωση της πολυβραβευμένης μας ορχήστρας, απευθύνουμε ύστατη έκκληση σε εσάς προσωπικά, προκειμένου να βρεθεί άμεση, οριστική και βιώσιμη λύση στο πρόβλημά μας.
Η Καμεράτα λειτουργεί τα τελευταία χρόνια χωρίς Διοικητικό Συμβούλιο.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα:
Αδυναμία καταβολής επιχορήγησης από το Yπουργείο Πολιτισμού και χορηγίας από ιδιώτες
Μη καταβολή ενσήμων στο ΙΚΑ
Βιβλιάριο υγείας του Ι.Κ.Α. δίχως κάλυψη και ισχύ
Δεδουλευμένοι μισθοί ετών που δεν έχουν καταβληθεί
Σοβαρότατες άλλες εργασιακές επιπλοκές
Έχουμε 4 χρόνια που παίζουμε απλήρωτοι και ανασφάλιστοι!
Η Καμεράτα, που διανύει το 27 χρόνο της ζωής της, έχοντας γράψει ιστορία στη μουσική ζωή του τόπου αλλά και στην διεθνή και ευρωπαϊκή μουσική σκηνή, κινδυνεύει να μην μπορέσει να γιορτάσει τα 28 της γενέθλια! Εμείς, που σας απευθύνουμε αυτή την επιστολή στηρίξαμε με προσωπικό, οικογενειακό και καλλιτεχνικό κόστος τη λειτουργία της Ορχήστρας όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης. Δεν αντέχουμε άλλο και ζητάμε την βοήθεια σας για να μην κλείσει ένας Μουσικός Οργανισμός που τίμησε την Ελλάδα και γνωρίζει σήμερα την απαξίωση!
Αξιότιμε κύριε Πρωθυπουργέ,
Βοηθήστε το «ελληνικό θαύμα» (Neue Zurchner Zeitung) και το «αντίδοτο εναντίον της ελληνικής κρίσης» (Die Welt, Daily Telegraph) να επιβιώσει! Σας παρακαλούμε θερμά στη διαμεσολάβηση σας. Κάθε μέρα που περνά οδηγούμαστε από την απόγνωση στον καλλιτεχνικό και εργασιακό μας θάνατο!
Σας ευχαριστούμε θερμά!
Με κάθε τιμή,
Οι μόνιμοι μουσικοί της Ορχήστρας Καμεράτα,
Σέρτζιου Ναστάσα
Αθανάσιος Μαρτζούκος
Κάρμεν Οτίλια Αλίτσεϊ
Laurentiu Octavian Matasaru
Αγγελική Φαναριώτη
Christopher Humphrys
Luise Ramos Stahl
Ηλίας Σακαλάκ
Για εμένα όμως η «περίπτωση Καμεράτα», πέραν φυσικά από την πρωτοφανή τραγικότητα της, είναι απολύτως ενδεικτική της στρέβλωσης που επικρατεί, όπως και σε πολλά άλλα πράγματα, σε πολλούς τομείς του πολιτισμού και εν προκειμένω στην μουσική στην Ελλάδα τουλάχιστον από την εποχή του εμφυλίου πόλεμου, για να μην πω ακόμα παλαιότερα. Για να γίνω απόλυτα κατανοητός θα αρχίσω με δύο γενικές διαπιστώσεις οι οποίες ισχύουν διαχρονικά και παντού.
Όλα τα μουσικά ιδιώματα έχουν τοπικές/εθνικές ρίζες και τα περισσότερα έχουν και ταξικές αλλά φυσικά δυνητικά απευθύνονται σε όλο τον κόσμο και δύο ή τρεις το πολύ γενεές μετά την εμφάνιση τους έχουν υπερπολλαπλασιάσει το ακροατήριο τους.
