Είναι σαφές ότι οι τουρκικές αντιλήψεις και ενέργειες δεν σχετίζονται με το Διεθνές Δίκαιο αλλά επιδιώκουν απλώς την υλοποίηση της στρατηγικής του «ζωτικού χώρου» ή «der lebensraum» όπως το αποκαλούσε η ναζιστική Γερμανία. Η εν λόγω διαπίστωση δεν αποτελεί εικασία αφού η τουρκική γεωπολιτική αντίληψη είναι σαφώς και αναλυτικά διατυπωμένη στο βιβλίο του Αχμέτ Νταβούτογλου «Στρατηγικό Βάθος», το οποίο τεκμηριώνει τον παλαιότερο «Εθνικό Όρκο» του Μουσταφά Κεμάλ.
Διαβάστε επίσης: Η Τουρκία και το Ιράν στη νέα Μέση Ανατολή
Όλες οι επί μέρους τουρκικές ενέργειες (π.χ. διεκδικήσεις από Ελλάδα και Κύπρο, διείσδυση στα Βαλκάνια, εισβολή σε Συρία και Ιράκ, ενίσχυση κυβερνήσεως Σάραζ στην Λιβύη και υπογραφή Μνημονίου περί ΑΟΖ, κυριαρχικές και ενεργειακές φιλοδοξίες στην Α. Μεσόγειο μέσω «Γαλάζιας Πατρίδας», βάσεις στον Περσικό κόλπο και την Ερυθρά θάλασσα κ.λπ.) υλοποιούν σταδιακά την εν λόγω στρατηγική επιλογή. Ο στρατιωτικός υπερεξοπλισμός και οι τεράστιες επενδύσεις στην αμυντική βιομηχανία απαιτούνται για την εφαρμογή της στρατηγικής του ζωτικού χώρου.
Η Δύση μέχρι στιγμής αντιδρά κατευναστικά, όπως δηλαδή αντέδρασε κατά την δεκαετία του 1930 κατά της ναζιστικής Γερμανίας με τα γνωστά αποσταθεροποιητικά αποτελέσματα που οδήγησαν στον Β’ΠΠ. Η διεθνής συγκυρία στην ευρύτερη περιοχή της Α. Μεσογείου διευκολύνει τις τουρκικές επεκτατικές βλέψεις. Οι άμεσα απειλούμενες Δυτικές χώρες, Ελλάς και Κύπρος δηλώνουν ότι ακολουθούν αποτρεπτική πολιτική αλλά με ταυτόχρονη «στρατηγική ψυχραιμία». Είναι προφανές, εκ του αποτελέσματος, ότι οι μέχρι στιγμής αποτρεπτικές ενέργειες των δύο χωρών (επίκληση συμμαχιών και στρατηγικών αξόνων, διπλωματικά διαβήματα, καταδίκες και εκκλήσεις για οικονομικά μέτρα, προειδοποιήσεις για στρατιωτική αντίδραση, στρατιωτικές ασκήσεις κ.λπ.), είναι αναποτελεσματικές και μη πειστικές αφού ο αντίπαλος όχι μόνο δεν ανακόπτει τις προκλήσεις του αλλά και τις εντείνει (παράδειγμα η τρέχουσα εξέλιξη με το ερευνητικό ORUC REIS).
