Σε προηγούμενο σημείωμά μας (2.8.19) στον φιλόξενο ιστότοπο της HuffPost Greece είχαμε επισημάνει ότι η επικέντρωση στη βάναυση και ορατή παρεμπόδιση της διακίνησης ιδεών σε κάποια ελληνικά ΑΕΙ παραβλέπει άλλες μορφές του ίδιου φαινομένου που δεν γίνονται ορατές από τον μη ασκημένο εξωτερικό παρατηρητή, επειδή λείπει από αυτές η βαναυσότητα. Γι αυτό και η δημοσιότητα κατά κανόνα ασχολείται με το πότε διεκόπη η συνεδρίαση της Συγκλήτου ή του Συμβουλίου ενός Ιδρύματος από αυτοπροβαλλόμενες ως «επαναστατικές» εξωπανεπιστημιακές ομάδες κρούσης ή από φοιτητικές ομάδες που διαφωνούν με το περιεχόμενο δυνητικών αποφάσεων πανεπιστημιακών οργάνων, πότε παρόμοιες ομάδες εκτοξεύουν απειλές σε καθηγητές να πάψουν να διδάσκουν και να δημοσιεύουν «αντιδραστικές» ιδέες, πότε αντίστοιχοι φρουροί της «προόδου» μπουκάρουν στα αμφιθέατρα ή στα βιβλιοπωλεία για να αποτρέψουν την κυκλοφορία ιδεών που οι ίδιες ή οι εντολείς και οι μέντορές τους δεν εγκρίνουν.
Πολύ πιο σπάνια ασχολείται η δημοσιότητα με απειλές, πιέσεις και εκβιασμούς που ασκούνται προληπτικά και κατασταλτικά σε μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας προκειμένου αυτά να συμμορφωθούν με συγκεκριμένα μοτίβα σκέψης ή με το περιεχόμενο αποφάσεων που έχουν ήδη λάβει συγκεκριμένα «διευθυντήρια» πολύ πριν συνεδριάσουν τα αρμόδια όργανα για τις «ευλογήσουν», όταν στα όργανα αυτά συμμετέχουν πρόσωπα εξαρτώμενα – λόγω βαθμίδας ή ακαδημαϊκά επίμεμπτης συμπεριφοράς που κινδυνεύει να ελεγχθεί ή προώθησης μέσω συναλλαγής άλλου ιδιοτελούς προσωπικού συμφέροντος – από τη βούληση του «διευθυντηρίου». Επίσης δεν έχει ασχοληθεί μέχρι τώρα η δημοσιότητα με τις παρενέργειες που έχουν στην ελευθερία διακίνησης των ιδεών μέσα στα ΑΕΙ ατυχείς δικαστικές αποφάσεις που δικαιώνουν δράστες συμπεριφορών που απάδουν στην ιδιότητα του ακαδημαϊκού λειτουργού, όταν αυτές επισημαίνονται δημόσια από μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, π.χ. με την ιδιότητα του μέλους εκλεκτορικού σώματος, αλλά η επισήμανση εκλαμβάνεται υποκριτικά από τους δράστες ως «δυσφήμιση». Κάποιοι από αυτούς αποφασίζουν να καταφύγουν στη δικαιοσύνη. Έχοντας βεβαίως τις «πλάτες» του δικτύου στο οποίο ανήκουν και που με τις προστατευτικές του φτερούγες αναμένεται να προσφέρει στον δράστη την αναγκαία στήριξη, καταθέτοντας υπέρ της «ανομίας» μέσα στο δικαστήριο, αντί να στηρίξει τους κανόνες ακαδημαϊκής δεοντολογίας.
Όταν τα δίκτυα προστασίας και μονοπώλησης της διοικητικής εξουσίας μέσω εξασφαλισμένων πλειοψηφιών σκοπιμότητας λειτουργούν αποτελεσματικά, η πιθανότητα μιας καταδικαστικής απόφασης όχι για τον δράστη, αλλά για εκείνον που αποκάλυψε την επίμεμπτη συμπεριφορά του τελευταίου, είναι πιθανή. Ανάλογα με τη γνώση που διαθέτει ο δικαστής γύρω από ζητήματα ακαδημαϊκής δεοντολογίας, ανάλογα με τον χρόνο που έχει για να μελετήσει την υπόθεση σε βάθος, αλλά και ανάλογα με τον συνδυασμό μιας σειράς άλλων παραμέτρων, δεν είναι καθόλου απίθανο να προκύψει μια καταδικαστική απόφαση εναντίον του μέλους της κοινότητας που ασκεί ευόρκως το καθήκον του, ως οφείλει. Τέτοιες ατυχείς δικαστικές αποφάσεις που δικαιώνουν τον φορέα της επίμεμπτης δράσης υπάρχουν αρκετές και η μελέτη τους θα μπορούσε να αποτελέσει ήδη ένα πρώτης τάξεως θέμα για διδακτορική διατριβή. Ιδιαίτερα οι επιπτώσεις που έχουν παρόμοιες αποφάσεις στην ελευθερία διακίνησης των ιδεών στα πανεπιστήμια. Αν κάποιος δράστης λογοκλοπής καταφέρει, με τη συνδρομή του δικτύου προστασίας στο οποίο ανήκει, να καταδικαστεί μέλος εκλεκτορικού σώματος που ανακάλυψε την «ανομία» του, αντί να εξοβελιστεί ο ίδιος ο δράστης από το πανεπιστήμιο για τη συγκεκριμένη απάτη, τότε το πιο πιθανό είναι το επόμενο μέλος του εκλεκτορικού σώματος που θα εντοπίσει αντίστοιχες απάτες στο έργο υποψηφίων για εκλογή σε θέση καθηγητή να μην αναφέρει φωναχτά το συμβάν ούτε στον ίδιο τον εαυτό του. Θα αυτολογοκριθεί προκειμένου να αποφύγει μια πιθανή καταδικαστική απόφαση της δικαιοσύνης, η οποία ενδέχεται να θεωρήσει ως πιο έγκυρες τις απόψεις του δικτύου – ειδικά όταν αυτό περιλαμβάνει και όργανα διοίκησης του Ιδρύματος – παρά τις απόψεις του ευσυνείδητου αγγελιοφόρου της «ανομίας».