Το παράδειγμα της jazz
Αν δεν συνέβαινε αυτό η jazz θα έπρεπε να έχει πάψει να υπάρχει μετά την κατάργηση της δουλείας στην Αμερική αφού αρχικά ξεκίνησε ως μουσική αν όχι απαραίτητα των σκλάβων πάντως σίγουρα των θεωρούμενων πολύ κατώτερων των λευκών μαύρων! Όπως γνωρίζουμε όμως ήταν οι λευκοί ιδιοκτήτες των high class clubs και εστιατορίων του Μανχάταν που πρώτοι πήραν τους μουσικούς της jazz για να παίζουν στα καταστήματα τους (ανεξάρτητα από το ότι το κίνητρο τους για να το κάνουν ήταν φυσικά, ως καλών καπιταλιστών, το επιπλέον κέρδος) και οι ίδιοι αλλά και οι πελάτες τους τους περιέβαλλαν με εκτίμηση, θαυμασμό, σεβασμό, ακόμα και αγάπη. Αντίστοιχα αν δεν ίσχυε η παραπάνω διαπίστωση το tango θα έπρεπε να έχει παραμείνει για πάντα ένα ιδίωμα που θα έπαιζαν τα νόθα παιδιά κάποιας πόρνης σε έναν οίκο ανοχής του Μπουένος Αίρες ενώ η μητέρα τους ή μία συνάδελφος της χόρευε τον ομώνυμο χορό με έναν πελάτη ή και τον προαγωγό της και όχι μια μουσική η οποία ξεκίνησε μεν από την Αργεντινή αλλά απέκτησε ακροατήριο και έχει επηρεάσει, ιδιαίτερα ρυθμικά, μουσικούς πάρα πολλών διαφορετικών ιδιωμάτων σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου.
Ορχηστρική μουσική
Η δεύτερη διαπίστωση είναι ακόμα πιο σημαντική από την πρώτη και έρχεται όχι απλά να προστεθεί σε εκείνη αλλά να την ενισχύσει. Η μουσική και ειδικά η οργανική ή ορχηστρική, αυτή δηλαδή που δεν έχει το στοιχείο της φωνής (και χωρίς φυσικά αυτό να μειώνει ούτε στο ελάχιστο την σημασία αλλά και την δημοφιλία του απανταχού τραγουδιού!) είναι ίσως η πλέον προνομιακή μορφή της ανθρώπινης δημιουργίας για έναν πολύ απλό λόγο. Αυτό που την αποτελεί, ο ήχος, απευθύνεται εξίσου και ισότιμα σε όλους τους ανθρώπους ανεξάρτητα από το ποιοι είναι οι δημιουργοί και εκτελεστές της. Παλαιότερα με την μορφή δίσκων και CD και πλέον με το Internet ακόμα πιο εύκολα και γρήγορα, στον σχεδόν αμελητέο χρόνο που χρειάζεται για να κάνεις download ή να στείλεις με e-mail ένα mp3, ο ήχος, η μουσική, ταξιδεύει παντού, προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, υπερβαίνοντας τοπικά, εθνικά, φυλετικά, γλωσσικά, θρησκευτικά, ακόμα και πολιτισμικά όρια. Το μόνο που χρειάζεται είναι να συναντήσει ευήκοα ώτα και, κατά προέκταση, ανοιχτά και δεκτικά μυαλά, καρδιές και ψυχές.
Ελλάδα ένας άλλο τόπος...
Στην Ελλάδα όμως αυτές οι δύο διαπιστώσεις δεν φαίνονται να ισχύουν, είτε μας υπερβαίνουν είτε τις καταλύουμε με τον πατροπαράδοτο «τσαμπουκά» που μας διακρίνει ως λαό! Η παντελής έλλειψη μουσικής παιδείας (που αν για τους μουσικούς έχει πάψει ευτυχώς να υφίσταται για το κοινό συνεχίζεται, ίδια και πιθανότατα χειρότερη) συντελεί φυσικά σε αυτό με αποτέλεσμα να παρατηρείται ένα εξωφρενικό για οποιαδήποτε άλλη χώρα φαινόμενο. Τα περισσότερα δηλαδή μουσικά ιδιώματα έχουν ταξικό και προοδευτικά ακόμα και κομματικό πρόσημο, πάρα πολλές φορές όχι απλά ανεξάρτητα αλλά ερήμην ή ακόμα και ενάντια στις τοποθετήσεις των δημιουργών και εκτελεστών τους.