Ο πειθαναγκασμός συνεχίζεται διότι η Τουρκία αισθάνεται ότι υπάρχει ασφαλής διαφορά εθνικής ισχύος (κυρίως στον στρατιωτικό τομέα) με έντονες τάσεις διευρύνσεως. Η χώρα αυτή είναι αμετακίνητη ως προς τα επεκτατικά της εθνικά «οράματα» και κάθε ελπίδα ανακοπής τους με «κατευνασμό του θηρίου» ανήκει στην σφαίρα της ουτοπίας και του πολιτικού παραλογισμού. Η «στρατηγική ψυχραιμία» είναι κατανοητή έως ένα βαθμό εφ’ όσον όμως συνοδεύεται από πυρετώδεις και εργώδεις προσπάθειες ταχείας μειώσεως της στρατιωτικής διαφοράς ισχύος. Εάν αυτό δεν συμβαίνει (π.χ. ουδεμία αύξηση αμυντικών δαπανών, μη αναθεώρηση θεσμών θητείας και εφεδρείας, ουδεμία έκτακτη προμήθεια ζωτικών μέσων και υλικών, μη εγρήγορση και κινητοποίηση του ελληνισμού κ.λπ.) και η «στρατηγική ψυχραιμία» αποτελεί σταθερή επιλογή, με το βάρος της εθνικής προσπάθειας να εξαντλείται στην διπλωματία, τότε τα ενδεχόμενα σενάρια εξελίξεων θα είναι τα ακόλουθα:
Οι συνεχείς προκλήσεις και μονομερείς διεκδικήσεις, άνευ «συμμαχικής» ουσιαστικής συνδρομής, εθίζουν και κουράζουν την ελληνική πλευρά, η οποία αποδέχεται σιωπηρά την νέα πραγματικότητα ως νέα «κανονικότητα». Εγχώριες φωνές προτείνουν λύσεις «win – win» και διαμορφώνουν την κοινή γνώμη. Οι Μ. Δυνάμεις και οι Διεθνείς Οργανισμοί, ενδιαφερόμενοι πρωτίστως για την σταθερότητα της περιοχής και δευτερευόντως για το Διεθνές Δίκαιο, πιέζουν την αδύναμη και προβλέψιμη πλευρά (Ελλάς και Κύπρος) για λύσεις σε ενεργειακά, θαλάσσιες ζώνες, «γκρίζες» ζώνες και Κυπριακό. Μετά από αδυναμία συνάψεως συνυποσχετικού, μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, ακολουθούν διαπραγματεύσεις υπό πίεση (π.χ. πενταμερείς ή διμερείς, με διαμεσολάβηση ή διαιτησία) κατά τις οποίες εκχωρούνται κυριαρχικά δικαιώματα ή και εθνική κυριαρχία «χάριν της ειρήνης και της οικονομικής αναπτύξεως».
Η ελληνική κυβέρνηση φοβούμενη το πολιτικό κόστος αποφεύγει τις διαπραγματεύσεις και η Τουρκία αναβαθμίζει περαιτέρω τις προκλήσεις της, με απειλή και όχι με χρήση βίας (π.χ. μαζική χρήση μεταναστών, τουρκική αλιεία σε ολόκληρο το Αιγαίο, έρευνα ή γεωτρήσεις σε ελληνική και κυπριακή υφαλοκρηπίδα, υπερπτήσεις παντού, NAVTEXES διαρκείας σε περιοχές που προκαλούν, νέες βάσεις στην Κύπρο, τουριστική αξιοποίηση Αμμοχώστου κ.λπ.), έως ότου η ελληνική πλευρά, υπό το φάσμα της εθνικής ταπεινώσεως, εξαναγκασθεί να απαντήσει δυναμικά. Στην περίπτωση αυτή εκτιμάται ότι η Τουρκία θα επιχειρήσει άμεση εφαρμογή σχεδίων «τετελεσμένων» κατηγορώντας την Ελλάδα ως επιτιθέμενη. Εάν τα τουρκικά «τετελεσμένα» σε Ελλάδα και Κύπρο επιτευχθούν και ακολουθήσει εκεχειρία με παρέμβαση τρίτων, η χώρα θα προσέλθει στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων υπό δυσμενείς όρους και ενδεχομένως με ανάλογα αποτελέσματα. Εάν τα τετελεσμένα δεν επιτευχθούν το πλήγμα για την Τουρκία θα είναι σημαντικό και θα δρομολογηθούν ευνοϊκές εξελίξεις για την Ελλάδα.
Μία περιορισμένης εκτάσεως στρατιωτική σύγκρουση (θερμό επεισόδιο) με αμοιβαίες κατηγορίες για ευθύνες, διευρύνεται και καταλήγει σε γενικευμένες εχθροπραξίες, περιορισμένου χρονικού διαστήματος (οι τρίτοι δεν παρεμβαίνουν άμεσα). Η εξέλιξη αυτή αποτελεί κίνηση υψηλού ρίσκου και οι τύχες των εθνικών θεμάτων θα συνδεθούν με το αποτέλεσμα της αναμετρήσεως. Η άμεση στρατιωτική συνδρομή της χώρας από άλλο κράτος παρουσιάζει χαμηλή πιθανότητα.