Δίπλα στην εξουσία του Νόμου, η οποία - όταν δεν έχει νοθευτεί - παρεμποδίζει με θεμιτό τρόπο, ως οφείλει, την κυκλοφορία ολοκληρωτικών ιδεών και ιδεών που υπονομεύουν βασικά ανθρώπινα δικαιώματα εν ονόματι της ακαδημαϊκής ελευθερίας, υπάρχουν και άλλες μορφές εξουσίας που περιστέλλουν αθέμιτα την ελευθερία της σκέψης και της διακίνησης των προϊόντων της μέσα στα πανεπιστήμια. Δύο από αυτές, η διοικητική εξουσία - η οποία στο πεδίο της εφαρμογής του νόμου τον ανατρέπει ή τον ακυρώνει νομότυπα στην πράξη – και η εξουσία των δικτύων – η οποία ενδιαφέρεται για την προσαρμογή της σκέψης και της δράσης των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας σε ένα συγκεκριμένο μοτίβο, ανεξάρτητα από το τι ορίζει ο νόμος – έχουν ήδη δημιουργήσει μορφές λογοκρισίας στα πανεπιστήμια οι οποίες είναι γνωστές με τη λαϊκή φράση «ου μπλέξεις». Παράλληλα με τις τελευταίες υπάρχει και η (δήθεν επαναστατική) εξουσία των ομάδων κρούσης – που είτε λειτουργούν αυτόνομα και προγραμματικά contra legem, είτε σε συνέργεια με την εξουσία των δικτύων ως συμπληρωματική ultima ratio για τις περιπτώσεις που το δίκτυο δεν μπορεί με το οπλοστάσιο που διαθέτει να επιβάλει τη βούλησή του – στη δράση των οποίων επικεντρώνεται τελετουργικά η δημόσια συζήτηση περί πανεπιστημιακού ασύλου κάθε φορά που ανοίγει το θέμα.
Υπάρχει, τέλος, και η δικαστική εξουσία που με ατυχείς αποφάσεις λειτουργών της στέλνει ενίοτε λανθασμένα μηνύματα στα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας εκδίδοντας καταδικαστικές αποφάσεις για μέλη που επιτελούν, ως οφείλουν, ευσυνειδήτως το καθήκον τους - με το γνωστό σκεπτικό «ας πάνε παραπάνω για να δικαιωθούν». Ταυτόχρονα εκπέμπει μηνύματα ενθάρρυνσης για επανάληψη της αποκλίνουσας συμπεριφοράς σε μέλη της κοινότητας που είναι ήδη φορείς ενεργειών που απάδουν προς την ιδιότητα του πανεπιστημιακού δασκάλου, αλλά έχουν «ξεπλυθεί» από το στίγμα αυτό με την ευγενική αρωγή του δικτύου στο οποίο ανήκουν και το οποίο, εννοείται, υπηρετούν με αυταπάρνηση, εξασφαλίζοντας έτσι την προστασία τους από μελλοντικούς κινδύνους.
Υπάρχουν ήδη επαρκή ερευνητικά δεδομένα που δείχνουν ότι σε ορισμένα ελληνικά πανεπιστήμια έχουν καθιερωθεί καθεστώτα σκέψης και δράσης που μοιραία συνοδεύονται από το φαινόμενο της δημιουργίας «αντιφρονούντων». Για τους τελευταίους η ζωή και η δράση μέσα σε τέτοια περιβάλλοντα είναι οδυνηρά δυσάρεστη και θυμίζει άλλα καθεστώτα και άλλες εποχές. Οι κίνδυνοι και οι εκφοβισμοί που αντιμετωπίζουν οι «αντιφρονούντες» δεν είναι περιστασιακοί, όπως συμβαίνει με τους αποδέκτες των βάναυσα έκνομων συμπεριφορών ομάδων κρούσης που ασκούνται προσωρινά στην κοινωνική «επανάσταση» πριν κάνουν τη συστημική στροφή και ενταχθούν στο σύστημα που μέχρι χθες απέρριπταν για να το υπηρετήσουν με ζήλο. Είναι κίνδυνοι επίμονοι και διαρκείς με τους οποίους δεν ασχολείται η δημοσιότητα, σαν να μην υπήρχαν. Ο δρόμος για την επανακαδημαϊκοποίηση του πανεπιστημίου - δηλαδή για την υιοθέτηση και εφαρμογή στην πράξη των κανόνων λειτουργίας και δεοντολογίας που ισχύουν στα πανεπιστήμια χωρών με μεγάλη ακαδημαϊκή παράδοση - αν ποτέ ξεκινήσει η πορεία, θα είναι για τη χώρα μας μακρύς και πολύ κουραστικός. Αναπόφευκτα.