Πιο αναλυτικά η σκηνή των τραγουδοποιών – ερμηνευτών εξαρχής, ήδη από την εποχή του Διονύση Σαββόπουλου, ήταν πεδίο της ανανεωτικής αριστεράς, οτιδήποτε και αν μπορεί να σημαίνει και να περιλαμβάνει αυτός ο όρος σήμερα.
Το καλό λαϊκό τραγούδι πάλι ήταν και είναι φέουδο της παραδοσιακής αριστεράς καθώς έτσι τονίζει την λαϊκή βάση της. Από την άλλη το ρεμπέτικο, έχοντας πλέον καταξιωθεί ακόμα και διεθνώς, το διεκδικεί όλο περίπου το εύρος του πολιτικού φάσματος. Αυτό βέβαια αναφορικά με την ύστερη εποχή του, όταν με επώνυμους δημιουργούς όπως ο Βασίλης Τσιτσάνης «αστικοποιήθηκε». Με την παλαιότερη και πιο αυθεντική εκδοχή του, του περιθωρίου και του έστω και θεωρούμενου «χασικλή» Μάρκου Βαμβακάρη, τα πράγματα είναι πιο ζόρικα και την προσεγγίζουν μόνον μουσικολόγοι ή άλλοι ειδικοί περί του ιδιώματος.
Την παραδοσιακή μουσική, όπως δυστυχώς συμβαίνει στις περισσότερες χώρες του κόσμου με βάση μιαν ανεκδιήγητη θεώρηση του ότι, αφού η Ιστορία της χώρας τους τους ανήκει συνεπάγεται ότι το ίδιο ισχύει και για οτιδήποτε σχετίζεται με αυτήν, την λυμαίνεται ο ακροδεξιός ή και φασιστικός χώρος (ας θυμηθούμε τα «γλέντια» της χούντας, κυρίως βέβαια με τα «λεβέντικα» τσάμικα τα οποία πιθανότατα πίστευαν ότι τους έκαναν γνήσιους απογόνους των αρματολών και κλεφτών του ’21).
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι το rock που η ανανεωτική – ή αναθεωρητική – αριστερά γενικώς το αγκάλιαζε ενώ η παραδοσιακή προφανώς το απέρριπτε ως «ξενόφερτο» (παρά την παρουσία σύσσωμης σχεδόν της τότε ηγεσίας της στην συναυλία των Pink Floyd στο ΟΑΚΑ στο τέλος της δεκαετίας του ’80). Μιλάμε όμως για το λεγόμενο «κλασικό rock» της δεκαετίας του ΄60 και του πρώτου μισού εκείνης του ’70, με τις νεότερες και πιο «παράξενες» τάσεις του, αρχίζοντας ήδη από το punk, τα πράγματα είναι πιο παράξενα και ισχύει μάλλον το «μακριά και αγαπημένοι». Όσο για την jazz η καημένη είναι μάλλον το μουσικό «αποπαίδι» όλων ανεξαιρέτως των κομμάτων, πιθανόν εξαιτίας του στοιχείου της αληθινής και ουσιαστικής ελευθερίας που – διαμέσου του αυτοσχεδιασμού – επέχει κομβική θέση σε αυτήν.
Η πλέον ιδιαίτερη περίπτωση όμως είναι αυτή της κλασικής μουσικής. Με βάση μνήμες που για οποιαδήποτε άλλη χώρα λήγουν το πολύ στο τέλος του δεκάτου ενάτου αιώνα ήταν και εξακολουθεί να είναι κτήμα της αστικής ή, πιο σωστά, μεγαλοαστικής τάξης, από πολιτικής πλευράς δηλαδή της μορφωμένης και εγγράματης και όχι «λαϊκής» δεξιάς. Αυτό στην πράξη σήμαινε ανθρώπους που οι οικογένεια τους είχε τα αναγκαία χρήματα ώστε να έχει μερικούς δίσκους κλασικής μουσικής στο σπίτι και να πληρώνει ώστε να διδαχθούν τα βασικά έστω ενός μουσικού οργάνου ή, σε περίπτωση νεόπλουτων, να στείλουν οι ίδιοι τα παιδιά και ιδίως τις κόρες τους να μάθουν πιάνο το οποίο, μαζί με τα γαλλικά, επί δεκαετίες ήταν η εκ των ουκ άνευ παιδεία μιας δεσποσύνης της «καλής κοινωνίας».