Η αποτρεπτική ελληνική στάση, πέραν των διπλωματικών ενεργειών οι οποίες συνεχίζονται (ευχής έργο η σύναψη αμυντικού συμφώνου αμέσου αμοιβαίας συνδρομής με τρίτα κράτη), συνοδεύεται από έκτακτες και άμεσες ενέργειες ενισχύσεως των Ενόπλων Δυνάμεων, με παράκαμψη κάθε χρονοβόρου διαδικασίας, για λόγους εθνικής ασφαλείας (στους τομείς διαθεσιμότητος και αναβαθμίσεως υφισταμένου υλικού, θητείας, εφεδρείας, αποκτήσεως δυνατοτήτων ασυμμέτρου καταστρεπτικού αποτελέσματος, εκτάκτων προμηθειών κ.λπ.), ενώ προετοιμάζεται η κοινή γνώμη και κινητοποιείται η ομογένεια. Η στρατιωτική ανάπτυξη δυνάμεων σε Ελλάδα και Κύπρο, εναρμονίζεται με τις πολιτικές δηλώσεις και προθέσεις οι οποίες εκφεύγουν της «πεπατημένης», καθιστώντας τις εθνικές αντιδράσεις απρόβλεπτες στις ξένες εκτιμήσεις. Οι εν λόγω ενέργειες συνιστούν σαφές πολιτικό μήνυμα το οποίο προβληματίζει τον διεθνή παράγοντα (π.χ. ΗΠΑ, ΕΕ, ΝΑΤΟ, ΟΗΕ) ο οποίος αρχίζει να πιέζει περισσότερο την Τουρκία για παύση των προκλήσεων και της παραβιάσεως του Διεθνούς Δικαίου.
Στην τρέχουσα χρονική συγκυρία ευρισκόμεθα μάλλον στο 2ο σενάριο, ενώ το τέταρτο σενάριο προφανώς υπερτερεί διότι οι εθνικές ενέργειες αποτροπής είναι πειστικές, έμπρακτες και διασφαλίζουν συγχρόνως ακόμη περισσότερο την ετοιμότητα αντιμετωπίσεως ευρύτερης στρατιωτικής εμπλοκής. Το άμεσο οικονομικό κόστος (της τάξεως των 4 δις €) είναι δυνατόν να καλυφθεί με σειρά εφικτών τρόπων εφ’ όσον υπάρχει η πολιτική βούληση. Η εθνική κινητοποίηση θα πρέπει να συμπεριλάβει την ομογένεια, τους εγχώριους επιχειρηματικούς και εφοπλιστικούς κύκλους και το σύνολο των Ελλήνων. Για συμβολικούς λόγους παραδειγματισμού, η πολιτειακή και πολιτική ηγεσία επιβάλλεται να συνεισφέρουν πρώτοι (π.χ. προσφορά δύο ή τριών μισθών από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, καθώς και από το σύνολο των βουλευτών και ευρωβουλευτών).
Η επί 20ετία παραμέληση των Ενόπλων Δυνάμεων αποτελεί σφάλμα το οποίο ο πολιτικός κόσμος ουδέποτε θα πρέπει να επαναλάβει. Η διατήρηση πειστικά ισχυρών Ενόπλων Δυνάμεων έναντι της απειλής θα πρέπει να αποτελέσει απαράβατο στρατηγικό Δόγμα. Ζούμε διαχρονικά με έναν αναθεωρητικό, επεκτατικό γείτονα, ξένο προς το Δυτικό αξιακό σύστημα, του οποίου η κοινωνία εύκολα φανατίζεται τόσο θρησκευτικά όσο και εθνικιστικά. Το χρέος έναντι των επερχομένων γενεών Ελλήνων είναι να αποκτήσουμε το ταχύτερο νοοτροπία και δυνατότητες παρόμοιες με αυτές του Ισραήλ. Η λύση αυτή αποτελεί μονόδρομο για ειρήνη, ευημερία και την προάσπιση των Εθνικών Συμφερόντων. Βαρεθήκαμε το πένθος, τους θρήνους και τα μνημόσυνα για χαμένες πατρίδες και αποβλέπουμε αποκλειστικά σε νικητήριες επετείους.