“Τα μουσικά ιδιώματα μετά το πολιτικό και το κομματικό φαίνεται ότι αποκτούν υποχρεωτικά και εθνικό πρόσημο, ίσως και φυλετικό και ποιος ξέρει ποιο άλλο στο μέλλον”
Στη νεότερη εποχή οι πρώτης ή δεύτερης γενεάς απόγονοι αυτών των ανθρώπων αποτέλεσαν ένα πολύ μεγάλο ποσοστό του λεγόμενου «κοινού του Μεγάρου» στην χρυσή εποχή του. Παρότι δηλαδή φυσικά υπήρχε ανάμεσα τους ένας όχι ευκαταφρόνητος αριθμός σοβαρών και με παιδεία ακροατών κλασικής μουσικής η βάση του κοινού του Μεγάρου Μουσικής, κακά τα ψέματα, ήταν κυρίες που έρχονταν για να επιδείξουν τις γούνες τους πριν την έναρξη και στο διάλειμμα της συναυλίας ενώ οι σύζυγοι τους έψαχναν το κατάλληλο πάρκινκ για το πανάκριβο και μεγάλο βεβαίως αυτοκίνητο τους στην γύρω περιοχή. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον διάλογο ενός αναλόγου ηλικιωμένου ζεύγους όταν, βλέποντας στην οθόνη με τις προσέχεις εκδηλώσεις του Μέγαρου ότι μια εκ των λαμπρότερων σολίστ μας του πιάνου θα συνέπραττε, κατά σύμπτωση, με την Καμεράτα σε μα συναυλία με έργα Μπετόβεν, ο σύζυγος απόρησε «αυτή δεν έπαιζε μόνη της μιαν άλλη φορά που την είχαμε δει;» για να λάβει την αποστομωτική απάντηση της κυρίας του «έτσι είναι οι πολύ καλοί πιανίστες, τους παίρνουν για να παίξουν και με ορχήστρες»! Σωστά, μόνον οι πολύ καλοί πιανίστες το δικαιούνται αυτό και ευτυχώς που υπάρχουν αλλιώς τα τόσα έργα για ορχήστρα που περιλαμβάνουν και πιάνο κορυφαίων συνθετών προφανώς δεν θα παίζονταν ποτέ – ή μήπως θα τα ερμήνευαν ορχήστρες χωρίς πιάνο; Ας πρόσεχαν πάντως οι συνθέτες...
Για να σοβαρευτούμε όμως όσο το απαιτεί το εξαιρετικά σοβαρό θέμα αυτή ήταν για πάρα πολλά χρόνια η αντιμετώπιση της κλασικής μουσικής από έναν συγκεκριμένο κομματικό χώρο ο οποίος φυσικά την εφάρμοζε όταν ήταν κυβέρνηση ενώ το ίδιο συνέβαινε και όταν την διακυβέρνηση είχε ο πλέον γειτονικός του. Όταν την ανέλαβε ο αντίθετος, εκτιμώντας προφανώς ότι «κλασική μουσική σημαίνει δεξιά» και οτιδήποτε σχετίζεται με αυτήν, θεώρησε την πρώτη και τους εκτελεστές της εκ προοιμίου εχθρούς.
Μια μόνον απόδειξη για αυτό είναι ότι, όπως είπαν και οι μουσικοί της στη συνέντευξη τους, το πλάνο για την οικονομική διάσωση του Μεγάρου Μουσικής (το αν και κατά πόσον λειτούργησε είναι πολύ μεγάλη συζήτηση...) απλά δεν περιλάμβανε την Καμεράτα παρά την δεδομένη σχέση της μαζί του.
Λίγες ημέρες πριν τη συνέντευξη Τύπου των μουσικών της Καμεράτα είχε συμβεί ένα άλλο, όχι μόνο δυσάρεστο αλλά και ανησυχητικό γεγονός, που όσο και αν επιφανειακά φαίνεται άσχετο κατά την γνώμη μου εντέλει έχει πολύ μεγάλη σχέση με την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η Καμεράτα, με το τι συμβαίνει γενικότερα με την κλασική μουσική στην Ελλάδα σήμερα. Κατά την διάρκεια συναυλίας στο αρχαίο θέατρο Φιλίππων μια ηλικιωμένη κυρία πλησίασε τον μαέστρο της Φιλαρμονικής Κρηνίδων που είχε μόλις τελειώσει την εκτέλεση ενός έργου του Μπαχ, τον ρώτησε γιατί παίζει Γερμανό και όχι έναν Ελληνα συνθέτη και στη συνέχεια τον...έφτυσε.
Ώστε λοιπόν κατά αυτή την κυρία και άλλους/ες που σίγουρα έχουν τις ίδιες απόψεις ο Γερμανός Μπαχ δεν έχει το δικαίωμα να ενστερνίζεται, ακόμα και να εμπνέεται από τα ιδανικά του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού (και του χριστιανισμού βέβαια και μάλιστα σε υπερθετικό βαθμό στην περίπτωση του). Εκείνο το «Έλληνας είναι όποιος μετέχει της ημετέρας παιδείας» προφανώς δεν ειπώθηκε ποτέ ή απλά το ξεχάσαμε. Άραγε αν ένας Έλληνας συνθέτης γράψει ένας έργο βασισμένο σε κλασικές φόρμες, στην παράδοση του Μπαχ πιο συγκεκριμένα, οι άνθρωποι αυτοί θα το θεωρήσουν ελληνικό ή όχι; Για να μην το πάω ακόμα πιο πέρα, αν ένας μουσικός από άλλη χώρα που ζει και εργάζεται στην δική μας γράψει ένα τραγούδι σε ελληνικούς στίχους ή ακόμα και μελοποιώντας έναν από τους σπουδαίους ποιητές μας το τραγούδι αυτό θα είναι ελληνικό ή όχι; Θα του επιτρέψουμε καταρχήν του «βάρβαρου» (ως μη Έλληνος) να το κάνει ή θα είναι έγκλημα καθοσιώσεως, αν όχι εσχάτη προδοσία;
Δυστυχώς μαζί με όλα τα άλλα ακατανόητα που συμβαίνουν στην χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας, περισσότερο ίσως από οποιαδήποτε άλλη φορά μετά την Μεταπολίτευση, τα μουσικά ιδιώματα μετά το πολιτικό και το κομματικό φαίνεται ότι αποκτούν υποχρεωτικά και εθνικό πρόσημο, ίσως και φυλετικό και ποιος ξέρει ποιο άλλο στο μέλλον. Στην κλασική μουσική αυτό το φαινόμενο συνέβαινε ούτως ή άλλως πριν από οποιοδήποτε άλλο ιδίωμα και άρα είναι λογικό να παρατηρείται όλο και πιο έντονα στο πέρασμα του χρόνου. Οι θύτες γνωστοί, κάποιες φορές ακόμα και με ονοματεπώνυμο και την πολιτική ή και πολιτειακή ιδιότητα τους, όσο για τα θύματα; Η ίδια η κλασική μουσική, οι τόσοι άξιοι βιρτουόζοι εκτελεστές και εκτελέστριες της που διαθέτει η χώρα μας αλλά και οι συνειδητοί και σοβαροί ακροατές οι οποίοι διεκδικούμε το πολύ απλό δικαίωμα μας να απολαμβάνουμε καλή μουσική όλων των ιδιωμάτων, ανάμεσα τους φυσικά και μάλιστα με πρωτεύουσα θέση η κλασική, χωρίς κανείς να μας παρεμποδίζει από το να το κάνουμε ή, όταν το πράττουμε, να μας δαιμονοποιεί ως προδότες ή ακόμα και...φασίστες! Δεν έχει ειπωθεί βέβαια το τελευταίο αλλά, με την αμετροέπεια που χαρακτηρίζει ορισμένους και με την φόρα που έχουν πάρει, δεν ξέρεις ποτέ...